Ο Μιχάλης Χρυσανθόπουλος γράφει για το Αγαπημένο μου Μπουένος Άιρες
Αγαπημένο μου Μπουένος Άιρες
γράφει ο Μιχάλης Χρυσανθόπουλος
Μια ρομαντική ιστορία, ένα μυθιστόρημα πολιτικής, ένας προβληματισμός για τον τρόπο συγκρότησης της εθνικής ταυτότητας στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, η περιγραφή ενός δικτύου Ελλήνων της διασποράς και των σχέσεων που συνάπτουν στο γύρισμα του 20ού αιώνα στον 21ο; Ή, μήπως, μια ιστορία που έχει ως άξονα τα λόγια από τραγούδια που αγαπήθηκαν και συγκροτείται παράλληλα με αυτά;
Αναμφισβήτητα πρόκειται για μια περιδιάβαση σε τέσσερις χώρες, την Ελλάδα, τη Γαλλία, την Ιταλία και την Αργεντινή, αλλά και σε τέσσερις γλώσσες, τα ελληνικά, τα γαλλικά, τα ιταλικά και τα ισπανικά: οι γλώσσες εισχωρούν η μία στην άλλη και ακούγεται συνδυασμένα η μουσική τους, όπως, άλλωστε, αναμειγνύονται και οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος που βρίσκονται στις τέσσερις αυτές χώρες. Παρατηρούμε μια ισόποση κατανομή του χρόνου, της ψυχικής επένδυσης και της γλωσσικής επαφής και μια προσπάθεια μεταφοράς από τον πολυπολιτισμικό και διεσπαρμένο ανα την υφήλιο κόσμο των χαρακτήρων του μυθιστορήματος στον πολύγλωσσο κόσμο της τριτοπρόσωπης αφήγησης και, υποθέτει κανείς, της συγγραφέως.
Διαβάζοντας το μυθιστόρημα οι γλώσσες εναλλάσσονται, όπως και τα τραγούδια, όπως και οι γεύσεις, χωρίς να μπορεί να μιλήσει κανείς για το ποια είναι η επικρατέστερη. Ξέρετε, καθώς το διάβαζα, σκεφτόμουνα ότι κάλλιστα θα μπορούσε να είναι μοιρασμένο και ως γραφή στις τέσσερις γλώσσες που χρησιμοποιούν οι χαρακτήρες ως μητρικές, αλλά που χρησιμοποιεί και η τριτοπρόσωπη αφήγηση, η οποία συνέχει τη διήγηση. Ένα μυθιστόρημα γραμμένο στα ελληνικά, τα γαλλικά, τα ισπανικά και τα ιταλικά, το «όνειρο» και της επιμελήτριας και της εκδότριας.
"Διαβάζοντας το μυθιστόρημα οι γλώσσες εναλλάσσονται, όπως και τα τραγούδια, όπως και οι γεύσεις, χωρίς να μπορεί να μιλήσει κανείς για το ποια είναι η επικρατέστερη".
Ουσιαστικά, όμως, αυτό είναι, αφού διαρρηγνύει τους γλωσσικούς φραγμούς. Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται σε πέντε διαφορετικές χρονικές στιγμές και σε ισάριθμες πόλεις και οργανώνεται σε έξι τμήματα, έξι σκηνές: η πρώτη το 1964 στην Αθήνα, η δεύτερη το 1980 στο Παρίσι, η τρίτη το 1989 στο Μπουένος Άιρες, η τέταρτη το 1990 desencuentro, βιαστικά από τη Ρώμη στο Παρίσι, αλλά σαν να ήταν στο Μπουένος Άιρες, η πέμπτη το 2000 στο Μιλάνο και η έκτη το 2003 πάλι στο Μπουένος Άιρες. Σε αυτό συμπλέκονται δύο ιστορίες, ήδη από την πρώτη σκηνή, στην Αθήνα το 1964, και οι χαρακτήρες των ιστοριών, με τα πάθη και τους πόθους τους, αποτελούν το κυρίως θέμα μέχρι το τέλος. Πρόκειται για την ιστορία του Στάθη και για της ιστορία της Νίνας. Όταν συναντιούνται για πρώτη φορά στην Αθήνα, το 1964, αυτή είναι τετράχρονη και αυτός σαραντάρης.
Ο Στάθης, θείος της Νίνας, έφυγε από την Ελλάδα του Εμφυλίου Πολέμου το 1948, με προορισμό την Αργεντινή, το Μπουένος Άιρες, και επιστρέφει για πρώτη φορά, σε μια σύντομη επίσκεψη, στην Ελλάδα το 1964. Για αυτόν, όπως αφηγείται κατά την επίσκεψη αυτή, η Αργεντινή είναι η γη της επαγγελίας που τον υποδέχτηκε με ανοιχτές αγκάλες. Αυτό ακριβώς μεταφέρει στους συγγενείς του, την αδελφή του, την Ισμήνη, τη μητέρα της μικρής Νίνας, τον Αλμπέρτο, τον Ιταλό πατέρα της Νίνας, και όλους τους άλλους. Δεν θα παραμείνει έτσι, όμως, η Αργεντινή. Ο Στάθης θα έχει την ατυχία να μεταφέρει, στην πράξη, μαζί του το κλίμα του Εμφυλίου και να το ξαναζήσει ακόμα πιο τραυματικά: κατά την περίοδο των δικτατοριών του 1976-1983 θα χάσει τον γιο του, τον Λούκας, που θα καταγραφεί στους «εξαφανισμένους», τους desaparecidos, των στυγνών δικτατοριών, θα εκτελεσθεί, δηλαδή, χωρίς δίκη και χωρίς να αφήσει ίχνη πίσω του. H Αργεντινή χτίζεται σταδιακά για τον Στάθη από γη της επαγγελίας σε χώρα του πόνου και της απώλειας, αφού, τελικά, χάνει και η γυναίκα του, την Αλίσια, {τρελαίνεται και, εντέλει, αυτοκτονεί, όταν συνειδητοποιεί, παρόλο που αντιστέκεται επί πολύ καιρό στην πραγματικότητα, ότι έχει χάσει τον γιο της}. Το όνειρο του Στάθη καταρρέει, δεν μένει παρά η δυνατότητα να φαντάζεται κάτι διαφορετικό όταν, μεγάλος πια, κοιτάζει προς τα πίσω τη ζωή του: (σσ. 341-342)
Η Νίνα εγκαταλείπει κι αυτή την Ελλάδα, επειδή οι γονείς της φεύγουν για το Παρίσι κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Ο λόγος της μετάβασης δεν είναι ο εξαναγκασμός, αφού ο πατέρας της, ο Αλμπέρτο, είναι ανταποκριτής της Corriere della Sera στην Αθήνα από το 1952. Είναι η μη ανοχή ενός περιβάλλοντος που φέρνει στην επιφάνεια, κυρίως στην Ισμήνη, τη μητέρα της Νίνας, μεταξύ άλλων αρνητικών και τους λόγους μετανάστευσης του αδελφού της, του Στάθη, στην Αργεντινή. Η μετανάστευση της Νίνας και της οικογένειάς της στο Παρίσι είναι ομαλή: ο Αλμπέρτο παίρνει μετάθεση ως ανταποκριτής στο Παρίσι, η ζωή είναι σχετικά άνετη, η Ισμήνη, η μητέρα, βρίσκει δουλειά διαφημιστικού χαρακτήρα στον κινηματογραφικό χώρο. Η αδελφή της Νίνας σπουδάζει Ιατρική, η ίδια ακόμη μαθήτρια, όλα κυλούν ομαλά, μέχρις ότου ο πατέρας της παίρνει τις αποστάσεις του από τη μητέρα της, χωρίζουν ουσιαστικά, και γυρνάει στη Ρώμη, μαζί του και η Νίνα, όπου εγκαθίσται και σπουδάζει ενδυματολογία. Σε μια επίσκεψή της στο Παρίσι, για να δει τη μητέρα της, η Νίνα συναντά κατά τύχη και ερωτεύεται τον Αργεντίνο Λέο, πορτένιο, από το Μπουένος Άιρες, φοιτητή πολιτικών επιστημών. Ενδιαφέρον έχει το πλαίσιο, μια διαδήλωση (έτσι μπαίνει η πολιτική), το μέρος, μπροστά στο La Tour d’argent, διάσημο εστιατόριο (έτσι μπαίνει η γευσιγνωσία και η μαγειρική), το πώς, της τραγουδάει ένα ταγκό (έτσι μπαίνει η μουσική), το πότε, το 1980, λίγο αφού έχει εξαφανιστεί ο γιος του Στάθη και η Αργεντινή έχει αρχίσει να διαμορφώνει το πολλαπλό της πρόσωπο, θετικό και αρνητικό, για τη Νίνα. Ο Λέο ανασυστήνει τη διαδικασία μετανάστευσης του Στάθη και συνδέει την εικόνα της πόλης του Μπουένος Άιρες με το οικογενειακό παρελθόν της Νίνας. Η σχέση είναι σύντομη, αλλά ισχυρή, τόσο που η Νίνα, πηγαίνοντας εννιά χρόνια αργότερα επίσκεψη στον θείο της, στην Αργεντινή, να θελήσει τον αναζητήσει ή, έστω, να βρει τους συγγενείς του. Βρίσκει τη γιαγιά και τον παππού του Λέο, μόνους προσβάσιμους συγγενείς μετά τον θάνατο του πατέρα του και τη φυλάκιση της μητέρας του, λόγω δικτατορίας, και αναπτύσσει μια σχέση με τη γιαγιά. Θα είναι η βάση για να τον ξανασυναντήσει στο Παρίσι το 1990, πάλι για πολύ λίγο desencuentro, αφού κινούνται σε διαφορετικές τροχιές.
Ο Λέο είναι μια εμμονή, εκπροσωπεί την Αργεντινή, επίσης μια εμμονή. Εμμονή είναι και μια στάση ζωής έξω από εθνικά σύνορα: η Νίνα ζει στην Ιταλία, όπου και ο πατέρας της, νιώθει σπίτι της στη Γαλλία, όπου ζει η μητέρα της, και στην Ελλάδα, όπου ζει η γιαγιά της, και φτιάχνει ένα σπίτι, μια αγάπη, στην Αργεντινή, όπου θα ξαναπάει για να συναντήσει τον άρρωστο θείο της, αλλά και να ξαναβρεί τον Λέο, που έχει εγκαταλείψει την πολιτική και έχει μετατρέψει το σπίτι των παππούδων του σε σχολή ταγκό.
Βέβαια, η ζωή αυτή ενέχει κινδύνους και η μετάβαση από τη μια κοινωνία στην άλλη δεν είναι εύκολη, ποτέ δεν είναι εύκολες οι μεταβάσεις. Η Νίνα παντρεύεται στην Ιταλία τον Κάρλο, έναν φωτογράφο, και αποκτούν μια κόρη, την Άλμπα. Αυτή η σχέση περιγράφεται στην πέμπτη σκηνή του μυθιστορήματος που διαδραματίζεται το 2000 στο Μιλάνο. Όμως στο Μιλάνο εισβάλει, με τη μορφή επιστολών από το παρελθόν που ανακαλύπτονται τυχαία κατά την αναζήτηση ενός συμβολαίου σε ένα ντουλάπι με έγγραφα, ο Λέο. Η εισβολή αυτή ανοίγει το κανάλι της επιθυμίας που είχε προσωρινά μόνο ενταφιαστεί στο παρελθόν: (σσ. 288-289)
Πώς θα ανοίξει ο δρόμος για την «επιστροφή» στο Μπουένος Άιρες; Η αφήγηση δεν φείδεται κόπων και ο Κάρλο παύει να αποτελεί εμπόδιο. Η έκτη σκηνή του μυθιστορήματος, τρία χρόνια αργότερα, το 2003, βρίσκει τη Νίνα στο Μπουένος Άιρες, όπου πηγαίνει λόγω μια σοβαρής ασθένειας του θείου της, του Στάθη. Εκεί αναζητάει τα όσα την συνδέουν με τον Λέο που, όπως είπαμε, έχει εγκαταλείψει την πολιτική και έχει μετατρέψει το σπίτι των παππούδων του σε σχολή ταγκό. Το ταγκό αποτελεί το μαγικό χαλί για να κλείσει το μυθιστόρημα και να πάρει μια νέα τροπή η ζωή της Νίνας.
Όπως παρατηρήσατε από τη δική μου αφήγηση, το Αγαπημένο μου Μπουένος Άιρες λειτουργεί ταυτόχρονα σε πολλά και διαφορετικά πεδία, επιτρέποντας να ακολουθήσει κανείς μια ποικιλία ερμηνευτικών προσεγγίσεων:
- Είναι ένα μυθιστόρημα γυναικών, ακολουθεί τη μητρική parenté, τη μητρική γραμμή συγγένειας: Ισμήνη, Νίνα (και η αδελφή της), Άλμπα. Οι άνδρες αποτελούν αντικείμενα πόθου, στοχασμού, γέφυρες επικοινωνίας, εργαλεία, σημεία αναφοράς, αλλά, κατά κάποιο τρόπο, είναι στο περιθώριο.
- Είναι ένα ρομαντικό αφήγημα, μέσα στην παράδοση των ρομαντικών αφηγημάτων, με θέμα τις ιστορίες αγάπης, τις δυσκολίες τους, το ανεκπλήρωτο. Στο επίπεδο αυτό οι γυναίκες και οι άντρες μπλέκονται ερωτικά.
- Είναι ένα πολιτικό μυθιστόρημα, το οποίο εστιάζει στην Αργεντινή και την πρόσφατη πολιτική της ιστορία, παίρνει θέση, ασκεί κριτική, δείχνει τις πολιτικές προτιμήσεις του.
Πώς όμως συμπλέκονται τα επίπεδα αυτά; Με τις μεταβάσεις, οι οποίες μπορεί να είναι τυχαία γεγονότα, αλλά υπακούουν σε μία τελεολογία: με αυτές χαράζεται ο δρόμος προς το Αγαπημένο μου Μπουένος Άιρες. Στο μυθιστόρημα της Όλγας Προφίλη οι μεταβάσεις γίνονται σχεδόν μαγικά: η δριμύτερη και η πιο μαγικά επιβεβλημένη - σαν να ανέβηκε η μάγισσα στη σκηνή - είναι αυτή που οδηγεί τη Νίνα από τη στενή σχέση και την κοινή ζωή με τον Κάρλο και την κόρη τους σε ένα κενό που καλύπτεται από το ταξίδι και τη γοητεία που ασκεί το Μπουένος Άιρες. Χωρισμοί, θάνατοι, κάθε μορφής απώλειες, χωνεύονται στη μαγεία της πόλης αυτής. Το ερώτημα που τίθεται είναι με ποιον τρόπο να διαβάσουμε αυτές τις μεταβάσεις, αυτά τα περάσματα. Δεν ξέρω αν πρέπει να τις διαβάσουμε ειρωνικά, αυτό προτείνω και αυτό κάνω: προσπαθώ να δω τη δυναμική της επιθυμίας, όπως αυτή διαμορφώνεται σε έναν ονειρικό κόσμο, τον ονειρικό αυτόν κόσμο παρακολουθώ να ξεδιπλώνεται με τα πολλά τραγούδια, των οποίων οι στίχοι εγγράφονται στην αφήγηση, με τα σχέδια δράσης και τις απόπειρες εκτέλεσής τους. Προσπαθώ να ακούσω την ιστορία της Νίνας, ιστορία παράλληλη με αυτή του Στάθη, σαν ένα ακόμα τραγούδι που παίζει σε ένα παλιό γραμμόφωνο και το οποίο μπλέκεται με τα άλλα τραγούδια του μυθιστορήματος: η φωνή του Gardel, η φωνή της Ζαν Μορώ, οι ήχοι του Piazzola, η φωνή του Στάθη, του Αλμπέρτο, της Ισμήνης, της Νίνας, ακούγονται μαζί.
"Είναι ένα πολιτικό μυθιστόρημα, το οποίο εστιάζει στην Αργεντινή και την πρόσφατη πολιτική της ιστορία, παίρνει θέση, ασκεί κριτική, δείχνει τις πολιτικές προτιμήσεις του".
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα:
Η Όλγα Προφίλη γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου έζησε μέχρι τα 18 της.
Σπούδασε Ιταλική Φιλολογία και Γλωσσολογία καθώς και Γεωγλωσσολογία Λατινογενών Γλωσσών στην Γκρενόμπλ και εκπόνησε τη διδακτορική της διατριβή πάνω στο κατωιταλικό ιδίωμα της Απουλίας.
Εργάστηκε στην Γκρενόμπλ και την Οξφόρδη ως ερευνήτρια, και στην Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αρχικά ως μεταφράστρια και, στη συνέχεια, ως υπεύθυνη για την προώθηση και διατήρηση των μειονοτικών γλωσσών και πολιτισμών. Απασχολήθηκε επίσης, στον τομέα ενημέρωσης του γυναικείου κοινού στις χώρες της Ευρώπης και υπήρξε πρόεδρος του Προσωπικού της Επιτροπής.
Το 2005, ένα παραλίγο μοιραίο τροχαίο ατύχημα, άλλαξε ριζικά τον τρόπο που αντιμετωπίζει τη ζωή.
Μιλάει έξι γλώσσες και μοιράζει τον χρόνο της ανάμεσα στις Βρυξέλλες, την Καρδαμύλη και το Μπουένος Άιρες.
Το Αγαπημένο μου Μπουένος Άιρες είναι το πρώτο της μυθιστόρημα.
In Same Category
- Ο Αναγνώστης / Για ένα ποδήλατο / Εύη Γερασίμου-Καλλιγά / Οκτώβριος 2024
- Σκεπτικό βράβευσης White Ravens 2024 (αγγλικά) / Το κοτσύφι
- Διάστιχο / Ελένη Γεωργοστάθη: «Φίλοι δεμένοι με κλωστή» / Κατερίνα Ζαμαρία / 19 Σεπτεμβρίου 2024
- Ο Αναγνώστης / Μικρά κριτικά εικονογραφημένα… με δυο λόγια / Μαρίζα Ντεκάστρο / Σεπτεμβριος 2024
- efsyn.gr / «Μια φωλιά για μένα» της Βαλεντίνας Παπαδημητράκη / Μαρία Μυστακίδου / 3 Μαρτίου 2024