Περι ου / Ο κ. Μπένζαμιν Μπελμάγιερ και η Κιμ / Παυλίνα Παμπούδη / 1 Αυγούστου 2020

Απόσπασμα από το “Παράξενες κι ακόμα πιο παράξενες ιστορίες”

Μια φορά, κάπου στο δυτικό ημισφαίριο, ζούσε ένας βαρύτονος στον οποίο συνέβαινε κάτι παράξενο: στη διάρκεια της μέρας ήταν ο παχουλός κ. Μπένζαμιν Μπελμάγιερ, αλλά κατά τη διάρκεια της νύχτας ήταν η κοκαλιάρα Κιμ Λι, μια μικρούλα εργάτρια σε εργοστάσιο κονσερβοποιίας σαρδελών, κάπου στο ανατολικό ημισφαίριο.

Ο κ. Μπ. Μπ. κάθε νύχτα, μόλις παραδινόταν στον ύπνο στο ζεστό, αναπαυτικό του κρεβάτι με τα καθαρά σεντόνια, έβλεπε το ίδιο παράξενο όνειρο. Ή μάλλον, έβλεπε τη συνέχεια αυτού του παράξενου ονείρου, του οποίου το πρώτο επεισόδιο το είχε δει πριν από χρόνια, τη νύχτα των εικοστών πρώτων γενεθλίων του, που είχε φάει και είχε πιει πολύ και τον βασάνιζε φοβερή δυσπεψία. Εκείνη τη νύχτα, λοιπόν, ονειρεύτηκε πως ξυπνούσε σ’ ένα πολύ σκοτεινό και βρομερό μέρος που μύριζε ψαρόλαδο. Δυο χέρια τον άρπαζαν απ’ τους ώμους και τον έσερναν βίαια έξω, στο φως μιας λάμπας πετρελαίου. «Κορίτσι!» είπε με ελαφρά απέχθεια μια φωνή σε άγνωστη γλώσσα. «Δώσ’ το μου…» απάντησε μια άλλη, πιο συμπαθητική αλλά εξασθενημένη φωνούλα – στην ίδια άγνωστη γλώσσα.

Ο παχουλός κ. Μπ. Μπ., που τώρα ήταν ξαφνικά ένα ασχημάτιστο πλασματάκι δυόμισι κιλά περίπου και τσίριζε ήδη, αλαλιασμένος από το σοκ, ένιωσε ένα φριχτό πόνο – του έκοβαν κάτι μακρύ και γλιτσερό που του κρεμόταν. Τον κρατούσαν ακόμη από τα πόδια ανάποδα, τον έβρεχαν, τον πασπάτευαν. Ένιωθε το στομάχι του χάλια, προσπαθούσε να βγάλει όλα εκείνα τα χθεσινά γλυκά και τη σαμπάνια, αλλά δεν μπορούσε.

 Όταν τον ακούμπησαν επιτέλους κάπου μαλακά και ιδρωμένα, έμεινε εκεί να τσιρίζει και να σαλεύει αδύναμα, σαν το μισοπεθαμένο ποντίκι που είχε δει προχθές –θυμήθηκε– στα υπόγεια της Όπερας.

«Θα την πούμε Κιμ», είπε η πιο συμπαθητική φωνή. «Το όνομα της γιαγιάς της».

 Η πρώτη μέρα της Κιμ πέρασε σαν σε όνειρο.

Το ίδιο και η 7.666η νύχτα του κ. Μπ. Μπ. Το πρωί σηκώθηκε με δυνατό πονοκέφαλο και την αμυδρή αλλά οδυνηρή ανάμνηση κάποιου εφιάλτη. Όταν έκανε ντους, ξυρίστηκε κι ανέβηκε στη ζυγαριά του μπάνιου, ένιωσε πως βρήκε πάλι κάπως τον εαυτό του (ήταν 92 κιλά). Ήπιε καφέ, έφαγε 2-3 γλυκά που είχαν περισσέψει από το χθεσινό πάρτι, ντύθηκε με επιμέλεια κι έφυγε για την πρόβα της χορωδίας.

Η νυχτερινή ζωή του κ. Μπ. Μπ. τα επόμενα 4-5 χρόνια δεν του άφησε καμιά άλλη ιδιαιτέρως έντονη ανάμνηση. Ούτε και στην Κιμ η αντίστοιχη δική της.

Ο κ. Μπ. Μπ. είχε απλώς μια διαρκή αίσθηση ότι δεν κοιμάται αρκετά – πάντως αυτό δεν τον εμπόδιζε να αποδίδει στη δουλειά του. Τώρα, εκτός από τη θέση του στη χορωδία της Όπερας, παρέδιδε και μαθήματα πιάνου, είχε αρχίσει μάλιστα ν’ ασχολείται και με τη σύνθεση τραγουδιών.

Η Κιμ πάλι, ένα ζωηρό κοριτσάκι όλο νεύρο, μεγάλωνε σχεδόν από μόνη της – καθώς η μάνα της, όπως και όλοι οι ενήλικες του χωριού, δούλευαν όλη μέρα στο εργοστάσιο κονσερβοποιίας. Γυρνούσε από τα ξημερώματα μέχρι που σκοτείνιαζε ξυπόλυτη και σχεδόν γυμνή στους χωματόδρομους και στην ακρογιαλιά. Αυτές οι περιπλανήσεις της Κιμ άφηναν στη μάλλον πληκτική αύρα του κ. Μπ. Μπ. μια ιριδίζουσα πνοή νοσταλγικής ανταύγειας κάποιου είδους ελευθερίας, που τον έκανε να γράφει καλύτερα τραγούδια.

 Η διπλή ζωή των δυο τους συνεχίστηκε ομαλά για πολλά χρόνια, με ελάχιστα αξιοσημείωτα συμβάντα.

Ένα απ’ αυτά ήταν ότι μια μέρα η Κιμ γκρεμίστηκε από ένα βράχο κι έσπασε τον δεξιό της αστράγαλο. Η μαμή/θεραπεύτρια που ανέλαβε τη φροντίδα της τα κατάφερε πολύ καλά, η ιστορία τής άφησε μόνο ένα ελαφρό κούτσαμα.

Την ίδια εποχή, ο κ. Μπ. Μπ. άρχισε κι αυτός να κουτσαίνει ανεξήγητα. Ο ορθοπεδικός που επισκέφτηκε διέγνωσε αδυναμία στους συνδέσμους του αριστερού αστράγαλου, του σύστησε να χάσει βάρος και του υπέδειξε ασκήσεις προς ενδυνάμωση.

Κατά τα άλλα, το ότι η Κιμ (η οποία μόλις έκλεισε τα 8 έπιασε, φυσικά, δουλειά στο εργοστάσιο και ξεδιάλεγε σαρδέλες), ως κεφάτο κορίτσι, τραγουδούσε πότε πότε κάτι πρωτάκουστα τραγούδια («Nabucco», «Il barbiere di Siviglia», «La donna è mobile» και τα τοιαύτα) ή το ότι ο κ. Μπ. Μπ. ορισμένες μέρες μύριζε ανυπόφορα ψαρίλα (κάτι που του είχε στοιχίσει δύο αρραβωνιαστικές), δεν είναι μάλλον γεγονότα άξια μνείας.

  Όταν η Κιμ έγινε 16 χρονών, παντρεύτηκε τον Λες –έναν εργάτη από το τμήμα συσκευασίας– και απέκτησε μαζί του ένα γιο. (Ο τοκετός ήταν ο πιο φριχτός εφιάλτης που είχε ζήσει ποτέ ο κ. Μπ. Μπ. στα 37 του χρόνια.)

 Τελικά, τα ξημερώματα μιας Τρίτης, για αδιευκρίνιστους λόγους, προέκυψε κάποιο στιγμιαίο αλλά μοιραίο πρόβλημα συντονισμού μεταξύ ημερήσιας και νυχτερινής ζωής αυτών των δύο ατόμων: ο μεν Μπ. Μπ. (που μόλις έμπαινε στα 65) δεν μπορούσε να κλείσει μάτι λόγω χρεών στην Εφορία, η δε Κιμ (που είχε φτάσει ήδη στα 44) είχε μια απίστευτη υπνηλία και δεν μπορούσε ν’ ανοίξει τα μάτια της λόγω βουντού της πεθεράς της.

Όταν λοιπόν συνέβη το ατύχημα στο εργοστάσιο κονσερβοποιίας, η μεν Κιμ τραυματίστηκε θανάσιμα, ο δε Μπ. Μπ. βίωσε το γεγονός ως ένα σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο.

Στο νοσοκομείο, κατά τη διάρκεια της καταστολής στην οποία τον υπέβαλαν, αποσυνδέθηκε τελείως και από την κανονική αλλά και από τη δευτερεύουσα προσωπικότητά του (μια που η Κιμ είχε μείνει στον τόπο) και, το κυριότερο, στην Εντατική μπόρεσε να κοιμηθεί ολόκληρα εικοσιτετράωρα αμέριμνα.

Όταν αποκαταστάθηκε η υγεία του και γύρισε στο σπίτι, την πρώτη νύχτα που επιτέλους ξάπλωσε στο αναπαυτικό του κρεβάτι ονειρεύτηκε πως ξυπνούσε σε μια ροζ κούνια κι άρχισε να κλαίει γοερά. «Άντε πάλι απ’ την αρχή…» σκέφτηκε την ώρα που κατουριόταν πάλι.

 

Ηθικό δίδαγμα

Πίσω από κάθε μεγάλο άντρα κρύβεται πάντα μια μικρή γυναίκα που, συνήθως, δεν έχει μεγάλη σχέση μαζί του.

Πηγή:

http://www.periou.gr/παραξενες