Διάστιχο / Μια παραμυθένια ιστορία που έγινε βιβλίο / Φωτεινή Στεφανίδη / 12 Ιουνίου 2019
Η ιστορία της δημιουργίας του βιβλίου "Το κροκοδειλάκι που έγινε λιβάδι" μέσα από τα μάτια της εικονογράφου του, Φωτεινής Στεφανίδη!
Χρήστος Μπουλώτης, Το κροκοδειλάκι που έγινε λιβάδι
2003, άνοιξη. Ότι είχε κλέψει το μεγάλο καρπούζι ο κλέφτης. Οι ζωγραφιές σε ξύλο, κυρίαρχα χρώματα το κόκκινο και το βαθύ πράσινο – καρπούζι είναι αυτό. «Είναι ένα κροκοδειλάκι», μου λέει ο Χρήστος Μπουλώτης εκεί που βλέπαμε τις εικόνες του Κλέφτη. «Το καημένο, ανυποψίαστο το σήκωσε ο άνεμος μαζί με μια αγκαλιά νερό». «Και;» του λέω. «Θα το κάνουμε βιβλίο. Τώρα, μόλις τελειώσουμε με τον Κλέφτη, λίγα πραγματάκια να δω ακόμη έχω και σ’ το δίνω».
Ο Κλέφτης έφερε άλλα, μαζί και η ζωή έφερε άλλα. Έτσι είναι τα βιβλία, γυρίζουν κι αλλάζουν με τις αναπνοές και τη ζωή μας. Και πέρασε, πέρασε καιρός. Και βλέπω σε κάνα δυο χρόνια σε ταξίδι εκτός Ελλάδας ένα ξύλινο κροκοδειλάκι, βαμμένο πράσινο βαθύ, με κόκκινο άνοιγμα στο στόμα και λευκά δοντάκια κομμένα με το χέρι. Δυο προκούλες κρατούσαν το σαγόνι και ανοιγόκλεινε. Του το πάω. «Πού το ’χω το γραπτό, θα το βρω, θα το κάνουμε», μου λέει.
Αλλά δώσ’ του και πάμε από γάτο σε γάτο. Ο ένας να ανεβαίνει στη γαζία και παίζει πιάνο, ο άλλος να μεταναστεύει Αμερική, ο τρίτος να βουτάει στον βυθό και να ερωτεύεται ψαρίνα κι ο άλλος να γυρνάει μαζί με τους ρακοσυλλέκτες στα Εξάρχεια. Κι ανάμεσα το μενεξελί αρνάκι, και η κυρία Μίνα με τη συντροφιά της, κι άλλα, κι άλλα. Περνάνε τα χρόνια. Το λησμόνησα σχεδόν ολότελα κι εγώ το κροκοδειλάκι.
Και ξάφνου, στο περιβάλλον του Χρήστου γεννιέται ένα κοριτσάκι. Δωράκι στα χεράκια του το ξύλινο κροκοδειλάκι, εκείνο με το σαγόνι πάνω κάτω, το φερμένο απ’ έξω. Είπαμε, γερνάς όταν σταματάς να παίζεις, αλλά να παίξουνε και τα παιδάκια. Αμέσως, αστραπή, το κείμενο ήρθε στα χέρια μου. 2017, αισίως. Δεκατέσσερα χρόνια. Έπαιξε ρόλο ο ξύλινος, δεν έπαιξε, δεν ρώτησα και δεν θέλω να ρωτήσω.
Φτιάχνω ένα τετραδιάκι 10 επί 15 εκατοστά, με τόσες σελίδες όσες έχουμε συμφωνήσει, και σε αναλογία σχήματος. Το ράβω στη μέση με βελόνα και κλωστή. Μ’ αρέσει οι σκέψεις για οτιδήποτε να αγγίζονται, να μπορείς να τις κρατάς στα χέρια σου. Εκεί σημειώνω τις συνθέσεις, εκεί ονειρεύομαι. Στην πρώτη εικόνα το ίδιο τρακ όπως πάντα. Ανοίγει το κουτί με τις σκόνες, σπάει το πρώτο αυγό στο ποτηράκι. Να λαχταράς και να προχωράς. Κι έπειτα ο άνεμος. Σηκώνει το κροκοδειλάκι, σηκώνει κι εμάς.
Εικόνα πρώτη. «Μα τούτη τη φορά, καθώς περνούσε ο άνεμος Σιμούν απ’ το πλατύ ποτάμι που το λένε Νείλο, σήκωσε, μ’ ένα βαθύ φλουπ, τεράστια μια αγκαλιά νερό, που είχε μέσα της νούφαρα κι ένα κροκοδειλάκι που κολυμπούσε ανέμελο, τρισευτυχισμένο». Ροδαλός ο αέρας, ίδιος με την πρώτη φορά που αντίκρισα και περπάτησα στ’ αλήθεια το Κάιρο. Κι άνεμος, άνεμος, να την η αγκαλιά νερό και δυο πουλιά τρομαγμένα. Στο ένα έλαχε να παίξει ρόλο, έγινε με την πρώτη μέρος της ιστορίας. Το κοριτσάκι σταθερό, στην πατρίδα του μαζί με τις καμήλες και τις φοινικιές.
Εικόνα δεύτερη. «Λα, λα, λα! Αχ, δεν θέλω να φύγω από τον τόπο μου», φωνάζει από ψηλά το κροκοδειλάκι. Και «λα» στα αιγυπτιακά θα πει «όχι»… Οι πυραμίδες, πελώρια γλυκά. Το πουλί, αυτόπτης με συνείδηση, παίρνει την απόφασή του. Το άλλο, στο πρώτο πλάνο, ξέρει. Ξέρει και από ποίηση.
Εικόνα τρίτη. «Τρόμαξαν και οι άνθρωποι της μεγάλης στρογγυλής πλατείας με το που το είδαν». Πλατεία Ομονοίας. Όπως την είχα την εικόνα της σαν ήμουν παιδάκι, που κατεβαίναμε με τον ηλεκτρικό με τον πατέρα (για το ατελιέ του). Πόδια, πόδια να βλέπεις και τίποτε άλλο. Τα υλικά μας: Κροκόδειλος σε απόγνωση, πουλί συμπαραστάτης, νούφαρο. Όλα τ’ άλλα δυσοίωνα. Κυρίως η μάνα που συγκρατεί το παιδί από τη ζωή, από τον κίνδυνο της αγάπης, πάντα να το συγκρατεί.
Εικόνα τέταρτη. «Σίγουρα θα κατέληγε σε κανένα ζωολογικό κήπο – που, εδώ που τα λέμε, δε διαφέρει και πολύ από φυλακή…». Το πλήθος που εξουσιάζει παράλογα. Οι εκφραστές του, τα γάντια. Δυο φώτα δίνουν θάρρος: το φουστάνι με τα κερασάκια, το πουλί. Δεν θ’ αφήσει ο Χρήστος να γίνει κακό.
Εικόνα πέμπτη. «Σαν να το μελετούσαν από καιρό…» από τη μια και η φυγάδευση γίνεται. Από την άλλη η ίδια γυναίκα που συγκρατούσε το παιδί της, παρουσιάζει οξεία περιέργεια. Το παιδί, ωστόσο, πάντα δεσμευμένο, βλέπει και δεν μιλά. Τα δάκρυα στάζουν, τα παπουτσάκια με το λουράκι οδηγούν την αποστολή, το πουλί μπροστάρης, το νούφαρο ποιος ξέρει, μάλλον κάτω απ’ το χαρτί.
Εικόνα έκτη. «Κανένα από τα παιδιά του σχολείου δεν φοβήθηκε το κροκοδειλάκι». Στην πίσω αυλή του σχολείου. Εκεί που γίνονται οι εκμυστηρεύσεις των κοριτσιών και χαράζουν τ’ αγόρια γράμματα στα δέντρα. Λεύκες εδώ. Για να στρώνουν ζεστό χαλί για το κροκοδειλάκι, για να είναι οι κορμοί αέρινοι, για να μπορεί να σταθεί η παράξενη αγάπη και το άλογο χαραγμένα στον τοίχο. Αμέσως φαγητό και η μπάλα που ονειρεύεται τρελά στα χέρια της Μαρίας, να παίξει, να φάει, να χαρεί το κροκοδειλάκι. Το πουλί, αχ! το πουλί βρήκε κι αυτό να φάει, ελίτσα ώριμη από το δέντρο. Μόλις την περασμένη βδομάδα είδα κοτσύφι να τσιμπολογάει και δαφνοκούκουτσο, θα το έχω υπόψη για επόμενη δουλειά. Ελιά έχω δει άλλη φορά να τρώνε τα πουλιά.
Εικόνα έβδομη. «Όταν δεν ονειρευόταν την πατρίδα του, τους δικούς του και το πλατύ ποτάμι που το λένε Νείλο, έβλεπε, λέει, πως γινόταν σιγά σιγά λιβάδι…». Ε, λοιπόν, αυτό το λουλουδάτο χαρτί το είχα. Ένα ολόκληρο ρολό. Για να τυλίγουμε δώρα τάχα το είχε πάρει ο πατέρας. Μόνο δώρα δεν τυλίξαμε. Πάντως ήταν έτσι, απαράλλαχτο. Κι ακόμη μήλα, βαρκούλα, ξυλομπογιές, να το και το νούφαρο… σαν πέφτουν οι τόνοι και η νοσταλγία πλημμυρίζει το κροκοδειλάκι, να έχει κάπου να πιαστεί. Γιατί το πουλί κοιμόταν κι αυτό κάπου κάπου.
Εικόνα όγδοη. Σαν την κυρία Μίνα με την άνοιξη άρχισε το θαύμα. Από τα χεράκια των παιδιών. Εκεί δεν βρίσκεται η ελπίδα; «Μ’ αρέσει που χάρη σ’ εσάς έγινα λιβάδι. Τι τύχη! Χίλια ευχαριστώ που με σώσατε. Όμως, να, πεθύμησα πολύ τον τόπο μου…». Ο κήπος μας στο Νέο Ηράκλειο. Δεν υπήρχε λουλούδι να μην το ’χαμε. Και δεν υπάρχει λουλούδι –της καρδιάς– να μη φυτρώνει ανάμεσα στα πράσινα αγκάθια του κροκοδειλάκου μας.
Εικόνα ένατη. Καταστρώνεται το σχέδιο επιστροφής του ξένου. Δεν άφησα τίποτε από τη σχολική ζωούλα μου που να μη βάλω. Τον πράσινο πίνακα με το ξύλινο πλαίσιο, τα παπούτσια με το λουράκι σε εγρήγορση, το κόκκινο μπαλόνι του 1968, τα καδράκια της αλφαβήτας επάνω από τον πίνακα (υάκινθος, φλόγα, χρυσόμυγα, ψάρι, ώρα. Ύψιλον, Φι, Χι, Ψι, Ωμέγα). Τις καρεκλίτσες από φορμάικα σ’ αυτό το ξεβαμμένο πράσινο. Το τετράδιο ντυμένο την μπλε κόλλα και την ετικέτα που δεν ήταν αυτοκόλλητη, ήθελε βρέξιμο. Και, βέβαια, τη σχεδίαση με σχήμα και μορφή του ταξιδιού. Είπαμε, όλα να πιάνονται, ασχέτως που βρισκόμαστε εκτός τόπου και χρόνου.
Εικόνα δέκατη. «Τα διδυμάκια πέρασαν την τελευταία νύχτα δίπλα του με αγκαλιές, ποιήματα και τραγούδια…». «Αστέρι μου, φεγγάρι μου», τι άλλο… Με το μαντολίνο που ακόμη κρέμεται στην παλιά του θέση στο σπίτι μας. Κι έβγαζε μόνο ανείπωτες μελωδίες από παιδικά χεράκια. Μόνο. Το θάρρος της Μαρίας να τον αγκαλιάσει. Ο πατέρας διακριτικά. Τα αγοράκια από την Αίγυπτο. Καλό κατευόδιο.
Εικόνα ενδέκατη. «Ήρθε ο καλός βοριάς στην πίσω αυλή του σχολείου… Τα παιδιά με μάτια βουρκωμένα…». Σαν ζωγραφίσεις κάτι και το μικρύνεις, καλύτερα να το μικραίνεις φεύγοντας μακριά… Δεν χάνεις ούτε ένα δάκρυ. Ίσα ίσα. Και το κροκοδειλάκι έφυγε.
Εικόνα δωδέκατη. Λείπει πια. Μα πού να ξεχαστεί… Τώρα ήρθε η σειρά των παιδιών για νοσταλγία για εκείνο το μικρό κροκοδειλάκι που μπήκε στη ζωή τους, πεθύμησε να γίνει λιβάδι, και έγινε.
Ο τοίχος της πίσω αυλής, το πέταγμα, η λιμπελλούλα και το πουλί συμπλήρωσαν το βιβλίο με εξώφυλλο, σελίδα αφιέρωσης και βινιέτες. Και; Τελείωσε; Ας στείλουμε τις εικόνες για σκανάρισμα. Ήρθε ο Παναγιώτης, τις πήρε. Φεύγοντας ψάχνει τα κλειδιά του, να είναι έτοιμος για το αυτοκίνητο. Ένα κροκοδειλάκι το μπρελόκ φτιαγμένο με χάντρες. Φωτογραφία από ίντερνετ μιας και δεν το έχω να σας το δείξω – την άλλη κιόλας μέρα έκανε φτερά. Το έχασε ο Παναγιώτης τ’ όμορφο κροκοδειλάκι.
Φάνηκε ωστόσο απ’ αλλού. Σαν βγήκε το βιβλίο, λαβαίνω από την Ιωάννα μια θήκη γυαλιών με το ταχυδρομείο και είχε μέσα αυτό.
Πάω κι εγώ στη θάλασσα εκείνες τις μέρες μια φορά. Ιδού:
Και από τις Αρχάνες της Κρήτης ήρθε αυτό:
Πολύ αργότερα έμαθα –τυχαία;– ότι οι πεταλούδες συλλέγουν τα δάκρυα των κροκόδειλων.
Και μόλις την περασμένη εβδομάδα έλαβα ένα βίντεο από τη φίλη Αργυρώ, να μία εικόνα του.
Μέχρι να φέρει ο Πάνος το DVD, ετοιμάζω κασέ. Ξανά βελόνα και κλωστή, φυσικό μέγεθος αυτή τη φορά, έγχρωμα τυπώματα, ψαλίδι και κόλλα. Από το βιβλιοπωλείο της γειτονιάς όλα τα υλικά. Καινούργιο βιβλίο, Φωτεινή; Ξέρουν πια τα υλικά όταν τα παίρνω μαζεμένα. Σέλερ ματ, ούχου στικ, έγχρωμο κανσόν για τη φόδρα, σκληρό χαρτόνι για το κάλυμμα. Αυτή τη χαρά, να το φτιάχνω στο χέρι πριν καν στηθεί και να το βλέπω πρώτη, δεν μπορεί να την πάρει άλλος.
Όλο τον καιρό τα βλέπαμε με τον Χρήστο εικόνα εικόνα. Μας έβλεπε κι αυτό, ωστόσο. Το κροκοδειλάκι το ίδιο. Στο τραπέζι του καφενείου, όπου τα λέγαμε, κολυμπούσε στα νερά του ξύλου, μόνο τα μάτια του εξείχαν απ’ το νερό. Λεπτές αλλαγές, ελάχιστες παρατηρήσεις, όλες καίριες με τρυφεράδα. Μα όταν έρθει η ώρα του κασέ και το πηγαίνω να το δει, εκεί καταλαβαίνεις τη χαρά, την προσμονή που γίνεται ευλογία.
Αρχίζουν τα μέιλ με το Καλειδοσκόπιο, σύρε κι έλα, αλλαγές, μικροαλλαγές. Περιθώρια, εκλεπτύνσεις, λεπτές μετακινήσεις. Και με τον τρυφερό επιμελητή μας, τον Δημήτρη μας. Περιποίηση, μια λεξούλα, δυο λαθάκια, δυο μικρές αλλαγές, λεξούλες μπρος πίσω, οπτικές διορθώσεις στο κείμενο, στην εικόνα δυο χιλιοστά από εδώ, ένα από εκεί, τα κοιτάμε όλοι μαζί, γίνεται ωραιότερο. Με τα ελάχιστα μα καλοζυγισμένα, όσο μπορέσαμε.
Τυπογραφείο. Η άνοιξη σχεδόν εκπνέει. Όλα ανθισμένα, ολοκληρωμένα. Πρώτο μπάνιο την ίδια μέρα. Στο πεύκο που σκύβει στη θάλασσα, σχηματισμένος στον κορμό του ένας τεράστιος κροκόδειλος, ένα τεράστιο χαμόγελο. Είναι ευχαριστημένος.
Έτοιμο βιβλίο. Πριν από μένα το είδε ο Χρήστος. Τηλεφωνεί. Συγκίνηση σαν να ήταν το πρώτο μας. Κι ας είχαμε κάνει άλλα 25 πριν. Το πιάνουν οι φίλοι μας, η Γεωργία, ο Γιώργος, ο Απόστολος, η Ιωάννα, η Αργυρώ… Έρχονται τα λόγια τα ωραία γραπτά κι επίσημα τα κανακέματα της καρδιάς. Δυο μικρά αποσπάσματα από το πώς το είδαν οι φίλοι μας.
«Άνεμοι, άνεμοι λυτρωτικοί, άνεμοι σωτήριοι, άνεμοι συνομιλούντες. Την ώρα που έγραφα για τον ντελή-βορριά ένας άλλος βοριάς έσωζε ένα μικρό κροκοδειλάκι. Σωτήρας του ο δημιουργός του, ο Χρήστος Μπουλώτης, φίλος καρδιακός του Άγγελου Δεληβορριά. “Αυτά συνέβησαν πριν από ένα μήνα”, λέει ο αφηγητής του παραμυθιού. Συμπτώσεις, συμπτώσεις… Βέβαια, κι εγώ προτάσσω τη λογική, όσο και να ξεγλιστρά το θαύμα μέσα από τις σχισμάδες της. Και μήπως το παραμύθι δεν στηρίζεται στα θαύματα; Δεν αποτελεί το ίδιο παραμυθία που ακουμπά στο πέρα από τη λογική;» Δρ Γεωργία Κακούρου Χρόνη, ηλ. περιοδικό Αρχαιολογία
«Ο νόστος, το νόστιμον ήμαρ του Ομήρου, όσο κι αν στη νέα γη που πήγες υπήρξαν μεγάλες αγκαλιές που έδωσαν πνοή στα όνειρά σου. Δύο αστέρια αναβοσβήνουν πάνω από τον λογοτεχνικό Σιμούν του Χρήστου Μπουλώτη: η δίψα της επιστροφής τού –εκουσίως ή ακουσίως– μετανάστη (ακουσίως και ατυχώς στην περίπτωση του μικρού κροκόδειλου, αφού ένας αέρας σαν αναταραχή φουσκώνει το ποτάμι και τον διώχνει μακριά) και η υποδοχή των παιδιών, όπου κυριαρχεί η αποδοχή και η αλληλεγγύη και απουσιάζει η βαρβαρότητα που βομβαρδίζει την ενήλικη πραγματικότητά (μας). Αυτά τα δυο μαγικά αστέρια του Χ. Μπουλώτη, μαζί με τη γνώριμη τέχνη να εξελίσσει τις ιστορίες του με τρόπο που δεν σου επιτρέπει να μην τις αγαπήσεις, μας χαρίζουν αυτό το βιβλίο…» Απόστολος Πάππος, ηλ. περιοδικό Elniplex
Κάθε που φυσάει δυνατός νοτιάς, κάτι πρασινίζει κρυμμένο σε μια αγκαλιά νερό. Κι ένα λευκό πουλί με μεγάλη μύτη πετάει ολόγυρα. Κάθε που φυσάει βοριάς, ντεληβορριάς, μπαλόνια και χαρταετοί ταξιδεύουν κατά την Αίγυπτο. Αν έχουμε λίγο το βλέμμα ψηλά, θα τα δούμε. Αλλά κι αλλού, εκεί που δεν τον περιμένουμε, θα αφήνει το χαμόγελό του. Και θα τον αγαπάνε πάντα τα παιδιά, χωρίς να τον φοβούνται. Κάπως έτσι γράφτηκε ένας μικρός κροκόδειλος, ζωγραφίστηκε και έγινε λιβάδι και βιβλίο και ζωγραφιά από παιδικά χεράκια – ο προορισμός του.
Σημείωση: Ό,τι βρίσκεται μέσα σε εισαγωγικά είναι λόγια και κείμενα του Χρήστου Μπουλώτη. Η φωτογραφία με τις πεταλούδες καθώς και η εικόνα από το βίντεο και τον χάντρινο κροκόδειλο προέρχονται από το διαδίκτυο. Οι υπόλοιπες φωτογραφίες και συνθέσεις έγιναν από την εικονογράφο του βιβλίου Φωτεινή Στεφανίδη.
Πηγή:
https://diastixo.gr/allestexnes/eikastika/12343-mia-paramythenia-istoria
In Same Category
- Ο Αναγνώστης / Για ένα ποδήλατο / Εύη Γερασίμου-Καλλιγά / Οκτώβριος 2024
- Σκεπτικό βράβευσης White Ravens 2024 (αγγλικά) / Το κοτσύφι
- Διάστιχο / Ελένη Γεωργοστάθη: «Φίλοι δεμένοι με κλωστή» / Κατερίνα Ζαμαρία / 19 Σεπτεμβρίου 2024
- Ο Αναγνώστης / Μικρά κριτικά εικονογραφημένα… με δυο λόγια / Μαρίζα Ντεκάστρο / Σεπτεμβριος 2024
- efsyn.gr / «Μια φωλιά για μένα» της Βαλεντίνας Παπαδημητράκη / Μαρία Μυστακίδου / 3 Μαρτίου 2024