Διάστιχο / Φωτεινή Στεφανίδη: «Τζιέρι μου. 1922» / Ελένη Σαραντίτη / 29 Αυγούστου 2022
Ευφραίνει την όραση το κομψό, ολιγοσέλιδο αυτό βιβλίο. Το περιεχόμενό του δε γλυκαίνει την ψυχή. Ολόκληρο, κείμενο και εικονογράφηση, έργο της Φωτεινής Στεφανίδη – καλλιτέχνιδος για την οποία δεν χρειάζονται εισαγωγές και συστάσεις. Ή λόγοι επαινετικοί. Αφενός διότι το έργο της της εικονογράφησης και σχεδιασμού βιβλίων για παιδιά και ενήλικες αριθμεί εκατό, περίπου, βιβλία, αφετέρου άπαντα είναι προϊόντα υπεύθυνης εργασίας, γνώσης, ταλέντου, εξέλιξης. Κόρη του γνωστού ζωγράφου και εκδότη Γιάννη Στεφανίδη, ολοκλήρωσε σπουδές ζωγραφικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών το 1986, με δασκάλους τον Γιάννη Μόραλη και τον Δημήτρη Μυταρά. Οι ατομικές εκθέσεις της στην Ελλάδα και στο εξωτερικό είναι πολλές, το ίδιο και η συμμετοχή της σε ομαδικές. Οι διακρίσεις της είναι πολλές, επίσης – ελληνικές και διεθνείς· ο αναγνώστης μπορεί να τις αναζητήσει στην ιστοσελίδα της, ενώ θα γνωρίσει και τη συναρπαστική συγγραφική δημιουργία της. Αναφέρω μονάχα το πολυβραβευμένο και πολύ αγαπητό μου Παπούτσια με λουράκι (Καλειδοσκόπιο, 2020).
Αυτές τις μέρες κάνει την –πάντοτε συνεσταλμένη– εμφάνισή της προβάλλοντας έναν τόπο ιερό και ένα πρόσωπο ιερό, επίσης, την Τρίγλια και τη γιαγιά της από την Τρίγλια. Παλιά πρόσφυγας η γιαγιά, κάτοικος της Αθήνας, κάπου στα μέχρι πρότινος ξένα, εντούτοις πονετικά Πατήσια, επισκέπτεται για λίγο καιρό στο Νέο Ηράκλειο τον γιο της και την οικογένειά του την πολυαγαπημένη. Έτος 1980· καλοκαιράκι. Τότε αρκετή από τη λάτρα του σπιτιού γινόταν στον κήπο. Κατάφορτα τα οπωροφόρα, ο παράδεισος –ας πούμε– της γιαγιάς: Έφτιαχνε γλυκά του κουταλιού, νοστίμευε τα φαγητά, κεντούσε κουβέρτες, έβαφε κούκλες από μαλλί, χάιδευε τα ζωντανά, γλυκαινόταν με τα φυτά και συγχρόνως θυμόταν. Αχ, οι μνήμες. Δίκοπο μαχαίρι. Εξοπλισμός! Τις σέρνεις μαζί σου και φωτίζεσαι. Ή σκοτεινιάζει το μέσα σου όλο. Πάντως δεν τις αφήνεις έρμαιο του ανέμου. Φωτεινή το όνομά της. Τι όνομα! Πέρασε στην εγγονή της.
«Άγιος ήταν. Το ξέρει πια όλος ο ντουνιάς. Και το όνομα αυτό το δικό μας, το έβγαζε μόνος του στα κορίτσια που βάφτιζε. Την ξεχώριζε την Αγία Φωτεινή. Η εκκλησιά της Σμύρνης, βλέπεις. Μ’ ένα καμπαναριό ψηλό, σαν φάρος ήτανε, λέγανε. Είχε βαφτίσει πολλά παιδιά στην Τρίγλια, είχε γεννηθεί εκεί. Ποτέ δεν μας ξεχνούσε κι ας έγινε Μητροπολίτης στη Σμύρνη. Ο Χρυσόστομος. Τα μάτια του ήτανε γαλανά ανοιχτά, όπως είναι το νερό... Τα άλλα ας μη σ’ τα πω. Κομμάτια τονε κάνανε ζωντανό. Ο νουνός μου».
Όσο για την κόσμησή του με τις εικόνες τις λεπταίσθητες και εντούτοις δραματικές, υπογραμμίζουν αλλά και ημερεύουν τα πάθη μεγάλης μερίδας του γένους μας.
Μα πώς αλλιώς να μιλήσει οπού είχε καημούς καταχωνιασμένους;
«Μ’ άρεσε το σχολειό, τζιέρι μου, πολύ μ’ άρεσε. Δεν επήγα πέρα από την Τρίτη του Δημοτικού. Πού να προλαβαίνω τ’ αδέρφια μου, έξι τους είχαμε. Δουλειές μαζί με σχολειό, νικήσανε οι δουλειές... Κι ας σταμάτησα το σχολειό, η Τρίγλια μας ήτανε όμορφη, πολύ όμορφη... Με τους Τούρκους τα πηγαίναμε καλά τότες».
Πολύ αργότερα, στο Ουζμπεκιστάν, στην πόλη Σκόμπελεφ, σημερινή Φεργκάνα, τόπος φιλόξενος ανέκαθεν*, η γιαγιά Φωτεινή: «Αντάμωσα τον παππού σου. Δυο ματιές και τέλος. Παντρευτήκαμε. Για να φτάσουμε από το Σκόμπελεφ στην Πόλη κάναμε πολλές εβδομάδες. Κατακαλόκαιρο ξεκινήσαμε, με το κρύο φτάσαμε...»
Γιαγιά και εγγονή. Εξομολογήσεις. Τι θείος δεσμός! Και μαζί βαθιά ανθρώπινος. Ευλογία!
Μιλούσε η γιαγιά, ένα κελαρυστό ποταμάκι ήταν ο λόγος της, που έσερνε στο διάβα του λύπες και αγωνίες, αλλά και χαρές και ανάσες του λαού μας, κάποτε και αγάπες αιωνόβιες, συχνότερα πίστη και σεβασμό.
Στην Πόλη η γιαγιά Φωτεινή κι ο παππούς Δημοσθένης κάθισαν μέχρι την Καταστροφή. Έπειτα όλα δυσκόλεψαν: «Μας ακουμπούσε πια ο πόλεμος...» Το ίδιο και στην Τρίγλια. Κόσμος πολύς εγκατέλειπε με πόνο ψυχής τον ιερό γενέθλιο τόπο. Και αν δεν ήταν ο Καβουνίδης, παλαιός εφοπλιστής, «άνθρωπος στην υπηρεσία του ανθρώπου», γνώστης της σοβαρότητας της κατάστασης, δεν θα είχε σωθεί τόσο πλήθος. «Καπετάνιο» τον ήξεραν στην Τρίγλια και είχε έτοιμα τα πλοία του για τους χειμαζόμενους Έλληνες, μα κι αυτοί δεν χώρεσαν κι έτσι είπε κι έφεραν το πλοίο Βιθυνία, θηρίο πράμα, κι εκεί μπήκαν όλοι. Τέλος, έγινε γνωστό ότι ο ίδιος και μερικοί οπλισμένοι ναύτες του κατέβηκαν με το ρυμουλκό και έλαβαν από τις εκκλησιές τα εικονίσματα, μαζί και δισκοπότηρα και Ευαγγέλια και ό,τι πρόκαναν. Μαζί παρέλαβαν και τις ομορφότερες εικόνες όλου του κόσμου: την Αγία Επίσκεψη και την Παντοβασίλισσα. Ο ίδιος ο καπετάν Καβουνίδης ανέλαβε την ευθύνη και τις έφερε στην πατρίδα, με χαρτιά επίσημα. Η Επίσκεψις είναι φτιαγμένη από πετραδάκια χρωματιστά. Μεγέθους μεγάλου εικόνισμα. Και λαμπύριζε. Μήπως την ξέβγαλε η θάλασσα – έλεγαν. Όσο για την Παντοβασίλισσα, πληροφορούσε η Φωτεινή τη Φωτεινή, ασημοστόλιστη, και με το φως του φεγγαριού καταπάνω της. Και το βλέμμα της, μια τριανταφυλλιά ολάνθιστη.
Το «μικρόν μεν έην δέμας αλλά μαχητής» (Ομήρου Ιλιάδα, 801) βιβλίο της Φωτεινής Στεφανίδη είναι όλα όσα ονειρευόμαστε για την ουσία και την ποιότητα του ανθρώπου. Όσο για την κόσμησή του με τις εικόνες τις λεπταίσθητες και εντούτοις δραματικές, υπογραμμίζουν αλλά και ημερεύουν τα πάθη μεγάλης μερίδας του γένους μας.
*Στο Ουζμπεκιστάν βρήκαν καταφυγή πολλοί Έλληνες μετά τον Εμφύλιο.
Πηγή:
In Same Category
- Ο Αναγνώστης / Για ένα ποδήλατο / Εύη Γερασίμου-Καλλιγά / Οκτώβριος 2024
- Σκεπτικό βράβευσης White Ravens 2024 (αγγλικά) / Το κοτσύφι
- Διάστιχο / Ελένη Γεωργοστάθη: «Φίλοι δεμένοι με κλωστή» / Κατερίνα Ζαμαρία / 19 Σεπτεμβρίου 2024
- Ο Αναγνώστης / Μικρά κριτικά εικονογραφημένα… με δυο λόγια / Μαρίζα Ντεκάστρο / Σεπτεμβριος 2024
- efsyn.gr / «Μια φωλιά για μένα» της Βαλεντίνας Παπαδημητράκη / Μαρία Μυστακίδου / 3 Μαρτίου 2024