ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (ΚΑΠΑ) / Οι ιστορίες της Κυριακής / Λίλα Πατρόκλου / 2 Φεβρουαρίου 2020

Η Κυριακή πάντα  μου γεννούσε αντιφατικά συναισθήματα. Μιάς χαρούμενης προσμονής και ταυτόχρονα, μιάς θλίψης και μιάς ματαίωσης. Γυρίζοντας στα μικράτα μου, προσπαθώ να  καταλάβω γιατί νοιώθω έτσι...

Περίμενα τη μάνα μου να έρθει να με πάρει για βόλτα, τις  Κυριακές, κι’ εκείνη τελικά δεν μπορούσε να έρθει στο ορφανοτροφείο. Δούλευε μακρυά και δεν της έδιναν άδεια.

Εγώ περίμενα. Μετά, κρυβόμουνα πίσω από κάποια πόρτα, για να κλάψω με την ησυχία μου και όλο το παράπονο του κόσμου. Όποτε ερχόταν, ήταν φορτωμένη με τα καθαρά μου ρούχα και κάποια καινούρια, από τα παιδιά της οικογένειας που δούλευε. Μου έφερνε φρούτα και μπισκότα. Δεν τα ήθελα. Εγώ ήθελα να με πάρει από  εκεί. Όχι να με πάει βόλτα και μετά να με γυρίσει στις καλόγριες. Μου ήταν πολύ λίγες οι ώρες κοντά της.

Μεγαλώνοντας, είχα φύγει πιά απ’ τις καλόγριες και πήγαινα σχολείο όπως τα άλλα παιδιά. Περίμενα τις Κυριακές πώς και πώς, ελπίζοντας πάντα σε κάτι πιό χαρούμενο και όμορφο, που τελικά δεν ερχόταν.

Η σχολική σκούρα μπλε ποδιά φρεσκοσιδερωμένη, κρεμασμένη στην καρέκλα, από πάνω ο άσπρος πικέ γιακάς που έπρεπε να ραφτεί στην ποδιά, και δίπλα η τσάντα έτοιμη για την Δευτέρα.

- Είσαι διαβασμένη;

Αυτή η ερώτηση, με συνοδεύει μέχρι σήμερα, εν όψει της Δευτέρας που έρχεται.

Παρ’ όλα  αυτά, υπήρχαν κάποιες « καλές» Κυριακές. Αυτές είχαν γεύση σοκολάτας. Αμυγδάλου. Σαν την άσπρη πάστα  που τρώγαμε, στις « πολύ καλές» Κυριακές με τη νονά μου. Όταν ερχόταν επίσκεψη, μετά το μεσημεριανό φαγητό, βγαίναμε βόλτα οι δυό μας και καταλήγαμε πάντα στο ζαχαροπλαστείο.

Η μυρωδιά και η γεύση αυτής της σοκολάτας, μικρό μέγεθος σήμαινε καλή συμπεριφορά, μεσαίο σήμαινε καλοί βαθμοί , και στη γιορτή μου, η μεγάλη μέσα σε χάρτινη συσκευασία, είναι μάλλον ακόμα το κριτήριό μου στην επιλογή σοκολάτας. Παράξενο δεν είναι;

«Καλές» μου Κυριακές, ήταν και οι δύο της Αποκριάς. Βόλτα στο Ζάππειο κι εγώ ντυμένη Κοκκινοσκουφίτσα, να θέλω οπωσδήποτε να βρώ πίσω από  τούς  θάμνους τον κακό λύκο. Είχα σκεφτεί και τί θα τού κάνω άν τον πετύχω πουθενά...

Φωνές και  ξυλιές ( στα μουλωχτά, γιατί μας βλέπανε ), επειδή  σ’ αυτές τις εξερευνήσεις έχανα πάντα ή το κόκκινο καπελάκι ή τα κόκκινα γάντια της στολής και θα έπρεπε να ξανααγοραστούν για την επόμενε χρονιά.

Άλλες φορές με ντύνανε Αμαλία. Το φέσι στο κεφάλι μου, δέν στεκότανε με τίποτα. Όπως και ο φιόγκος που μου φοράγανε τις άλλες Κυριακές. Ένα σωρό τσιμπιδάκια για να στερεωθεί και μόλις ξυνόμουνα λίγο, αυτό  τσούλαγε  κι έπεφτε στο αφτί μου. Χάλια κατάσταση.

Όλα αυτά όμως μού αρέσανε, γιατί  ήταν διαφορετικά. Είχαν χρώμα, κίνηση, μουσική, αυτή που τώρα  λέμε  λάτιν, και κυρίως θέαμα!

«Καλή» Κυριακή ήταν και όταν πηγαίναμε σινεμά. Πιό μικρή στο Σινεάκ και πιό μεγάλη μαζί με τον θείο μου σε κάποια ταινία του Μασίστα. Του είχε αδυναμία ο θείος. Στο Σινεάκ προτιμούσα Χοντρό – Λιγνό. Δέν μπορούσα τον Σαρλώ. Με παίρνανε τα κλάματα με τα βάσανά του. Αρκετά μεγάλη μπόρεσα να δώ τις ταινίες του  χωρίς να συγκινηθώ βαθιά.

Ευτυχώς , που τις κανονικές  Κυριακές, μού επιτρέπανε να διαβάζω εξωσχολικά βιβλία. Λογοτεχνία δηλαδή. Αυτό μου έσωσε τη ζωή. Βιβλία που μου έφερνε η μάνα μου από εκεί που δούλευε και Κλασσικά  Εικονογραφημένα αγορασμένα από το χαρτζιλίκι μου. Έτσι  εντελώς τυχαία, διάβασα στα 12 χρόνια μου το «Υπόγειο» του Ντοστογιέφσκι. Δεν κατάλαβα τίποτα αλλά μ’ άρεσε.

Η χαρούμενη προσμονή της Κυριακής, μάλλον εκεί ακουμπάει.

Λίλα Πατρόκλου