Εφημερίδα Αυγή / ΠΑΥΛΙΝΑ ΠΑΜΠΟΥΔΗ, Παράξενες κι ακόμα πιο παράξενες ιστορίες / Γιώργος Βέης / Ιούλιος 2020

Η δόκιμη δημιουργός εικονοκλαστικών τοπίων μας ξεναγεί αυτή τη φορά σε μια πινακοθήκη εμφανώς διχασμένων υποκειμένων. Πρόκειται για εκείνα που ξέρουν να βιώνουν το φαντασιακό είναι ως να ήταν το πραγματικό πλαίσιο των σημείων. Κι ο διχασμός αυτός δεν είναι καταστροφικός, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά εμφανώς παραγωγικός. Το πρόσωπο διψάει για δικαίωση μέσα στο όνειρο. Κι αυτό παράγει αμέσως τη συγκινησιακή ορμή προς την επικράτεια των στοχασμών. Οι τριάντα έξι μικρο-αφηγήσεις διαρθρώνουν πρόταση βάθους. Έτσι η αρχή: «μέσα στον πραγματικά ανεστραμμένο κόσμο, αληθινό είναι μια στιγμή του ψεύτικου», όπως την προσδιόρισε ο Γκυ Ντεμπόρ, επαληθεύεται. Το στοίχημα εν ολίγοις κερδίζεται: το κείμενο γνέφει ηδονή. Ο αινιγματικός φέρ’ ειπείν διαχειριστής πολυκατοικίας, ο οποίος έχει μυηθεί στην ταξινόμηση των απροόπτων συμβάντων της ζωής, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να μας θυμίζει πόσο κοντά είμαστε ανά πάσα στιγμή στη δικαιοδοσία του α-λόγου. Μάλιστα, δεν χρειάζεται να θυσιάσει κανένα μέρος του φαντασιακού. Είναι διορατικός με το ήθος του. Ίσως γι΄ αυτό εμμέσως πλην σαφώς δείχνει προς τη μεριά του βουδικού προτάγματος: «να παλεύετε αδιάκοπα˙ όλοι οι σχηματισμοί είναι φθαρτοί». Η πολυκατοικία συνιστά επομένως σύμβολο της κατ’ ανάγκην τάξης. Ενώ η διαχείριση, ως όρος, υπονοεί το ορμέμφυτο της διατήρησης του είδους μας. Η παρόρμηση, η οποία κυριεύει τον διαχειριστή, τον καθιστά βεβαίως όργανό της. Δεν ψεύδεται, επειδή βλέπει ό, τι βλέπει, όπως θέλει ο Σαρλ Πιερ Πεγκύ. Επισημαίνω ότι το ιδιότυπο, άκρως διαβρωτικό χιούμορ δρα αντιστικτικά.

 

Τα στοιχεία της αλληγορίας και της μεταφοράς συναποτελούν, κατά συνέπεια, καίριους δείκτες των παραστάσεων. Γι΄ αυτό τόσο ο Αίσωπος, ο Πολ Όστερ, αλλά και ο Χαρούκι Μουρακάμι παρίστανται νοερώς ως Πατέρες της συγκεκριμένης ειδολογικής προαίρεσης. Το ζωόμορφο λάλον υποκείμενο γνωρίζει βέβαια ότι κατάγεται από τη χώρα του συλλογικού ασύνειδου. Αντιλαμβάνεται κι αυτό ότι όλα έχουν ειπωθεί κι ότι σε εμάς δεν απομένει παρά να τα επαναλαμβάνουμε με παραλλαγές, όπως έχει, ως γνωστόν, διδάξει ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Πολιτογραφείται εν τέλει ως Εμείς.  Τα δε απομνημονεύματα μιας ημίαιμης σκύλας, ονόματι Σίλα, ανακαλούν την καφκική αποδόμηση ορισμένων βασανιστικών ορατών. Ο δε παρένθετος σαδομαζοχισμός τονίζει τον σπαραγμό της ύπαρξης σε βαθμό τραγικό.  Στην προκειμένη περίπτωση η μεταμόρφωση σε ιδιαζόντως νοήμονα σκύλα προεκτείνει τη γραμμή των παραδοξοτήτων. Εξ ου και το πόρισμα: κόσμος είναι για δέσιμο, αλλά παρόλα αυτά αξίζει να τον μυρίσει/γευτεί κανείς. Στο βαθμό μάλιστα που «η πραγματικότητα είναι μια κοινοτοπία από την οποία δραπετεύουμε μέσω της μεταφοράς», όπως διερμηνεύει ο Ουάλας Στήβενς, τον οποίον, μεταξύ άλλων, έχει σπουδάσει η συγγραφέας, τότε η προσφυγή στη μεταφορά είναι στην προκειμένη περίπτωση προσφυγή ουσίας.

Η αλλόκοτη ιστορία του παχύσαρκου βαρύτονου κ. Μπένζαμιν Μπελμάγιερ, ο οποίος απαντά στο δυτικό ημισφαίριο και του alter ego του, ήτοι της  οστέινης κονσερβοποιού σαρδελών Κιμ Λι, που ζει κάπου στο ανατολικό ημισφαίριο, συγκαταλέγεται στις συγκροτημένες επιδείξεις /αποτυπώσεις ύφους της Παυλίνας Παμπούδη, η οποία ανήκει στις πλέον χαρακτηριστικές φωνές της λογοτεχνικής γενιάς του ’70. Ο ερμαφρόδιτος αυτός χαρακτήρας ανάγεται στο είδος της ύπαρξης, την οποία ονειρεύεται ενώ ομιλεί μισομεθυσμένος ο Αριστοφάνης στο πλατωνικό Συμπόσιο.