Ο Αναγνώστης / Με «μισό σύννεφο στην τσέπη» στα ακρογιάλια της Ελλάδας / Ελένη Σβορώνου / Αύγουστος 2024

Είτε είναι κανείς παιδί, από 11 ετών και πάνω, είτε ενήλικας, αξίζει να βάλει στη βαλίτσα των διακοπών και το Μισό σύννεφο στην τσέπη, της Ελένης Γεωργοστάθη. Θα βρει στις σελίδες του πώς να «διαβάζει» το τοπίο γύρω του, ακόμη και το πιο τουριστικό, αλλιώς. Τα μυστικά μονοπάτια, οι σπηλιές, ο βυθός της θάλασσας, οι ελιές με τους κορμούς-γλυπτά, τα σύννεφα, τα ξαφνικά μπουρίνια, οι φυσικοί ήχοι, ακόμη και οι ανθρώπινες φωνές που αντηχούν αλλιώς στην ύπαιθρο, αλλά και οι ίδιοι οι άνθρωποι, όλα και όλοι θα τινάξουν τη σκόνη του υπερτουρισμού που τους έχει σκεπάσει, θέλοντας και μη, και θα αναδυθούν λαμπρά, «όπως παλιά». Ο αναγνώστης ανασηκώνει το βλέμμα του από το βιβλίο και βλέπει γύρω του αυτά που πριν ήταν αόρατα. Αυτά ήταν που αναζητούσε, εκεί ήταν όλα, αλλά δεν είχε μάτια να τα δει.

Η μικρή Άννα, η ηρωίδα που αφηγείται την ιστορία, μαζί με τη μεγάλη αδερφή της, την Έλλη, και τη μητέρα τους, πηγαίνουν στο παραθεριστικό συγκρότημα «Γαλάζιο ακρογιάλι» (όνομα βγαλμένο από παλιές καρτ ποστάλ!) που περιλαμβάνει camping και σπιτάκια προς ενοικίαση. Δεν πάνε όμως για διακοπές. Η μητέρα έχει βρει εκεί δουλειά ως καθαρίστρια. Τύχη βουνό, αφού η οικογένεια είχε βρεθεί κυριολεκτικά στον δρόμο. Η γιαγιά, που πλήρωνε το νοίκι με τη σύνταξή της, πέθανε, τα νοίκια έμειναν απλήρωτα, και η υπομονή της σπιτονοικοκυράς εξαντλήθηκε. Η μονογονεϊκή οικογένεια (ο πατέρας κάπου εξαφανισμένος, χωρίς καμία πειστική ιστορία να εξηγεί τι συνέβη) παίρνει τώρα το σαραβαλάκι της (που ευτυχώς παίρνει ακόμη μπρος) για τη νέα δουλειά που βρήκε η μαμά κάπου στην ελληνική εξοχή.

Εκεί, στο «Γαλάζιο Ακρογιάλι», οι δυο αδερφές θα γνωρίσουν άλλα παιδιά, θα κάνουν φίλους, θα τσακωθούν μαζί τους, η μεγάλη, η Έλλη, θα ερωτευτεί, θα ανεχτούν το πιτσιρίκι της ιδιοκτήτριας του camping λειτουργώντας στην αρχή λίγο ως baby sitters, θα γνωρίσουν ντόπιους, τον ηλικιωμένο κύριο Θεόδωρο που όλο ψάχνει ένα ναυάγιο πειρατικό, θα κινδυνεύσουν λίγο από έναν σκοτεινό τύπο που αρπάζει  παιδιά, θα νιώσουν αμήχανες στη θέα της μαμάς τους που τρέχει πάνω κάτω με τον κουβά και τη σφουγγαρίστρα στο χέρι, αλλά θα μείνουν ενωμένες, βαθιά αλληλέγγυες, ευαίσθητες, δυνατές και εφευρετικές.

Είναι το βλέμμα της Άννας όμως που κάνει τη διαφορά σε αυτό το μυθιστόρημα. Δεν είναι η εξωτερική περιπέτεια. Υπάρχει κι αυτή, καλοστημένη ώστε να κλιμακώνεται το ενδιαφέρον για την εξέλιξη σε πολλά επίπεδα (τι θα γίνει με τον επικίνδυνο άνδρα, με τον έρωτα της Έλλης, με το πειρατικό ναυάγιο, αλλά και  με όλες τις σχέσεις που αναπτύσσουν τα παιδιά), ωστόσο το πιο συναρπαστικό είναι το βλέμμα της Άννας στη ζωή. Είναι εκείνη που ξέρει να βλέπει τις ελιές και να τους δίνει ονόματα, αυτή είναι η «Ραπουνζέλ» κι εκείνη είναι ο «Πύργος των Καταιγίδων» που μπορείς να τον σκαρφαλώσεις και τον κάνεις παρατηρητήριο. Είναι η Άννα που μαθαίνει στα άλλα παιδιά να βλέπουν από τον «Πύργο» τη θάλασσα, τις βάρκες, τ’ άστρα, τα σύννεφα. Κι αυτό που βλέπει η Άννα πασχίζει να το ζωγραφίσει στα λεία βότσαλα που κουβαλά με περισσή αυτοπειθαρχία σε κακοτράχαλο μονοπάτια. Τα έργα της δεν την ικανοποιούν. Το σύννεφο που όλο φεύγει και αλλάζει σχήμα δεν αιχμαλωτίζεται εύκολα. Τελικά το πιο ωραίο της έργο είναι μια πολιτεία που γεννήθηκε στη φαντασία της. Τόσο όμορφη που όλοι νομίζουν πως βλέπουν σε αυτήν τον δικό τους αγαπημένο τόπο.

Κάτι σπάνιο συμβαίνει με την Άννα κι αυτό δεν είναι μόνο η καλλιτεχνική της ευαισθησία. Είναι ο τρόπος που αποδέχεται τις στιγμές της μοναξιάς, της βαρεμάρας, της στέρησης και της λύπης. Δείχνει ανοχή και υπομονή. Γιατί όλα αυτά φουντώνουν την επιθυμία. Την επιθυμία της για ζωή. Να μπει σε μια βάρκα και να δει πώς φαίνεται η Γαλάζια Ακτή από το πέλαγος. Να αποκτήσει μια φίλη. Να γευτεί τη νόστιμη μακαρονάδα της αδερφής της (για να αγοράσει καλαμπόκι από τον πλανόδιο πωλητή που στήνει τη φουφού στην παραλία ούτε λόγος).

Η Άννα αναγνωρίζει, περιγράφει στον εαυτό της και ανέχεται ιδίως το δυσάρεστο συναίσθημα του να είσαι «στην απέξω». Το ξέρει αυτό από τις φίλες της στην Αθήνα που τόσο συχνά την κάνουν πέρα. Το βιώνει και τώρα όταν η αδερφή της κάνει μια νέα φίλη ή όταν ερωτεύεται ένα αγόρι και την παραμελεί. Αναγνωρίζει τη λύπη, τις ενοχές ή και την αμηχανία της όταν βλέπει τη μαμά της με τη σφουγγαρίστρα. Γνωρίζει, επίσης, πού υστερεί, διαρκώς συγκρίνεται με την αδερφή της και άλλα παιδιά και βγαίνει τελευταία. Έχει μια βάση η αυτοκριτική της. Είναι στο νήμα μεταξύ αυτογνωσίας και «έλλειψης αυτοπεποίθησης», που θα έλεγαν οι ψυχολόγοι και οι δάσκαλοι. Αλλά η Άννα ξέρει από πού να κρατηθεί. Αγαπά τη ζωγραφική, τη φύση, τα χρώματα, τα σχήματα, την αδερφή της, τη μαμά της, τη γιαγιά της κι είναι έτοιμη να κατανοήσει και να χωρέσει στο καλοκαίρι της ακόμη και τη Χριστίνα, το αλαζονικό κορίτσι που εκφοβίζει έως και τον αδερφό της, και τους ψηλομύτες γονείς της. Δεν είναι Πολυάννα όμως η Άννα. Και την εκδίκησή της θα την πάρει από τη Χριστίνα, ένα μικρό μαθηματάκι μόνο θα της δώσει, σιωπηλά, διακριτικά, χωρίς θριαμβολογίες. Αλλά έχει την ευαισθησία του καλλιτέχνη που οφείλει να κατανοεί τον κόσμο, αν πρόκειται κάποτε να τον μεταπλάσει σε κάτι που να αποκαλύπτει τη θεϊκή του ουσία. Μέσα από αυτή την ανοιχτοσύνη που έχει η στάση της, η Άννα θα καταφέρει να κάνει και μια πραγματική φίλη, να επηρεαστεί από το θάρρος και το ήθος της και να επιδείξει μια πρωτόγνωρη τόλμη και ευφυία για να βοηθήσει στην υπόθεση με τον επικίνδυνο άνδρα.

Ναι, ο κόσμος είναι συχνά μικρόψυχος, ζηλόφθονος, άνισος και άδικος. Αλλά η Άννα, όχι χωρίς πόνο και κόπο, καταφέρνει να τον μετατρέψει, υπό το φως του ελληνικού καλοκαιριού, σε ένα ενδιαφέρον πεδίο εξερεύνησης και προσωπικής ωρίμανσης και εξέλιξης.

Η συγγραφέας δε βασίζεται στη γρήγορη δράση και τις διαρκείς ανατροπές. Ούτε ανταμείβει τη βασική ηρωίδα της με μια ηχηρή αναγνώριση από τον περίγυρό της. Δεν υπάρχουν υψηλοί τόνοι. Ακόμη και το «κακό» δεν είναι τόσο τρομακτικό. Ο επικίνδυνος άνδρας είναι κάπως διαχειρίσιμος, είναι ανόητος, είναι ο κακός λύκος που μια Κοκκινοσκουφίτσα όπως η Άννα μπορεί και να τσακώσει ή να αποφύγει αν είναι πάντα προσεκτική. Ο εκφοβισμός, το περίφημο bullying, εμφανίζεται στις πιο κοινές διαστάσεις του όπως εκδηλώνεται με την επιθετικότητα ή και την κακομαθησιά των παιδιών. Η ζωή της οικογένειας της Άννας, στα όρια της επιβίωσης, που θα μπορούσε να προσφέρει ευκαιρίες για σπαραξικάρδιες σκηνές ή μαθήματα για τα δικαιώματα των παιδιών, αποδίδεται με θαυμαστή λεπτότητα.

Σε μια εποχή που ο καταιγιστικός ρυθμός της δράσης και οι σούπερ ήρωες έχουν την τιμητική της στη παιδική και νεανική λογοτεχνία, να ένα ωραίο μυθιστόρημα πιο εσωτερικής καύσης που αντιστέκεται στον συρμό. Τα παιδιά δεν αναζητούν στο βιβλίο απαραιτήτως τον ρυθμό της σειράς που παρακολουθούν στις διαδικτυακές πλατφόρμες ή στα βιντεοπαιχνίδια τους. Έχουμε πλούσιο υλικό και παράδοση για να χαράξουμε και άλλους δρόμους. Το ανά χείρας βιβλίο το αποδεικνύει. Το μέτρο που επιβάλλει η ελληνική φύση και το κλίμα (ή ό,τι έχει μείνει από αυτά) αλλά και η ίδια ελληνική γλώσσα (με τα «Γαλάζια Ακρογιάλια της», λέξεις που και μόνο με τον ήχο τους εκπέμπουν γαλήνη και διαφάνεια) προτείνουν μια άλλη ανάγνωση της σύγχρονης ζωής. Όχι για μια νοσταλγική φυγή στο παρελθόν. Αλλά για μια νέα πυξίδα στον σύγχρονο τρόπο ζωής.

Τα σχέδια της Μαριλένας Μελισσηνού και η όπως πάντα προσεγμένη έκδοση των εκδόσεων Καλειδοσκόπιο συμπληρώνουν την αναγνωστική απόλαυση.

Το «Μισό σύννεφο στην τσέπη» θα επιστρέψει από τις διακοπές με λίγη άμμο στις σελίδες και θα πάρει τη θέση του στη βιβλιοθήκη, στο ράφι με τα «αγαπημένα».

Πηγή:

https://www.oanagnostis.gr/me-miso-synnefo-stin-tsepi-sta-akrogialia-tis-elladas-tis-elenis-svoronoy/