Διάστιχο / Φωτεινή Στεφανίδη: «Παπούτσια με λουράκι» / Γεωργία Κακούρου Χρόνη / 29 Μαρτίου 2021
Η Φωτεινή Στεφανίδη είναι ζωγράφος, θα πρέπει ωστόσο να συμπληρώσω ότι ασχολείται και με τη χαρακτική και δεν παύει να πειραματίζεται με χρώματα, που ανακαλύπτει μόνη της από άνθη και φυτά, και με ποικίλα υλικά υποδοχής τους. Είναι εικονογράφος παιδικών κυρίως βιβλίων που έχουν πολύ αγαπηθεί· οι εικόνες της έχουν ταυτιστεί με τα κείμενα μεγάλων «παραμυθάδων» όπως, για να αναφέρω ένα μόνο παράδειγμα, είναι ο πολυπράγμων Χρήστος Μπουλώτης.
Είναι και συγγραφέας. Το βιβλίο Παπούτσια με λουράκι, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο, μπορεί να είναι το πρώτο, αλλά τα δημοσιευμένα κείμενά της είναι πολλά· γραμμένα με ιδιαίτερη ευαισθησία και με εμμονή σ’ εκείνο το πολύ που αναδεικνύεται μέσα από το oλίγο. Αρκεί να ανατρέξει κανείς στις κουβέντες της με τον δημοσιογράφο Γιώργο Κιούση για την υποδοχή εκάστου μήνα του έτους.
Τα Παπούτσια με λουράκι, μια εξαιρετικά καλαίσθητη έκδοση για εφήβους και ενήλικες, συνθέτουν μιαν ενιαία αφήγηση από είκοσι ένα επεισόδια. Τόσα είναι τα ολιγοσέλιδα κείμενα που, με τους οικείους τίτλους, διατηρούν πλήρως την αυτοτέλειά τους, αλλά παράλληλα, όλα μαζί, καταγράφουν τη ζωή ενός κοριτσιού από τα τέσσερα έως τα δεκατέσσερα, που ενηλικιώνεται κατά την περίοδο της δικτατορίας και λίγο μετά. Το βιβλίο εικονογραφείται από τη συγγραφέα του με έργα από το αρχείο της, που κουμπώνουν με τον λόγο και παραπέμπουν σε ένα διαφορετικό είδος πρωτογράμματος.
Είκοσι ένα υφαντά· το καθένα με τα δικά του σχέδια, τα δικά του χρώματα, με διάφορο πάχος και υλικό για το υφάδι του. Όλα τα συνέχει το ίδιο στημόνι, μια γερή ραχοκοκαλιά, που δεν τη φθείρει ο χρόνος και μπορεί ξυπνώντας μνήμες, μυρουδιές, την αφή να κατευθύνει παίζοντας τις πολύχρωμες κλωστές του υφαδιού. Στο στημόνι διακρίνονται οι σταθερές που κινούν τον πολύμορφο και πολύτροπο κόσμο της Φωτεινής Στεφανίδη είτε επιλέγει να «υφάνει» με τη ζωγραφική, τη χαρακτική, τη φωτογραφία ή τον λόγο.
Η μικρασιατική καταγωγή, η Τρίγλια και οι ιστορίες της γιαγιάς. Ο πατέρας και η μάνα με τα ασίγαστα χέρια τους και οι δυο· ο πατέρας με τη ζωγραφική και, πού και πού, με τις χορδές της κλασικής του κιθάρας, η μάνα νοικοκυρεύοντας το σπίτι, τον αυλόγυρο, τα λουλούδια της, και ώρες με τη βελόνα όχι μόνο για να καλύπτει, αλλά και για να ομορφαίνει, την ανάγκη του σπιτιού. Ο πατέρας, γεννημένος στη Ρωσία· στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών μαθητής του Παρθένη· ζωγράφος, εικονογράφος της περίφημης Μυθολογίας που εκδίδει μαζί με τον αδελφό του, λογοτέχνης. Η Φωτεινή μαθήτευσε στα γόνατά του ακολουθώντας όλες τις κλίσεις του. Την αντιστασιακή του δράση θα ακολουθήσει η εξορία. Τα δεινά του, δεινά του έθνους, αποσιωπώνται στο βιβλίο. Διαβάζονται, ωστόσο, στα μεσοδιαστήματα και πίσω από τις λέξεις: Σ’ εκείνη την, παρεμπιπτόντως, πληροφορία πως ο αστυνομικός «περνούσε τακτικά ν’ ανανεώνει εγγράφως την υποχρέωση του πατέρα να παρουσιάζεται στην Ασφάλεια κάθε βδομάδα». Στην τιμωρία που μοιράστηκε η ίδια με τη μάνα, που προσπαθούσε να μιμηθεί ξεκαρδισμένη τον γραφικό της χαρακτήρα για να γραφούν γρήγορα οι εκατό φορές της φράσης: «Δεν θα ξανασυζητήσω με συμμαθητή ή συμμαθήτριά μου θέματα που δεν έχουν σχέση με το σχολείο». Είχε προηγηθεί ανάμεσα σε άλλα παιδικά «πες πες πες και ψου ψου ψου» η ερώτηση «αν πηγαίνει και ο δικός σου μπαμπάς στην Ασφάλεια». Στη φράση «Δώδεκα ακριβώς κύλησε το δάκρυ του πατέρα. Εμείς δεν κλάψαμε», που κλείνει την αγωνία, στις «16 Νοεμβρίου 1973», για την επιστροφή του αδελφού στο σπίτι που καθυστερούσε. Στην πράξη της μάνας, που στην υπόδειξη του αστυνομικού ν’ απαλλάξει το πεζοδρόμιο του σπιτιού από τις παπαρούνες, τις μαργαρίτες, τις αγριομολόχες, τα αγριοκάροτα, τα αγριόπρασα και τ’ άλλα αγριόχορτα και αγριολούλουδα, εκείνη «με κινηματογραφική άνεση, κατέβηκε στο πεζοδρόμιο και πότισε τ’ αγριολούλουδα». Και κυρίως συμπυκνώνεται στη φράση του πατέρα: «Όχι που θα μαυροφορέσουμε το παιδί, μαυροφοράει όλη η Ελλάδα, φτάνει», όταν αντί για την «πολύ σκούρα μπλε, σχεδόν μαύρη» ποδιά, η Φωτεινή εμφανίζεται στο σχολείο με ένα «νερένιο» τιρκουάζ φουστανάκι, με άσπρο, πλεγμένο με το βελονάκι γιακαδάκι και λευκά λουλουδάκια στις σουρωτές του τσεπούλες. Αυτή η στάση των γονιών μαθαίνει και το παιδί να αντιστέκεται. Υπάρχουν τα ανάλογα παραδείγματα στο βιβλίο, με πιο χαρακτηριστικό αυτό που περιγράφεται στο «Μη μου μιλάτε, χτίζω».
Υπάρχουν δημιουργοί που δεν διστάζουν να μας αποκαλύψουν τα μυστικά τους· η σειρά των Εκδόσεων Πατάκη «Η κουζίνα του συγγραφέα» είναι ένα παράδειγμα. Η Φωτεινή Στεφανίδη δεν μας προσκαλεί επίσημα στην «κουζίνα» της, αφήνει όμως πορτοπαράθυρα ανοιχτά και επιτρέπει στο βλέμμα να πλανάται ελεύθερα στις λέξεις και τα χρώματά της, στις απαρχές του κόσμου της που διαμορφώνεται, και τη διαμορφώνει, μέσα στη δεκαετία που βηματίζουν τα «παπούτσια» της.
Το βιβλίο εικονογραφείται από τη συγγραφέα του με έργα από το αρχείο της, που κουμπώνουν με τον λόγο και παραπέμπουν σε ένα διαφορετικό είδος πρωτογράμματος.
Απαραίτητο υλικό τα παπουτσάκια, τις περισσότερες φορές «με το λουράκι και το μικρό δερμάτινο κουμπί», αλλά και πεδιλάκια με αγκράφα που προσπαθεί να την κουμπώσει το σπασμένο χεράκι μες στον γύψο· και σαγιονάρες με μια μαργαρίτα στη μέση για να σκορπίζουν κι αυτές με τη χαρά τους λίγο σκοτάδι· παπούτσια καμωμένα με τα αποτυπώματα που έπαιρνε ο πατέρας από τις πατουσίτσες που ήταν παραδομένες στον πρωινό ύπνο. Πολλές φορές γυαλισμένα από το αθέλητο τρίψιμο στη φλοκάτη κι άλλοτε κάτασπρα βαμμένα με στουπέτσι· πότε να μοσχομυρίζουν χαμομήλι, άλλοτε να πετιούνται φουριόζικα για να τους χαριστεί ένας υπνάκος. Και κείνα τα μαύρα, της οδύνης, με λουράκι και χαμηλό τακούνι, που μαρτυρούν, χωρίς και να μπορούν να το αποτρέψουν, το κακό. Συμπαραστάτες στον πρώτο έρωτα τα σανδάλια από το Μοναστηράκι, που άφησαν πίσω τους εκείνα τα «παπούτσια με λουράκι». Κι ήταν το «γνωστό» μαύρο παπουτσάκι που ξέθαψε το πενηντάρικο και ξεμπρόστιασε το ανέντιμο πρόσωπο του δασκάλου. Παπουτσάκια που έτρεχαν «φτου ξελευτερία» για τη θάλασσα κι άλλα που μ’ όλες τις παρακλήσεις δεν άλλαζαν δρόμο. Από κοντά κι οι άσπρες μπότες του γάτου.
Αλλά σ’ ό,τι αφορά στην «κουζίνα» της, για να επιστρέψουμε σ’ αυτή, τα πιο αποκαλυπτικά είναι τα παπουτσάκια της πρώτης δημοτικού, σκονισμένα, να στέκονται δίπλα σε κιτρινισμένα χόρτα και πετραδάκια· να αντιφεγγίζουν μικροσκοπικά τα είδωλα των άλλων παιδιών και, για να συμπληρώνεται ή για να αλλάζει η σύνθεση, η μικρή Φωτεινή έντεχνα άφηνε το σταμπωτό κοτοπουλάκι να πέσει δίπλα τους ή κάποιο άλλο αντικείμενο που κουβαλούσε μαζί της γι’ αυτόν τον σκοπό. Τον σκοπό της σύνθεσης!
Θυμάμαι στα πέντε μαθήματα τέχνης του Ελεύθερου Πανεπιστημίου που συντόνιζε η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα (Μάιος 2009) με θέμα «Περί ζωγραφικής: Δάσκαλοι και μαθητές μιλούν για τη σχέση τους με την τέχνη», τον Δημήτρη Μυταρά να διατείνεται ότι η σύνθεση αποτελεί το πλέον ανεξερεύνητο, απροσδιόριστο και αδιαπραγμάτευτο στοιχείο του εικαστικού καλλιτέχνη. Είναι το χάρισμα της δημιουργίας –έλεγε– αυτό το στοιχείο στο οποίο αναζητάμε ό,τι προσδιορίζουμε με τον όρο ταλέντο και που καθορίζεται από το DNA του ίδιου του καλλιτέχνη· άπτεται της προσωπικότητάς του και προβάλλει τις εσωτερικές του εικόνες. Η σύνθεση αποτελεί την πεμπτουσία της καλλιτεχνικής δημιουργίας και δεν ερμηνεύεται με τίποτα.
Αυτόν τον ανεξερεύνητο χώρο φωτίζουν τα παπουτσάκια της Φωτεινής Στεφανίδη. Κι αν επιμένει το βλέμμα να παρατηρεί, θα δει ό,τι επισημάνθηκε ήδη: πως είναι τα μεγάλα που αποκαλύπτονται στα μικρά, κι είναι αυτά που κερδίζουν και τη ζωγράφο και τη συγγραφέα. Στις χαρακιές του τραπεζιού φανερώνονται τα άλογα, οι στρατιώτες, οι βάρκες· και ήταν απορίας άξιον πώς ο Γιάννης, έναν μόλις χρόνο μικρότερός της –η Φωτεινή στα πέντε– δεν μπορούσε να δει στο μωσαϊκό του μπάνιου τα παιδιά, τη γάτα, την μπάλα, τον σκύλο και πάνω απ’ όλα εκείνη τη φιγούρα που την κατατρόμαζε.
Στο βάθος των κουζινικών το φόντο· η εποχή. Τόσο κοντινή και τόσο μακρινή από τη δική μας. Δεν είναι μόνο η εξέλιξη της τεχνολογίας, αυτή που έκανε τη μικρή Φωτεινή τότε να περπατάει ένα χιλιόμετρο για να μιλήσει μια φορά την ημέρα και την προκαθορισμένη ώρα στον πατέρα, είναι όλος εκείνος ο φυσικός κόσμος που καταστρέψαμε: οι μυρουδιές του ευκάλυπτου και του χαμομηλιού, τα ξεφωνητά και τα τρελά παιχνίδια, το «μαγείρεμα της σιχασιάς», τα στολίδια του χριστουγεννιάτικου δέντρου και οι ιστορίες τους. Ένας κόσμος έμψυχος από μόνος του, που διανθίζεται με την παρουσία των μεγάλων· καλών και κακών δασκάλων, καλών και κακών γονιών· μιας γιαγιάς που καθαρίζει τις φακές στη λιακάδα· μ’ εκείνα τα πρώτα τρυφερά θωπεύματα που τα λες και ερωτικά, γιατί δεν ξέρεις τι ακριβώς είναι, που αργούν να ανθίσουν και καταλήγουν στην τελευταία σελίδα του βιβλίου στο λευκό, με λεπτά μπλε καρό, μαντίλι του αποχαιρετισμού. Είναι η αλήθεια κυρίως και των λέξεων και των χρωμάτων· ακόμη κι εκείνο το λευκό κυκλάκι που σχημάτισε η πιτσιλιά της χλωρίνης στο μαύρο παπουτσάκι δεν συνιστά μυθοπλασία. Κι η ταυτοποίηση των προσώπων στα οποία αφιερώνεται το βιβλίο («Στον Αχιλλέα, στον Γιάννη»), εύκολη για τον αναγνώστη, σημαίνει επίσης πολλά.
Είναι πάνω απ’ όλα εκείνο το «Κρακ», αυτό που έσπαζε πολλές φορές «στις πιο πικρές ή και γλυκές ώρες, όταν έφτανε κάτι στην ολοκλήρωσή του, και σπάζει ακόμη, όσο πάει και πιο συχνά». Είναι που ακόμη και σήμερα η Φωτεινή Στεφανίδη, όταν δυσκολεύεται, κοιτάζει τα παπούτσια της: «Δεν έχουν λουράκι, η σκόνη πάνω τους δεν φαίνεται και το σκηνικό γύρω τους είναι φτωχό ή ανύπαρκτο».
Η δρ Γεωργία Κακούρου Χρόνη είναι τ. επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης.
Πηγή:
https://diastixo.gr/kritikes/efivika/16022-papoutsia-louraki
In Same Category
- Ο Αναγνώστης / Για ένα ποδήλατο / Εύη Γερασίμου-Καλλιγά / Οκτώβριος 2024
- Σκεπτικό βράβευσης White Ravens 2024 (αγγλικά) / Το κοτσύφι
- Διάστιχο / Ελένη Γεωργοστάθη: «Φίλοι δεμένοι με κλωστή» / Κατερίνα Ζαμαρία / 19 Σεπτεμβρίου 2024
- Ο Αναγνώστης / Μικρά κριτικά εικονογραφημένα… με δυο λόγια / Μαρίζα Ντεκάστρο / Σεπτεμβριος 2024
- efsyn.gr / «Μια φωλιά για μένα» της Βαλεντίνας Παπαδημητράκη / Μαρία Μυστακίδου / 3 Μαρτίου 2024