Δεν ξέρω αν υπάρχει μεγαλύτερη ευλογία στη ζωή από μια «ευτυχισμένη και ηλιόλουστη παιδική ηλικία». Ακίνητη αλλά πάντοτε ζωντανή, εκτός ιστορίας, κρυμμένη από τους άλλους, τροφός της ονειροπόλησης και μηχανισμός του θαύματος, μια τέτοια παιδική ηλικία είναι το πυκνό, ευωδιαστό δίχτυ ασφαλείας που μας εμποδίζει να τσακιστούμε στην ενήλικο βίο.
Δεν την αξιώνονται σήμερα πολλά παιδιά – κι αυτό, νομίζω, είναι μια από τις μεγάλες απώλειες, από τα πιο βαθιά πένθη στη ζωή ενός ανθρώπου. Αλλά, όταν τη διαβάζουμε, έτσι μοναδικά μεταφερμένη από τον Τζέραλντ Ντάρελ, δεν τη φθονούμε, ακόμα κι αν δεν τη γνωρίσαμε. Δανειζόμαστε κάτι από το φως της, μας ζεσταίνει η θέρμη της, μας δροσίζει η αύρα παραδείσου που τη διαπερνά.
Η θέση του Τζέραλντ Ντάρελ ήταν στον Παράδεισο, έγραψε κάποτε ένας κριτικός. Σ’ έναν Παράδεισο ευρεθέντα, απολεσθέντα, ανακτηθέντα, έναν Παράδεισο που τον έζησε, τον ονειρεύτηκε, τον έχασε, τον οραματίστηκε και τον έχτισε με τα ίδια του τα χέρια. Ο Παράδεισος ήταν η δουλειά του, η ζωή του, η καταστροφή και η σωτηρία του. Στον Παράδεισο της Κέρκυρας, όπου η εκκεντρική του οικογένεια (ο Λάρυ –ο μετέπειτα συγγραφέας του «Αλεξανδρινού Κουαρτέτου»–, ο Λέσλι, η Μάργκο, και η μητέρα) έζησε λίγο πριν ξεσπάσει ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, ο δεκάχρονος Τζέραλντ θα ανακαλύψει τη φαντασμαγορία της φύσης, τα πλάσματα που δεν είναι σαν αυτόν αλλά μπορούν να συνδεθούν μ’ αυτόν – κουκουβάγιες και περιστέρια, χελώνες, αράχνες και γαϊδουράκια, κίσσες και νυφίτσες.
Οι εξερευνητικές «αποστολές» του –οργώνει καθημερινά το νησί για να ανακαλύψει έναν ακόμη θησαυρό της τοπικής πανίδας και να τον προσθέσει στη συλλογή του γεμίζοντας το σπίτι με θορυβώδεις και απρόβλεπτους συγκατοίκους– θα είναι η αφετηρία μιας υπέροχης περιπέτειας αφιερωμένης στην προστασία της άγριας ζωής, που θα κορυφωθεί με την ίδρυση το 1959 του Ζωολογικού Πάρκου του Τζέρσεϊ, ενός κέντρου για τη διάσωση των απειλούμενων ειδών. Όμως επειδή ο Τζέραλντ έχει γνωρίσει τον Παράδεισο, βιώνει πιο οδυνηρά την απώλειά του. Ξέρει καλά τι σημαίνει να εξοντώνεις την αθωότητα που δεν είναι σε θέση να αυτοπροστατευτεί: η σκηνή από το τρίτο βιβλίο («Ο κήπος των θεών») της τριλογίας του –όπου μια ντόπια Κερκυραία, η σιόρα Κοντού, θάβει ζωντανά τα ανεπιθύμητα κουταβάκια της κάνοντας τον μικρό Τζέραλντ να «παραλύσει από τη φρίκη»– είναι μια πρώιμη συνειδητοποίηση της αποτρόπαιας αμεριμνησίας με την οποία μπορεί να εξοντώσει ο άνθρωπος ζωές που τις θεωρεί περιττές, ενώ είναι απόλυτα συνδεδεμένες με τη δική του. «Ο κόσμος είναι ντελικάτος και πολύπλοκος σαν ιστός αράχνης», έγραψε κάποτε. «Αν αγγίξεις ένα νήμα του, ρίγη διαχέονται σε όλον τον ιστό. Όμως εμείς δεν τον αγγίζουμε απλώς, του ανοίγουμε μεγάλες τρύπες».
Αυτόν τον ντελικάτο και πολύπλοκο ιστό ανασυστήνει στα βιβλία του ο Τζέραλντ Ντάρελ, θυμίζοντάς μας πως οι άνθρωποι δεν είναι πλήρεις μέσα στη μοναξιά του είδους τους. Ολοκληρωμένη πια η τριλογία του, έξοχα μεταφρασμένη από τη Μαρίνα Δημητρά και τη Δέσποινα Σίμου, είναι μια κεφάτη αποτύπωση της ανεκτικής, ελεύθερης, αντισυμβατικής συμβίωσης μιας βρετανικής οικογένειας στον Παράδεισο της προπολεμικής Κέρκυρας και ταυτόχρονα ένα δοξαστικό στην άγρια ζωή, όπως την παρατηρεί ένα έκθαμβο παιδί, ένα παιδί που «απορρόφησε όλο τον ουρανό» κι έγινε, έστω και για μια στιγμή, πιο πλατύ και πιο βαθύ και από τον ίδιο τον εαυτό του.