Διάστιχο / Συνέντευξη Παυλίνας Παμπούδη / Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης / 19 Ιανουαρίου 2021

Η Παυλίνα Παμπούδη, ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων (γενική γραμματέας για 5 χρόνια) και του Κύκλου Ποιητών, γεννήθηκε κατά λάθος στην Αθήνα – όπου και εξακολουθεί να ζει επίτηδες. Σπούδασε στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο (Ιστορία-Αρχαιολογία) και παρακολούθησε μαθήματα Μαθηματικών (Φυσικομαθηματική Σχολή) και Ζωγραφικής (ΑΣΚΤ Αθηνών, Byam Shaw School of Art Λονδίνου). Εργάστηκε ως καθηγήτρια, copywriter σε διαφημιστικές εταιρείες, μεταφράστρια, αγιογράφος, παρασκευάστρια καλλυντικών, επιμελήτρια κειμένων κ.ά. Έχει γράψει 14 βιβλία ποίησης, 5 πεζογραφίας και πάνω από 40 βιβλία δήθεν για παιδιά. Επίσης, έχει κάνει 22 μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων, 3 ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής, έχει γράψει πολλούς στίχους για τραγούδια και σενάρια για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Σήμερα είναι αρχισυντάκτρια του ηλεκτρονικού περιοδικού Περί ου. Το βιβλίο της Παράξενες κι ακόμα πιο παράξενες ιστορίες, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο, μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.

Ποια είναι τα πρώτα σας διαβάσματα; Ποιοι συγγραφείς σάς επηρέασαν;

Η πρώτη φράση που διάβασα ήταν το «Οδός Ηρακλείτου». Με κεφαλαία. Και τη διάβασα μεγαλόφωνα (φυσικά, με… ερασμιακή προφορά: Ηρακλέιτοϋ). Μετά, εφόσον είχα μάθει πλέον ανάγνωση, ακολούθησαν μερικά τεύχη Μίκυ Μάους και πολλά παλιά τεύχη της Διάπλασης των Παίδων του πατέρα και της θείας μου. Αν ρωτάτε όμως για το πρώτο πραγματικό βιβλίο που διάβασα, αυτό ήταν το Κρήτη παλαίουσα – Δράμα εις πράξεις τρεις, που βρισκόταν στο σπίτι γιατί το είχε γράψει ο προπάππος μου, Αντώνιος Βορεάδης ο Κρης (και είχε χρησιμοποιηθεί και ως Αναγνωστικό επί Κρητικής Πολιτείας!). Ακολούθησε ολόκληρη η σειρά των βιβλίων του Ιουλίου Βερν, εκείνη η αλησμόνητη, κόκκινη, σκληρόδετη σειρά του «Αστέρα» – και η φαντασία μου άρχισε να υφίσταται εντατική καλλιέργεια: πήγαινα πλέον σχολείο, είχα αρχίσει να αναπτύσσω αντισώματα για να αποστασιοποιούμαι, σχεδόν μπορούσα ήδη να επιλέγω από τι θα επηρεαζόμουν. Εννοείται ότι πλέον είχα πάρει φόρα και διάβαζα ό,τι (εξωσχολικό) βιβλίο μού έπεφτε στα χέρια. Αν όμως ρωτάτε από ποιους συγγραφείς επηρεάστηκα στη συνέχεια, είναι πολλοί και θα ήταν αδύνατον ν’ απαριθμήσω εδώ όλους όσοι με επηρέασαν –είτε πολύ είτε λίγο είτε θετικά είτε αρνητικά– συμβάλλοντας με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στη διαμόρφωση της γραφής μου.

Η πρώτη φορά που γράψατε;

Θαρρώ πως ήταν τότε που έγραψα στον τοίχο του χολ ΑΑΑΑΑ και με έδειραν, μη αναγνωρίζοντας το βάθος που έκρυβε το πρωτόλειό μου. Το πρώτο γραπτό μου πάντως που δημοσιοποιήθηκε ευρύτερα ήταν ένα ποίημα για την Κύπρο: το απήγγειλα την ώρα της πρωινής προσευχής, στη Β’ Δημοτικού. Το θυμάμαι, γιατί ήταν ιδιαιτέρως φιλοπόλεμο και αισιόδοξο: Κύπρο μας, θα σε πάρουμε/ μακάρι με λιθάρια/ γιατί είμαστε Ελληνόπουλα/ γενναία παλικάρια! Συνέχισα να γράφω σε όλο το Δημοτικό, πάντα με πατριωτικό πνεύμα, προφανώς επηρεασμένη από τα στιχουργήματα που διάνθιζαν τα σχολικά βιβλία. (Ευτυχώς δεν μου έμεινε ελάττωμα.) Στο δε Γυμνάσιο δεχόμουν και παραγγελιές από τον καθηγητή των Θρησκευτικών, π.χ. «να γράψω ένα ποίημα για τη Βόρειο Ήπειρο…». Κι έγραφα εγώ σε άψογο δεκαπεντασύλλαβο: Ήρθε και φέτο Άνοιξη, μάνα/ γιορτάσι απλώνει/ Μα η Άνοιξη που καρτερώ δεν κίνησεν ακόμα/ και συνοδεία θλιβερή περνούν μπροστά μου οι χρόνοι/ Να σου ’στορήσω τους καημούς/ δεν φτάνει μου το στόμα/ Οι ξενομπάτες με πατούν, μ’ ορίζουν και με κυβερνούν/ Μάνα, για ποιον γεννοβολώ, κι ανθοστολίζομαι για ποιον;/ Όλο σε σένα μάνα μου υγρά τα μάτια μου γυρνούν… κ.λπ. κ.λπ. Το ξεπέρασα κι αυτό το στάδιο με ελάχιστες ζημιές και, στη Γ’ Γυμνασίου πλέον, κατάφερα να εκδώσω το πρώτο μου βιβλίο (σε ελεύθερο στίχο).

Ήταν εύκολο να το εκδώσετε σε αυτή την ηλικία;

Ναι. Το εν λόγω βιβλίο, με τίτλο Ειρηνικά, το οποίο περιείχε ποιήματα σοσιαλιστικού ρεαλισμού και θα είχα προβλήματα ως μαθήτρια του Αρσακείου αν το έπαιρναν είδηση, το εξέδωσα με ψευδώνυμο, δηλ. με το όνομα της γιαγιάς μου, η οποία με είχε πάρει πλέον αρκετά στα σοβαρά. Και είχε και έναν γνωστό τυπογράφο. Και το δεύτερο βγήκε εύκολα, αρκετά χρόνια μετά, όταν φοιτούσα ήδη στη Φιλοσοφική: ήταν η αμοιβή μου για έναν τουριστικό οδηγό που είχα εκπονήσει κατά παραγγελία επιχειρηματία, ο οποίος γνώριζε τον Νίκο Καρύδη, των Εκδόσεων Ίκαρος. Το αναφέρω, γιατί αυτό το βιβλίο, το Σχεδόν χωρίς Προοπτική Δυστυχήματος, το εξέδωσα με το όνομά μου – άρα αυτό πρέπει να θεωρηθεί πρώτο… Πήγε πολύ καλά – αλλά όχι τόσο όσο ο τουριστικός οδηγός, που πούλησε χιλιάδες αντίτυπα! (Μάλιστα, προκάλεσε και –επιτυχείς– ανασκαφές σε σημείο που υποδείκνυα κατηγορηματικά ως θέση του αρχαίου Καλλίου – ενώ, όπως με πληροφόρησαν αργότερα, θέλοντας να μάθουν τι πηγές είχα χρησιμοποιήσει, ακόμα και ο Παυσανίας το τοποθετούσε στην άλλη όχθη του Μόρνου!) Μια στιγμή! Εφόσον ο εν λόγω τουριστικός οδηγός υπήρξε κι αυτός προϊόν περισσότερο ποιητικής έμπνευσης και λιγότερο επιστημονικής έρευνας, κυκλοφόρησε επίσης με το όνομά μου και, επιπλέον, παραμένει μέχρι σήμερα το μπεστ σέλερ μου, μπορώ να τον εντάξω στη βιβλιογραφία μου και να τον θεωρήσω επίσης πρώτο μου βιβλίο. Άρα, έχω εκδώσει τρία πρώτα βιβλία…

Η ποίηση δεν είναι πάντα «του χεριού σου» – γράφεται όποτε αυτή κρίνει κατάλληλη τη στιγμή. Στο πεζό αναλύεις, στην ποίηση συμπυκνώνεις.

Γράφετε ποίηση και πεζό λόγο. Πώς τα συνδυάζετε;

Υποθέτω πως για τον γραφιά είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Όταν έχεις (ή νομίζεις πως έχεις) κάτι να πεις, επιλέγεις (ή σε επιλέγει) το πιο πρόσφορο μέσο. Το πεζό μπορεί να «προγραμματιστεί», να καταστρωθεί και να συντεθεί σχετικά εύκολα, η πεζογραφία είναι πιο προσβάσιμη, και για τον συγγραφέα και για τον αναγνώστη. Η ποίηση δεν είναι πάντα «του χεριού σου» – γράφεται όποτε αυτή κρίνει κατάλληλη τη στιγμή. Στο πεζό αναλύεις, στην ποίηση συμπυκνώνεις.

Πριν από λίγους μήνες κυκλοφόρησε το βιβλίο σας Παράξενες κι ακόμα πιο παράξενες ιστορίες. Ποια ήταν η αφορμή να το γράψετε;

Περνάμε παράξενες μέρες – δεν βρίσκετε; Πώς να μη μου εμπνεύσουν «…κι ακόμα πιο παράξενες ιστορίες»;

Ο τίτλος είναι συμβολικός ή δηλώνει κάτι κυριολεκτικά;

Εγώ τουλάχιστον πιστεύω πως πάντα κυριολεκτώ. Δεν ξέρω αν το γνωρίζετε, αλλά είχα κάνει το ντεμπούτο μου στο πεζό με το βιβλίο 15½ κάπως περίεργα παραμύθια. Λοιπόν, θαρρώ πως είμαι συνεπέστατη: προχωρώ από το «κάπως» στο «ακόμα πιο». Το επόμενο στάδιο –και για μένα αλλά και για τον κόσμο, φαντάζομαι– θα είναι να επινοήσουμε «τελείως εξωφρενικές ιστορίες».

Οι ιστορίες σας είναι παραμύθια ή εναλλαγές ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό;

Πάντα θεωρούσα δυσδιάκριτα και εύκολα διαπερατά τα όρια μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Πιστεύω πως όλοι ενοικούμε σε πολλαπλές πραγματικότητες, είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι (και δεν αναφέρομαι μόνο στα διαφορετικά είδη «πραγματικότητας» που ισχύουν π.χ. για τους πολιτικούς, για τους οικονομολόγους, για τους «ευάλωτους», για τους αναλώσιμους, για τους θεολόγους, για τα παιδιά κ.ά.). Ούτε μόνο στις «πραγματικότητες» που προβάλλονται στον ύπνο μας. Υπάρχουν άπειρες «πραγματικότητες». Οπότε, ο δημιουργός νομιμοποιείται να κλέβει από όσες από αυτές μπορεί «ενσταντανέ», να τα διαπλέκει και να τα ενσωματώνει στο έργο του, για να το πλουτίσει και να το διασκεδάσει. Κάτι τέτοιο πιστεύω πως κάνω κι εγώ.

Στις 36 αυτές ιστορίες θα κάνει ο αναγνώστης τη γνωριμία με ήρωες όπως τον κ. Μπένζαμιν Μπελμάγιερ, τον γερο-Τιμ, την Κοραλία Φατσέα, τον κ. Αδαμάντιο, την κ. Χρυσούλα, τη Χαρά και τόσους άλλους, που μας περιγράφετε την κρυφή ζωή τους. Ενδιαφέρει τον αναγνώστη να μαθαίνει τη ζωή και τα πάθη αγνώστων του;

Ο αναγνώστης είναι γενικά αδιάκριτος τύπος. Όπως εξάλλου και ο συγγραφέας. Και ο ένας και ο άλλος δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον για τα έργα και τις ημέρες άλλων ανθρώπων, αγαπάνε και επιδιώκουν να εισβάλλουν στις ιστορίες τους. Όλοι έχουμε ανάγκη να «ζούμε»ταυτόχρονα και άλλες, πολλές ζωές – δεν μας φτάνει ποτέ η μία και μοναδική δική μας. Βεβαίως, είναι απαραίτητο να τα καταφέρει ο συγγραφέας να μας προσελκύσει στον κόσμο που έχει δημιουργήσει, να μας κρατήσει μέσα του και, αν είναι καλός, να μας κάνει, έστω για λίγο συμμέτοχους, συμπαίκτες ή και συνένοχους.

Πάντα θεωρούσα δυσδιάκριτα και εύκολα διαπερατά τα όρια μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας.

Στην ιστορία σας με τον τίτλο «Ερωτικά γράμματα» γίνεται αναφορά στον «Ιωάννη Ζεμενό, τον σπουδαίο αλλά άγνωστο ποιητή…», τον πλατωνικό και ισόβιο έρωτα μιας κυρίας με προχωρημένο Αλτσχάιμερ. Πώς γίνεται αυτές οι τόσο αληθοφανείς πληροφορίες και αυτά τα φανταστικά γράμματα να κάνουν απολύτως υπαρκτό έναν ανύπαρκτο χαρακτήρα;

Ήταν ένα λογοτεχνικό παιχνίδι: πριν από 3-4 χρόνια, ο Δημήτρης Καλοκύρης, πρόεδρος τότε της Εταιρείας Συγγραφέων, είχε την ιδέα και μας κάλεσε να «υλοποιήσουμε» αυτή την τελείως φανταστική προσωπικότητα. Προικίσαμε λοιπόν τον Ιωάννη Ζεμενό με πλήρες εργοβιογραφικό – ακόμα και φωτογραφίες του βρήκαμε. Μετά, άλλος έγραψε για την πολυτάραχη διαδρομή του, άλλος για την αντιμετώπιση του έργου του από τους κριτικούς της εποχής, άλλος εκπόνησε ολόκληρο δοκίμιο για τις πρώτες εκδόσεις των ποιημάτων του κ.ο.κ. Εγώ σκέφτηκα να γράψω για την ερωτική του ζωή. Και έφερα στο φως την κρυφή αλληλογραφία που διατηρούσε με την αγαπημένη του, από την ηλικία των επτά ετών μέχρι τον θάνατό του (τον θάνατο ή –κατ’ άλλους– τη μυστηριώδη εξαφάνισή του στην έρημο της Σαχάρας)!

Κοιτάζοντας το βιογραφικό σας ένιωσα μια έκπληξη! Έχετε γράψει πάρα πολλά βιβλία. Αλήθεια, πώς τα καταφέρατε;

Κι εγώ νιώθω έκπληξη όταν το διαβάζω. Φαίνεται πως είμαι επίμονος τύπος…

Είσαστε και μεταφράστρια. Τι σας έχει προσφέρει η μετάφραση στα τόσα χρόνια που προσεγγίζετε το έργο ξένων συγγραφέων;

Ευτύχησα να μεταφράζω συγγραφείς που ή μου ταίριαζαν πολύ ή με προκαλούσαν πολύ. (Λιούις Κάρολ, Τσαρλς Ντίκενς, Μαρκ Τουέιν, Τ.Σ. Έλιοτ…). Κανέναν που να μου είναι «αδιάφορος». Οπότε κέρδισα πολλά από τη συναναστροφή τους. Όταν μεταγράφεις στη γλώσσα σου έργο που τρέφεις αισθήματα γι’ αυτό, μπαίνεις οπωσδήποτε στην ψυχή του συγγραφέα. Κατά τη διάρκεια της μετάφρασης νιώθεις ότι σε «στοιχειώνει» – σε καθοδηγεί, σε χρησιμοποιεί για να ξαναζήσει, στην αλλόγλωση εκδοχή του.

Τα τελευταία χρόνια ασχολείστε και με το διαδίκτυο. Μπορείτε να μας αναφέρετε τις δραστηριότητές σας;

Συνεργάζομαι πολλά χρόνια με το Poeticanet, το πρώτο ηλεκτρονικό περιοδικό που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, και από το 2017 έχω και την αρχισυνταξία του ηλεκτρονικού περιοδικού Περί ου. Ήθελα να κάνω ένα περιοδικό όχι αμιγώς ποιητικό ούτε αυστηρά λογοτεχνικό. Να είναι «ποικίλης ύλης» – και κάπως παιγνιώδες. Και νομίζω πως το περί ου ο λόγος Περί ου πάει πολύ καλά!

Τι θα συμβουλεύατε τους νέους συγγραφείς;

Να έχουν στόχο να γίνουν κάποτε οι νέοι κλασικοί συγγραφείς! (Έστω τον επόμενο αιώνα, αν εξακολουθεί να υπάρχει ακόμα ο πλανήτης.) Στο μεταξύ να διαβάζουν και να γράφουν, επίμονοι και αμερόληπτοι.

Πηγή:

https://diastixo.gr/sinentefxeis/ellines/15631-pavlina-pampoudi