Kosvoice / Συνέντευξη (Άννα Κοντολέων) / Λίνα Μουσιώνη / 27 Δεκεμβρίου 2021

1.Αννα, ας ξεκινήσουμε με τα τρία πράγματα που θέλεις να γνωρίζουν οι αναγνώστες σου αλλά δεν γράφονται στο βιογραφικό σου.

Η αλήθεια είναι ότι έχω ασχοληθεί με πολλά και διαφορετικά πράγματα, τα οποία συνήθως παραλείπω από το βιογραφικό μου. Η τυπική φόρμα ενός βιογραφικού δεν καλοβλέπει την πολυπραγμοσύνη.

Έχω κάνει ξυλοπόδαρα σε παραστάσεις θεάτρου δρόμου, έχω δώσει συναυλίες μ’ ένα μεγάλο αρχαίο όργανο, την Ύδραυλη, που λειτουργεί με νερό, έχω δουλέψει για ένα διάστημα στην περιβαλλοντική οργάνωση Μεσόγειος SOS ως υπεύθυνη τύπου και επικοινωνίας. Και, βέβαια, υπήρξα συνιδιοκτήτρια ενός πολυχώρου για παιδιά, του Μικρού Τριανόν, στα Χανιά της Κρήτης όπου ζω τα τελευταία χρόνια. (Ουπς, είπα τέσσερα!)

 

2.Πότε καταλαβαίνεις πως υπάρχει μια ιστορία πρέπει να ειπωθεί; Πώς ξεκινάει ένα συγγραφικό ταξίδι; Ποια είναι η διαδρομή του; Γνωρίζεις από την αρχή το τέλος του ή το διαμορφώνεις στην πορεία;

Μερικές φορές, όταν βλέπω ένα βιβλίο μου τυπωμένο, αναρωτιέμαι ποια ήταν εκείνη η πρώτη στιγμή που γεννήθηκε η ιστορία στο μυαλό μου. Είναι περίεργο, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις δεν μπορώ να θυμηθώ. Υποθέτω ότι πολλές φορές το ταξίδι ξεκινά κάπως ασυνείδητα. Από μια ανάγκη να ειπωθεί κάτι βαθύτερο που με απασχολεί.

Επειδή είμαι άνθρωπος που αγαπά τη δομή και την οργάνωση, γράφω συνήθως με προσχέδιο και αυστηρό άξονα. Μέχρι πρόσφατα δεν μπορούσα να κατανοήσω τους συγγραφείς που έγραφαν χωρίς κανένα προσχέδιο στο μυαλό τους. Έλεγα ότι είμαστε απλά διαφορετικοί, αν και κάπου μέσα μου διατηρούσα μια αρνητική αίσθηση για τον τρόπο γραφής τους.

Στο τελευταίο μου μυθιστόρημα, ωστόσο, λόγω περιορισμένου χρόνου, το να ξεκινήσω να γράφω χωρίς προσχέδιο ήταν μονόδρομος. Και εντέλει με έφερε σ΄ επαφή μ’ ένα νέο τρόπο γραφής που μπορώ να πω ότι είναι πολύ απελευθερωτικός και ιδιαίτερα δημιουργικός. Περνάω καλύτερα γράφοντας γιατί μαζί με τους ήρωες μου ανακαλύπτω ταυτόχρονα κι εγώ η ίδια την ιστορία. Αυτή η μέθοδος προϋποθέτει φυσικά πολύ περισσότερες διορθώσεις και αναπροσαρμογές, ειδικά στα πρώτα κεφάλαια που είναι όλα λίγο ασαφή και ξεκαθαρίζουν στην πορεία, αλλά νομίζω ότι μου άνοιξε ένα νέο συναρπαστικό δρόμο γραφής και σκοπεύω να τον υιοθετήσω. Και φυσικά, για μια ακόμα φορά συνειδητοποίησα ότι δεν πρέπει να βλέπουμε αρνητικά το διαφορετικό. Έχουμε πολλά να διδαχτούμε από αυτό.

 

3.Μίλησέ μας για τους ήρωές σου, Αννα. Βρίσκουμε σε αυτούς στοιχεία που σε χαρακτηρίζουν, ορατά ή υπόγεια; Πώς βρίσκεις τη φωνή τους και πώς είσαι σίγουρη για την αυθεντικότητά τους;

Πιστεύω ότι κομμάτια ενός συγγραφέα, “θραύσματα” του όπως μου αρέσει να λέω, υπάρχουν σ΄ όλους του τους ήρωες, ακόμη και μέσα στο ίδιο βιβλίο. Άλλοτε τα στοιχεία αυτά είναι ορατά, άλλοτε μη αναγνωρίσιμα από τους αναγνώστες που δεν γνωρίζουν το συγγραφέα. Οι δικοί μου άνθρωποι μπορούν κατά πάσα πιθανότητα να τα διακρίνουν.

Όσον αφορά την αυθεντικότητα των ηρώων μου, είναι οπωσδήποτε μέσα στις βασικές μου προθέσεις μου αν και δεν είμαι σίγουρη κατά πόσο την πετυχαίνω. Αυτό που μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι θα βρει κανείς στις ιστορίες μου είναι προσωπική αλήθεια και διαφάνεια. Πιστεύω ότι είμαι “διαφανής” τόσο ως άνθρωπος, όσο και ως συγγραφέας. Αν μιλάς μέσω των ηρώων σου από βαθύτερη ανάγκη και καταθέτοντας την αλήθεια σου είναι αδύνατον, πιστεύω, να μην υπάρχει αυθεντικότητα.

 

4.Τα βιβλία σου δοκιμάζονται με επιτυχία σε θέματα ύφους και τεχνικής. Τι σημαίνει για σένα λογοτεχνικό ύφος και προσωπικό στυλ;

Όπως όλα στη ζωή, έτσι και η συγγραφή είναι για μένα μια ανακάλυψη και μια περιπέτεια. Δεν γράφω έχοντας προαποφασίσει ένα στυλ ή ένα ύφος. Είναι σαν να ετοιμάζεσαι για μια βραδινή έξοδο, μια γιορτή, μια εκδήλωση, μια συνάντηση. Δεν ξέρεις ποτέ τι θα φορέσεις. Ούτε μπορείς να φοράς πάντα το ίδιο ρούχο. Η επιλογή έχει να κάνει με τη συνθήκη, με το πρόσωπο, με τη διάθεση, με τις καιρικές συνθήκες. Υπάρχει μια γκαρνταρόμπα απ’ όπου κάνεις την επιλογή σου, που περιλαμβάνει ρούχα που αγαπάς, που έχεις επιλέξει και που ξέρεις ότι σου ταιριάζουν. Όμως, όπως όλοι ξέρουμε καλά, ακόμα και η γκαρνταρόμπα μας αλλάζει με τα χρόνια, γιατί μερικά ρούχα παλιώνουνε, άλλα τα βαριόμαστε, άλλα δεν μας κάνουν πια, ή δεν ταιριάζουν στο νέο μας ύφος. Και μερικές φορές απλώς γιατί θέλουμε να δοκιμάσουμε κάτι καινούργιο, ή επιζητούμε τον πειραματισμό. Ε, κάπως έτσι συμβαίνει πιστεύω και με τη συγγραφή. Είμαι άνθρωπος ανήσυχος που δεν τα πάει καλά με την επανάληψη και τη συνήθεια.

 

5.Πώς ορίζεις τη σχέση εικονογράφησης και συγγραφής; Με ποιους όρους μπορεί να διαμορφώσει ένα άρτιο αισθητικό αποτέλεσμα; Πόσο επεμβαίνεις, αν επεμβαίνεις, στη διαδικασία; Ας μιλήσουμε για την ευφυή και ευρηματική οπτικοποίηση του Όττο.

Ο διάλογος μεταξύ εικονογράφησης και συγγραφής είναι μια πολύ δημιουργική διαδικασία. Αν και βρίσκω τη ζωγραφική εξαιρετικά γοητευτική ως τέχνη, μου είναι πολύ δύσκολο να ζωγραφίσω το οτιδήποτε, μολονότι πολύ θα το ήθελα. Έτσι αφήνω συνήθως το ελεύθερο στους εικονογράφους να ερμηνεύσουν μέσα από την τέχνη τους το κείμενο μου όπως νομίζουν. Η δική τους αφαιρετική ματιά φωτίζει συχνά το κείμενο με τρόπους που δεν θα είχα ποτέ φανταστεί. Βέβαια, στην περίπτωση ενός αμιγούς picturebook, όπου το κείμενο είναι εξαιρετικά περιορισμένης έκτασης, πιστεύω ότι επιβάλλεται μια διαλεκτική διαδικασία μεταξύ των δύο, εικονογράφου και συγγραφέα.

Στον Όττο η Ντανιέλα Σταματιάδη είχε ένα δύσκολο έργο να αντιμετωπίσει. Έναν ήρωα που δεν έπρεπε να αποτυπωθεί για να μην φανερωθεί η ταυτότητα του παρά μόνο μερικές σελίδες πριν το τέλος. Νομίζω ότι ο τρόπος που προσέγγισε το κείμενο ήταν εξαιρετικός. Όταν κανείς ανακαλύπτει την ταυτότητα του ήρωα γυρνάει πίσω τις σελίδες και τότε βλέπει ότι όλα τα στοιχεία ήταν εκεί. Αλλά στην πρώτη ανάγνωση δεν μπόρεσε να τα συνδέσει ή να τα αποκρυπτογραφήσει. Μάλιστα, στοιχεία για την ταυτότητα του Όττο υπάρχουν ακόμα και στο εξώφυλλο. Είναι σαν τα κομμάτια ενός παζλ που πρέπει να συγκεντρωθούν όλα για να φανεί ολοκληρωμένη η εικόνα.

 

6.Ποια δύναμη κρύβεται στα βιβλία; Ποια είναι, κατά τη γνώμη σου, τα στοιχεία, που πρέπει να διαθέτει ένα βιβλίο που απευθύνεται σε παιδιά; Πιστεύεις πως η ανάγνωση ενός βιβλίου μπορεί να αλλάξει μια ολόκληρη ζωή;

Πιστεύω ότι ένα βιβλίο που απευθύνεται σε παιδιά πρέπει να έχει αλήθεια και να γεννιέται από μία ανάγκη του συγγραφέα να μιλήσει για κάτι που είναι πολύ σημαντικό για εκείνον. Κάτι που να τον αφορά. Ένα προσωπικό του χρέος κατά κάποιον τρόπο. Αν αυτό συμβεί, τότε ναι, ένα βιβλίο μπορεί να έχει μεγάλη δύναμη. Γιατί οι ζωές των ανθρώπων ταυτίζονται, ακολουθούν κοινές πορείες, έχουν κοινά βιώματα. Όταν διαβάζεις ένα βιβλίο που μιλάει με μια προσωπική αλήθεια για κάτι που σε απασχολεί σε μια δεδομένη χρονική στιγμή (και δεν εννοώ αυτοβιογραφικό), μπορεί να βρεις σ’ αυτό παρηγοριά, στήριξη, έμπνευση, λύσεις και να δεις τα πράγματα με άλλη οπτική. Κάτω από εξαιρετικά δύσκολες ή ιδιαίτερες συνθήκες ένα βιβλίο μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή.

Πρόσφατα διάβασα για την περίπτωση ενός εφήβου που βρέθηκε στο δρόμο στα 16 του διωγμένος βάναυσα από το πατρικό του σπίτι. Έλεγε ότι βρήκε τη στήριξη στα βιβλία κάποιων σπουδαίων φιλοσόφων, οι οποίοι έγιναν για εκείνον κάτι παρά πάνω από πνευματικοί πατέρες, έγιναν κατά κάποιον τρόπο πατέρες αληθινοί. Σήμερα ο ίδιος είναι ένας εξαίρετος δάσκαλος φιλοσοφίας. Όταν βρίσκομαι σε μια δύσκολη περίοδο όπου αναζητώ απαντήσεις, το ένστικτο ή η τύχη (δεν έχω ακόμα καταλήξει) με οδηγούν σ’ ένα βιβλίο που με παρηγορεί, με καθησυχάζει και μου δίνει απαντήσεις.

 

7.Πώς λειτουργεί το κίνημα της «πολιτικής ορθότητας» σε σχέση με την παιδική λογοτεχνία; Αποτελεί μια μορφή λογοκρισίας που μπορεί να δεσμεύσει το δημιουργό; Αυξάνει ακόμη περισσότερο τις ευθύνες του απέναντι στο άγουρο αναγνωστικό κοινό; Ποια είναι άποψή σου;

Εάν πολιτική ορθότητα σημαίνει ότι πρέπει να λογοκρίνω τις κακές συμπεριφορές του ήρωά μου τότε με αυτό έχω πρόβλημα. Γιατί το μήνυμα σε μια ιστορία προκύπτει μέσα από τη σύγκρουση των χαρακτήρων, μέσα από τις συνέπειες μια κακής συμπεριφοράς, μέσα από την αίσθηση της αγριότητας ή της ποταπότητάς της. Αν ψαλιδίσουμε τους ήρωες μας, τότε οι ιστορίες μας θα χάσουν την αλήθεια τους και τα κείμενα μας τη δύναμή τους. Ας μην ξεχνάμε ότι συμπάσχοντας με τους λογοτεχνικούς (αλλά και θεατρικούς και κινηματογραφικούς ήρωες) μπορούμε να ταυτιστούμε, να εξιλεωθούμε, να λυτρωθούμε.

Από κει και πέρα, και εφόσον απευθυνόμαστε σε παιδιά που είναι ένα άγουρο αναγνωστικό κοινό (αν και εμπιστεύομαι πολύ το έμφυτο κριτήριο των παιδιών και τις αυθόρμητες αντιδράσεις τους), πρέπει να θυμόμαστε ότι το βιβλίο είναι μια μορφή τέχνης και η τέχνη οφείλει να εξυψώνει τον άνθρωπο και να τον φέρνει σ’ επαφή με την καλύτερη δυνατή εκδοχή του εαυτού του. Ακόμα κι αν λειτουργεί ως καθρέφτης της πραγματικότητας είναι ένας κριτικός καθρέφτης που μας φέρνει αντιμέτωπους με το ποιοι είμαστε, το πως πράττουμε και τις συνέπειες των πράξεων μας. Εάν έχουμε αυτό κατά νου δεν πιστεύω ότι ένα βιβλίο μπορεί να αποτελέσει κίνδυνο για κανένα.

 

8.Η πανδημία του covid 19 δημιούργησε μια ρωγμή στην άμεση επαφή των συγγραφέων με το παιδικό κοινό. Αλήθεια ή μύθος; Πώς ήταν η δική σου εμπειρία; Τι θα κρατήσεις απ΄ την πανδημία ως ενεργός πολίτης, μητέρα, επαγγελματίας, δημιουργός;

Την περίοδο της πανδημίας κάθε ζωντανή και άμεση επαφή με το παιδικό κοινό μπήκε αναγκαστικά στον πάγο. Έγιναν πολλές διαδικτυακές δράσεις, παρουσιάσεις, αφηγήσεις, αλλά παρόλο που η εμπειρία αυτή μας φανέρωσε τις νέες απεριόριστες τεχνολογικές δυνατότητες που μας προσφέρονται, δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ζωντανή επαφή με τα παιδιά αναγνώστες. Είτε πρόκειται για εκδηλώσεις στα βιβλιοπωλεία, είτε για επισκέψεις στα σχολεία.

Θεωρώ ότι η πανδημία ήταν ένα από τα μεγαλύτερα σοκ που έχει υποστεί η ανθρωπότητα στο σύγχρονο κόσμο σε παγκόσμιο επίπεδο. Δεν είμαι σίγουρη ότι το έχουμε συνειδητοποιήσει. Άλλωστε τίποτα δεν έχει τελειώσει και η πανδημία είναι ακόμη σε εξέλιξη. Οι άνθρωποι έχουμε την τάση να ξεπερνάμε ένα πρόβλημα σκεπάζοντάς το. Επιστρέφοντας με ενθουσιασμό στην κανονικότητα μετά από μήνες στέρησης της κοινωνικοποίησης και της δημιουργικότητας μας σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας και φυσικά των τεχνών, δεν είμαι σίγουρη αν επεξεργαστήκαμε το μάθημα που πήραμε απ’ όλ’ αυτά ή αν το κλείσαμε στο πρώτο εύκαιρο μπαουλάκι.

 

Τι μας δίδαξε η πανδημία; Ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο. Όλα είναι εφήμερα, όλα είναι φθαρτά, όλα είναι πιθανά, ακόμα και τα πιο απίθανα. Νομίζω είναι πολύ εξωφρενικό για να το συλλάβουμε πραγματικά. Η πανδημία ήταν μια περίφημη ευκαιρία για μια ουσιαστική επανεκκίνηση. Σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο. Το ψιθυρίσαμε λίγο, αλλά έχω την αίσθηση ότι τελικά το κάναμε στην άκρη ανυπομονώντας να ξαναγυρίσουμε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στις συνήθειές μας. Σ’ αυτό που αποκαλούμε κανονικότητα και ίσως να είναι η ευχή και η κατάρα μας. Δεν τελειώσαμε όμως. Πολύ φοβάμαι ότι μας περιμένουν κι άλλες μεγάλες προκλήσεις σ’ ένα άμεσο μέλλον και την επανεκκίνηση που σήμερα αναβάλλαμε, θα έρθει μια στιγμή που θα αναγκαστούμε θέλοντας και μη να την πράξουμε.

 

9.Έχεις δει το συγγραφικό και μεταφραστικό έργο σου να εκτιμάται και να αναγνωρίζεται με τις βραβεύσεις του. Τι σημαίνει αυτό για σένα; Μεγάλη η χαρά και η τιμή. Υπάρχουν αγωνίες και προβληματισμοί;

Τα βραβεία είναι χαρά, αλλά φέρνουν μαζί τους και ειδικό βάρος για τη συνέχεια. Κι έπειτα, πολλές φορές είναι και αποτέλεσμα συγκυριών, τύχης ή προσωπικής οπτικής. Δεν είναι δυνατόν να είναι ένα το καλύτερο βιβλίο μιας χρονιάς. Εξού και βλέπουμε συχνά σε αντίστοιχα βραβεία οι διαφορετικές επιτροπές να διαφωνούν μεταξύ τους. Αυτό κάτι δείχνει. Τα βραβεία είναι χρήσιμα φυσικά, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αποτελούν και κομμάτι μιας διαδικασίας εμπορικού μάρκετινγκ.

Προσωπικά, προβληματίζομαι πιο πολύ όταν νιώθω ότι η διαδικασία της συγγραφής περνάει περιόδους κάμψης ή παύσης, ή όταν η πίεση των κανόνων της αγοράς δεν αφήνει περιθώρια εκδοτικής απουσίας ή επαναπροσδιορισμού. Όταν δηλαδή η ανάγκη γραφής γίνεται υποχρέωση.

 

10.Ακολουθείς κάποια συγκεκριμένη ρουτίνα συγγραφής; Ποιους εμπιστεύεσαι για να διαβάσουν πρώτοι τα κείμενά σου;

Λόγω συνθηκών γράφω παντού και οπουδήποτε, μέσα και έξω από το σπίτι. Σε καφέ, στο γήπεδο περιμένοντας το γιο μου, στο λεωφορείο, στο πλοίο, σε οποιαδήποτε συνθήκη αναμονής. Όποιος νομίζει ότι ο συγγραφέας είναι κάποιος που γράφει κλεισμένος στο ωραίο του γραφείο σε συνθήκες υψηλού στοχασμού και βαθιάς συγκέντρωσης απατάται οικτρά.

Δυστυχώς, μου λείπει η ύπαρξη ενός editor για να διαβάζει τα κείμενα μου, ενός δηλαδή επαγγελματία αναγνώστη λογοτεχνικών χειρογράφων, κάτι που είναι κοινή πρακτική στο εξωτερικό. Τα κείμενα μου τα διαβάζει ορισμένες φορές ο πατέρας μου, άλλες ο γιος μου, αν και έχει μπει σ’ αυτή την περίοδο της αντίδρασης που φέρνει μαζί της η εφηβεία και δεν είναι πάντα πρόθυμος. Έχει όμως καλές ιδέες και με βοηθάει πολύ με τις παρατηρήσεις του. Με βοήθησε ιδιαίτερα και στο μυθιστόρημα που ολοκληρώνω αυτή την περίοδο, το “Πύλη της άμμου”, η συγγραφή του οποίου χρηματοδοτήθηκε από το πρόγραμμα Ανοιχτά Πανιά του Δήμου Χανίων. Πρόκειται για μια περιπέτεια μυστηρίου που διαδραματίζεται στην πόλη και την ευρύτερη περιοχή των Χανίων με ήρωες μια ομάδα δεκάχρονων φίλων.

 

11.Θα μας αποκαλύψεις τρία «πράγματα» σε σχέση με τα βιβλία που δεν αποχωρίζεσαι ποτέ;

Έχω πάντα ένα βιβλίο στην τσάντα μου γιατί ποτέ δεν ξέρεις πότε θα βρεθεί χρόνος για ανάγνωση. Αν είχα ένα τελευταίο χαρτονόμισμα στο πορτοφόλι μου θα το έδινα χωρίς να το σκεφτώ προκειμένου να αγοράσω ένα βιβλίο που θα ένιωθα ότι μου είναι απαραίτητο σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Έχω σκοπό να χαρίσω μια μέρα τα περισσότερα βιβλία της αρκετά μεγάλης βιβλιοθήκης μου και να κρατήσω μια μόνο στήλη με τα βιβλία εκείνα που δεν μπορώ με τίποτα να αποχωριστώ (δεν έχω βρει ωστόσο ακόμα το σθένος να το πράξω).

 

12.Μια ευχή για τους αναγνώστες σου!

Μέσα στα βιβλία υπάρχουν οι απαντήσεις για όλα τα ζητήματα της ζωής. Εύχομαι όταν αναζητούν μια απάντηση το ένστικτό τους ή η τύχη (είπαμε δεν έχω καταλήξει ακόμα) να τους οδηγεί στο βιβλίο εκείνο που θα τους την αποκαλύψει.

Πηγή:

https://www.kosvoice.gr/anna-kondoleon