Πουά Blogάκι / Μελάκ, μόνος / 18 Ιουνίου 2022

Συγγραφέας: Αργυρώ Πιπίνη

Εικονογράφος: Αχιλλέας Ραζής

Ηλικία: 5+

Εκδόσεις: Καλειδοσκόπιο

H σπουδαία και πολυβραβευμένη Αργυρώ Πιπίνη γράφει ένα παιδικό βιβλίο για ένα θέμα επώδυνα επίκαιρο: την προσφυγιά. Ένα θέμα που έχει ειπωθεί/γραφτεί/τραγουδηθεί/μεταφερθεί στη μικρή και μεγάλη οθόνη πολλάκις. Παρόλα αυτά κατορθώνει να πει την ιστορία του Μελάκ (του Γιώργου, της Ίγια…) με έναν τρόπο φρέσκο, που πετυχαίνει να μας μεταφέρει τον Φόβο, τη σύγχυση, τον πόνο που σκορπά ο πόλεμος. Από παρατηρητές της ιστορίας του Μελάκ, βρισκόμαστε στη θέση του. Και τρέχουμε, κρατώντας το χέρι της μικρής μας αδερφής για να ξεφύγουμε από τη φωτιά. Και φοβόμαστε. Φοβόμαστε.

Η ιστορία:

Ο Μελάκ ξυπνά μια μέρα και τίποτα δεν είναι όπως τα ξέρει. Φωτιά, στάχτες και καταστροφή γύρω του. Οι γονείς του άφαντοι. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να πάρει τη μικρή του αδερφή και να τρέξει. Προς βορράν. Προς την ζωή. Αφήνοντας πίσω τους τον θάνατο.

Φτάνοντας στη θάλασσα, η μόνη τους ευκαιρία να σωθούν είναι η βάρκα. Όλα τα περιττά πρέπει να μείνουν πίσω: Τα πράγματα δεν χωρούν στη βάρκα. Μόνο αυτός και η αδερφή του. Κι αυτό είναι αρκετό για τώρα.

Και όταν έφτασαν στον βορρά, μακριά από τον πόλεμο και τον φόβο, μια γυναίκα τους υποδέχεται μιλώντας τη γλώσσα τους. Και αυτό είναι πολύτιμο για τη στιγμή εκείνη.

Η γυναίκα τους λέει ένα παραμύθι. Μετά το φαγητό και τα ζεστά ρούχα, το παραμύθι είναι η αγκαλιά που αναζητούσαν, ένα σωσίβιο να πιαστούν για να μην τους πνίξει η θλίψη και η απελπισία.

Το παραμύθι μιλά για ένα χωρικό στον οποίο τυχαίνουν διάφορα ― όπως σε όλους τους ανθρώπους. Οι συγχωριανοί του τα χαρακτηρίζουν: «Τύχη, Ατυχία, Συμφορά, Χαρά». Εκείνος, σαν ένας νεότερος στωικός φιλόσοφος, κουνάει απλά το κεφάλι του και λέει: «Συμφορές, ατυχίες, χαρές… όλα μες στη ζωή είναι».

Μια αλήθεια που η αφηγήτρια θέλει να μοιραστεί με εκείνα τα παιδιά που βίωσαν την πιο μεγάλη συμφορά: έχασαν τους γονείς τους, το σπίτι τους, την παιδικότητά τους. «Τα πάντα ρει. Όπως ήρθαν οι κακές μέρες, θα έρθουν και οι καλές. Και πάλι από την αρχή…»

Ο Μελάκ και το κάθε παιδί που έζησε τον πόλεμο, θυμάται πάντα και φοβάται ― έστω κι αν είναι μόνο τα βράδια που τον επισκέπτονται οι εφιάλτες. Αλλά η ζωή προχωρά και αν κάτι αξίζει να κρατάμε είναι την ελπίδα ότι τις κακές μέρες θα ακολουθήσουν οι καλές.

Οι εντυπώσεις:

Πρώτη φορά συναντώ ένα παιδικό βιβλίο στο οποίο εναλλάσσεται η τριτοπρόσωπη με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση.

Περιγράφοντας με τηλεγραφικό τρόπο τα γεγονότα αλλά και τα συναισθήματα του ήρωα, η Πιπίνη πετυχαίνει να μας μεταφέρει πολύ ρεαλιστικά την ατμόσφαιρα του πολέμου, το ένστικτο για επιβίωση που μας επιβάλλει να τρέξουμε προς την ασφάλεια.

«Βαδίζει. Φοβάται. Προς βορράν.

Τρέμει. Φοβάται.

Τρέχει. Φοβάται.

Κλαίει. Φοβάται».

Με κάθε επανάληψη του ρήματος «φοβάται», νιώθω την καρδιά μου να σφίγγεται.

Εναλλαγή σε πρώτο πρόσωπο και ο Μελάκ αρχίζει να αφηγείται την ιστορία του από τη στιγμή που ξυπνά και γύρω του μαίνεται ο πόλεμος.

Αυτό το μοτίβο συνεχίζεται μέχρι το τέλος.

Η μόνη στιγμή που διακόπτεται είναι με τον εγκιβωτισμό του λαϊκού παραμυθιού για τον χωρικό που αντιμετωπίζει με την ίδια ψυχραιμία τα καλά και τα κακά που του συμβαίνουν.

Μια στάση ζωής που είναι ίσως η μόνη που μπορεί να μας βοηθήσει να διαχειριστούμε όσα η ζωή μας φέρνει, χωρίς να επαναπαυόμαστε ότι τα ωραία θα κρατήσουν για πάντα αλλά και ούτε να μελαγχολούμε όταν τα πράγματα είναι δύσκολα, αφού κι εκείνα κάποια στιγμή θα περάσουν.

Η προσφυγιά είναι δυστυχώς πάντα ένα επίκαιρο θέμα. Για εμάς που ζούμε σε μια χώρα που μόλις μια γενιά πριν βίωσε και τη φωτιά και την απώλεια και τον Φόβο, γίνεται ακόμα πιο οικεία. Ειδικά αυτός ο Φόβος, ήταν ένα συναίσθημα που υπήρξε παρόν στο μεγάλωμά μας, παρέα με το «Μην αγγίζεις την αναμμένη σόμπα» και «Μην τρέχεις στον δρόμο, έχει αυτοκίνητα»: φόβος για ένα πόλεμο που μπορεί να ξεσπάσει ανά πάσα στιγμή.

Η ζωή προχωρά, ο χρόνος επουλώνει τις (περισσότερες) πληγές, οι άνθρωποι ξαναβρίσκουν λόγους για να ονειρευτούν ξανά. Μα όταν κοιμούνται, η φωτιά και ο πόνος ξυπνούν στα όνειρά τους. Και φοβούνται. Λίγο.

Για τις πανέμορφες ζωγραφιές του εξαιρετικού Αχιλλέα Ραζή θέλω να γράψω πολλά. Αλλά ξέρω πως θα τα πει πολύ καλύτερα από εμένα ο φίλος μου ο Σπύρος Μιχαήλ. Θα πω μόνο ότι αυτό το υπέροχο μπλε σε όλες του τις αποχρώσεις που κοσμεί (κυριολεκτικά) το εξώφυλλο, είναι η ομορφότερη θάλασσα που θα αποτελέσει τη διέξοδο του Μελάκ στη σωτηρία, στη ζωή. Λάτρεψα και το μέγεθος του βιβλίου (17Χ28) που δεν θυμίζει τα συνηθισμένα μεγέθη παιδικών παραμυθιών, ίσως για να αποστασιοποιηθεί από αυτά. Γιατί δεν είναι παραμύθι ή φανταστική ιστορία, είναι μια ιστορία που μας αφορά όλους, αφού μια στιγμή αρκεί για να είμαστε κι εμείς μόνοι, όπως ο Μελάκ.

Σπύρος Μιχαήλ για Εικονογράφηση:

Ο “Μελάκ μόνος” είναι ένα εικονοβιβλίο και η εικονογράφηση παίζει καθοριστικό ρόλο στον τρόπο πρόσληψης του βιβλίου. Εικόνα και κείμενο βρίσκονται σε ένα πάντρεμα συνεχούς αλληλεπίδρασης. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος που η εικόνα παρεισφρέει μέσα στο κείμενο ενώ ταυτόχρονα το κείμενο γίνεται μέρος της εικόνας. Ιδιαίτερα πρωτότυπο είναι το σχήμα του βιβλίου, μακρόστενο, έτσι που η κάθε σελίδα σχεδόν μετατρέπεται σε κινηματογραφικό καρέ, καθώς παρατηρείς τα ενσταντανέ της.

Οι εικόνες του ζωγράφου Αχιλλέα Ραζή ενισχύουν την ποιητική ατμόσφαιρα του κειμένου της Αργυρούς Πιπίνη, την ανοικτή σε ερμηνείες υπαινικτική και υποβλητική γλώσσα, τη συγκίνηση και τον προβληματισμό του αναγνώστη κάθε ηλικίας. Διαφωτιστική είναι η συνέντευξη του ζωγράφου Ραζή για τη συγκεκριμένη εικονογράφηση, που υπάρχει στη σελίδα του Καλειδοσκόπιου και στο YouTube. Είναι φανερό ότι ο ζωγράφος δεν προσπάθησε να κάνει μια εικονογράφηση ειδικά για παιδιά· μια αυτολογοκρισία και ένας υπερπροστατευτισμός που αδικεί τα ίδια τα παιδιά, σε αυτό το βιβλίο δεν υπάρχει.

Εκείνο που είναι φανερό είναι η προσπάθεια να διατηρηθεί ένα μυστήριο για την ταυτότητα των πρωταγωνιστών, γι’ αυτό και στο εξώφυλλο αντικρύζουμε την πλάτη και όχι το πρόσωπο του Μελάκ. Στην εικονογράφηση τα πρόσωπα αποδίδονται ως κάτι που  είναι μισοκρυμμένο, ασαφές, σ’ ένα ρευστό κόσμο, διαλυμένο. Στην εικονογράφηση φαίνεται η κίνηση, η πορεία από το σκοτάδι στο φως. Όπως το κείμενο που ξεκινά κοφτά, δυσάρεστα και μετά όσο προχωράει τα πράγματα είναι σαν να ανθίζουν, η ίδια ατμόσφαιρα μεταφέρεται και με την εικονογράφηση. Η εικόνα στην οποία τα χρώματα έχουν χαθεί, τα παιδιά να τρέχουν στην πόλη του πολέμου, η σκηνή με τους πρόσφυγες στη βάρκα, είναι σκηνές απαράμιλλης δεξιοτεχνίας και ευαισθησίας. Οι εικόνες αυτές αποτελούν και μια ευκαιρία επαφής του παιδιού αναγνώστη με την εικαστική τέχνη.        

Διακρίσεις:

  • Βραβείο Αναγνώστη 2017 για Παιδικό Βιβλίο με Εικονογράφηση
  • Τιμητική Διάκριση The White Ravens 2017
  • Kρατικό Βραβείο Εικονογραφημένου Παιδικού Βιβλίου 2017

Ερωτήσεις για Αργυρώ Πιπίνη:

1. Τρέμει. Φοβάται.

Τρέχει. Φοβάται.

Κλαίει. Φοβάται. Φοβάται.

Εσείς τι φοβάστε;

Φοβάμαι την αρρώστια, να μην μπορείς να τα βγάλεις πέρα μόνος σου, να μην είσαι αυτάρκης. Φοβάμαι πως θα χάσω αγαπημένα μου πρόσωπα ― γιατί έχασα πολλά. Κι άλλα πράγματα φοβάμαι. Διαφορετικά πράγματα κατά καιρούς. Μικρά και μεγάλα.

2. «Η τύχη και η ατυχία δεν κρατάνε για πάντα». Τι σας κρατάει αισιόδοξη τις μέρες της ατυχίας και τι αποταμιεύετε τις τυχερές μέρες;

Προσπαθώ να κρατιέμαι απ’ τις χαρές, προσπαθώ να μην ξοδεύονται γρήγορα οι συναντήσεις με τους φίλους μου, με τα παιδιά στα σχολεία, οι περίπατοι που κάνω στα ταξίδια μου, οι ξεχωριστές στιγμές που ζω ή έχω ζήσει. Έχω ένα κουτί κι εκεί μέσα κρατάω φυλαγμένες κάποιες σφιχτές αγκαλιές, μια μέρα με χιόνι, ένα τραγούδι κάποιο καλοκαιρινό βράδυ, σημειώματα, φωτογραφίες, ζωγραφιές, φωνές αγαπημένες, μυρωδιές, όνειρα.

3. Η ιστορία του χωρικού παρηγορεί τους ανθρώπους που έφυγαν ξεριζωμένοι. Για εσάς ποια ιστορία αποτελεί καταφύγιο όταν βιώνετε στεναχώριες;

Οι στεναχώριες πολλές ― καμιά φορά μαλώνω τον εαυτό μου γιατί ξεχνάει τις χαρές. Είναι πολλές οι ιστορίες που στάθηκαν χάρτες πορείας για μένα, ιστορίες ζωής φίλων και γονιών φίλων. Συχνά σκέφτομαι τη μαμά μου, την πρώτη μου μαμά ―Κασσιανή την έλεγαν―, και είναι σαν να με τυλίγει μια μαλακιά, ζεστή κουβέρτα, κι αμέσως παίρνω κουράγιο.

4. Όταν ακούνε τη γλώσσα τους στον ξένο τόπο, χαμογελάνε. Ποια στοιχεία συνδέουν εσάς με το σπίτι σας, όποτε είστε μακριά;

Σπίτι μου είναι το μέρος όπου ζουν αγαπημένα μου πρόσωπα. Κι όταν είμαι μακριά τους τα νοσταλγώ ― τη μυρωδιά τους, τη φωνή τους. Σπίτι μου όμως είναι και ο χώρος που ζω. Όταν είμαι μακριά, σκέφτομαι τις γάτες μου, την Ταμίνα και την Πετούνια, την πολυθρόνα όπου διαβάζω, το γραφείο μου και τα βιβλία, την ανάσα όλων των δωματίων και των πραγμάτων.

Πηγή:

https://pouablogaki.wordpress.com/2022/06/18/