ΤΟ ΒΗΜΑ / Βρετανικά εγκλήματα και μυστήρια / Φίλιππος Φιλίππου / 8 Οκτωβρίου 2023

H Ντόροθι Σέγιερς (1893-1957) συγκαταλέγεται στις τέσσερις επιφανέστερες αγγλίδες συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας της «χρυσής εποχής» του είδους μαζί με την Άγκαθα Κρίστι, την Νάιο Μαρς και την Μάρτζερι Άλινγκαμ. Φοίτησε το κολέγιο Σόμερβιλ της Οξφόρδης και ειδικεύτηκε στις Σύγχρονες Γλώσσες και τη Μεσαιωνική Λογοτεχνία. Μετά την αποφοίτησή της προσλήφθηκε σε διαφημιστική εταιρεία του Λονδίνου. Γοητευμένη από την αστυνομική λογοτεχνία, ή αλλιώς λογοτεχνία μυστηρίου, έχοντας την άποψη πως οι ιστορίες του συγκεκριμένου είδους δεν υστερούν σε τίποτα από τις άλλες, εξέδωσε το 1923 το πρώτο της μυθιστόρημα, το WhoseBody? ήτοι το Πτώμα αγνώστων στοιχείων (εκδ. Καλειδοσκόπιο), όπου πρωταγωνιστεί ο τζέντλεμαν ερευνητής Λόρδος Πίτερ Γουίμζι.

       Σε αυτό μεταφερόμαστε στο Λονδίνο, λίγο μετά τη λήξη του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, όπου ο αρχιτέκτονας Άλφρεντ Θιπς βρίσκει στο μπάνιο του σπιτιού του έναν δολοφονημένο γυμνό άνδρα. Ο νεκρός είναι άγνωστος και τα χρυσά ματογυάλια που φοράει αποτελούν το μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο για την ταυτότητά του. Τότε καλείται ο Λορδος Πίτερ να εξιχνιάσει το έγκλημα, ταυτόχρονα με τον επιθεωρητή Σαγκ και την αστυνομική του ομάδα. Μετά εξαφανίζεται ο Εβραίος χρηματιστής Ρούμπεν Λίβι και οι δύο άνδρες εργάζονται ξεχωριστά για την διαλεύκανση της εξαφάνισης. Ωστόσο, ο νεκρός και ο εξαφανισμένος μοιάζουν, οπότε αναρωτιούνται τι παιχνίδι μπορεί να παίζει ο δολοφόνος.

       Η πλοκή περιστρέφεται γύρω από τον κεντρικό ήρωα, τον Λόρδο Πίτερ –ένα είδος Ηρακλή Πουαρό και Σέρλοκ Χολμς–,  ο οποίος δεν είναι μόνο ένας αριστοκράτης του παλιού καιρού που έχει υπηρέτη και κρατάει μπαστούνι, αλλά έχει κι ένα δωμάτιο-βιβλιοθήκη με σπάνιες εκδόσεις. Πασίγνωστος στο Λονδίνο –έχει πιάνο και κάθεται να παίξει κλασικές μελωδίες–, γίνεται αντικείμενο γελοιοποίησης από τις εφημερίδες του Εργατικού Κόμματος που τον παρουσιάζουν με γελοιογραφικό τρόπο. Βασικό ρόλο στην πλοκή παίζει επίσης ο χρηματιστής Λίβι που παντρεύτηκε μια κοπέλα της καλής κοινωνίας, την οποία οι δικοί ήθελαν να την παντρέψουν με κάποιο νεαρό, αλλά εκείνη προτίμησε τον Εβραίο, προκαλώντας μικρό σκάνδαλο. Αυτός ο γάμος δίνει την ευκαιρία στη συγγραφέα να μιλήσει για το πώς αντιμετώπιζαν τότε οι Λονδρέζοι τους Εβραίους. Κάποια στιγμή, η μητέρα του Λόρδου, η Δούκισσα, λέει: «Και είμαι σίγουρη ότι κάποιοι Εβραίοι είναι πολύ καλοί άνθρωποι […] αν και φυσικά πρέπει να είναι πολύ άβολο να μη δουλεύεις τα Σάββατα και να κάνεις περιτομή στα καημένα τα μωρά [..] και να μην μπορούν φάνε μπέικον για πρωινό».

     Γραμμένο με λεπτό χιούμορ, με διακειμενικές αναφορές ή υπαινιγμούς σε λογοτεχνικά και άλλα κείμενα, με λατινικές και γαλλικές φράσεις στο πρωτότυπο, λ.χ. του Δάντη και του Στίβενσον, ώστε να αποδοθεί ο ελιτισμός της βρετανικής αριστοκρατίας, το παρόν μυθιστόρημα είναι και μια περιγραφή της λονδρέζικης κοινωνίας –μαθαίνουμε πως οι Times είχαν λογοτεχνικό ένθετο– με τους χρηματιστές να στήνουν παγίδες στους παίχτες του χρηματιστηρίου με δήθεν περουβιανά πετρέλαια, με τους Βρετανούς να φοβούνται τους Γερμανούς, ακόμα και μετά την ήττα τους στον Μεγάλο Πόλεμο, δηλαδή τον Α΄ Παγκόσμιο. Στο Λονδίνο τότε –διαβάζουμε– έφθαναν φυγάδες από τη Ρωσία, την οποία κυβερνούσαν οι μπολσεβίκοι, που μιλούσαν για πείνα και φρικαλεότητες. Σε κάθε περίπτωση, η Ντόροθι Σέγιερς γράφει με ευδιαθεσία και κέφι για βρετανικά και άλλα μυστήρια.

Πηγή:

ΤΟ ΒΗΜΑ