Διάστιχο / Χριστίνα Φραγκεσκάκη: «Το ποδήλατό του» /  Ελένη Σαραντίτη / 23 Ιουλίου 2024

Στη μακρινή χώρα του, ο Χασμ αγαπούσε οτιδήποτε τον τριγύριζε και απολάμβανε κάθε τι που του έδινε χαρά ή αγαλλίαση. Δεν αποχωριζόταν την μπάλα του, χαιρόταν το ποδόσφαιρο με τους φίλους του και το παγωτό φράουλα-σοκολάτα ήταν η αδυναμία του. Επίσης, τα κινούμενα σχέδια· του άρεσαν και αυτά. Μα πάνω απ’ όλα αγαπούσε τα ποδήλατα.

Στις αργίες, κάθε πρωί, μα και στις καθημερινές, περνά από το ποδηλατάδικο του πατέρα του – Μοχάμεντ το όνομά του. Κοιτάζει με λαχτάρα τα καινούργια οχήματα, τα χαϊδεύει, τα μετρά, ανεβαίνει πάνω τους, αγγίζει με τα πόδια του τα πεντάλ. Συχνά κάθεται με τις ώρες στο μαγαζί και παρακολουθεί τον πατέρα του, που επιδιορθώνει τα ποδήλατα που έρχονται επί τούτου απ’ όλες τις γειτονιές της πόλης τους, της Χάφερ με τ’ όνομα. Σκύβει ο πατέρας πάνω από τα ποδήλατα με στοργή, τα ψαύει, τα διορθώνει, σαν να ’ναι ζωντανά.

«Όταν μεγαλώσω, θα γίνω κι εγώ ποδηλατάς», σκέπτεται και λέει συχνά-πυκνά, ενώ παρακολουθεί με θαυμασμό τους αναβάτες που ξανοίγονται στον δρόμο με φτερούγες σαν μυθικά πουλιά.

«Μεγάλωσε λίγο ακόμα, Χασμ, και θ’ αποκτήσεις κι εσύ ποδήλατο. Ένα κανονικό ποδήλατο», τον καθησυχάζει ήρεμος ο πατέρας.

Ε, να που δεν άργησε να μεγαλώσει ο Χασμ, να ψηλώσει, να μακρύνουν χέρια και πόδια, τόσο, που πλέον στέκει μια χαρά στο ποδήλατο, μάλιστα το χειρίζεται με μεγάλη ευκολία. Η ευτυχία του! Τρέχει γελαστός, καμαρωτός στους δρόμους της Χάφερ.

«Πρόσεχε!» φωνάζει η μαμά με καμάρι.

«Θα με πάρεις μαζί σου, Χασμ;» παρακαλεί η μικρούλα Λενίς, η αδελφή του.

Και βέβαια την παίρνει μαζί του ο Χασμ, κατευθύνονται προς την εξοχή, ενώ γυρνώντας σταματούν στην πλατεία για παγωτό. Τι ευτυχία για τα δυο αδελφάκια! Τι μέρες ωραίες!

Έως ότου μια νύχτα άγρια και ολοσκότεινη, φωνές βάρβαρες, κρότοι πρωτάκουστοι ξυπνούν τα δυο αδελφάκια, που σπεύδουν στην αγκαλιά των γονιών τους. Με την αυγή διακρίνουν ανθρώπους ξένους, οπλισμένους, ακούν φωνές άγνωστες, τρομακτικές, ρουκέτες, σπίτια γκρεμισμένα, δέντρα καμένα, γείτονες απελπισμένους. Κατάλαβαν. Λιγόστεψε η ψυχή τους… Ασφάλισαν –όπως μπορούσαν– το σπίτι τους και σηκώσαν στην πλάτη από ένα σακίδιο με τ’ αναγκαία ή τα αγαπημένα. Ο Χασμ κρατά γερά το ποδήλατό του και κοιτά τον πατέρα στα μάτια:

Γραμμένο με συγκίνηση και ανθρωπιά, μας μιλά για τους ανθρώπους που χάνουν πατρίδες, συγγενείς, περιουσίες, που ταλαιπωρούνται σε ξένους, άγνωστους τόπους, δίχως να χάνουν την ευαισθησία και τη συνοχή τους, και –προπαντός– τις ελπίδες τους.

«Θα ’ναι δύσκολο το ταξίδι…» του λέει ο πατέρας με περίσκεψη.

Μα ο Χασμ δεν αφήνει το ποδήλατο, το σπίτι κλείνει, η μάνα Νισρί κρύβει το κλειδί στην τσέπη της. Αποχαιρετούν πικρά την αγαπημένη πόλη. Θα ξανάρθουν;

Ώρες στους δρόμους: Πόλεις και χωριά, μακρύς ο δρόμος κι ένα βουνό σκοτεινό και άξενο. Ούτε φώτα, μήτε αστέρια, το περπατούν με τα χέρια, με την κοιλιά, με την πλάτη, βουνό παγωμένο, μυτερό, ο Χασμ περπατά με το ποδήλατό του, όπου πάει αυτός πάει κι εκείνο, φαράγγια επικίνδυνα, δρόμοι αχάραχτοι. Και ο Χασμ έχει τον νου του στην προστασία του ποδήλατου. Με το σώμα του το σκεπάζει.

Τέλος φάνηκε η θάλασσα! Επιβάτες πολλοί σε μικρή βάρκα. «Όχι», λέει βαρκάρης. Αντιστέκεται ο πατέρας, σπαράζει ο Χασμ, πατέρας και γιος αγκαλιάζονται. Ο βαρκάρης αρπάζει το ποδήλατο. Οχ! Σαν μαύρο πουλί πέφτει στο σκοτάδι της θάλασσας το ποδήλατο. Πατέρας και γιος αγκαλιάζονται σφιχτότερα…

«Η μαμά μου απλώνει το μικρό χαλί έξω από τη σκηνή. Κάθε μέρα μας ξυπνά ο ήλιος ή η βροχή, μερικές φορές ο δυνατός αέρας, βροντές, μια αστραπή. Ο πατέρας πάει στην ουρά να φέρει σάντουιτς και νερά. Έρχονται και οι άλλοι, κάθονται κοντά, το χαλί μεγαλώνει κι όλους τους χωρά. Φέρνουνε μαζί τους τσάι και γλυκά. Η Λενίς με τον αρκούδο της παίζουνε σχοινάκι. Ένα, δύο, τρία και ξανά. Εγώ τυλίγομαι, τυλίγομαι, φτιάχνω το σαλιγκαράκι μου και μπαίνω μέσα.

»“Βγες έξω, Χασμ!” φωνάζει η μαμά, κι όταν το πει τρεις φορές, βγαίνω. Κάνω μια βόλτα, πάω μακριά, πέρα από τις σκηνές, πέρα από τα παιδιά, βρίσκω ένα δέντρο, κάθομαι εκειδά. Έρχονται κι άλλοι… Δίπλα στα παιδιά είν’ ένα δρομάκι, κάθομαι εκειδά. Βγάζω από την τσέπη μου τις μπογιές, μια μια, και να το τιμόνι, να τα πεντάλ, να τες και οι ρόδες πίσω και μπροστά. Λάστιχα και σέλα λαμπερή, πλατιά. Το ποδήλατό μου είν’ εδώ ξανά… Ένα, δύο, τρία, τρέχω δυνατά, ανοίγω τις φτερούγες μου και… πετώ ψηλά!»

Το ποδήλατό του, το τελευταίο βιβλίο της Χριστίνας Φραγκεσκάκη, γεμάτο ωραία αισθήματα και αυτό (όπως και τα περισσότερα έργα της), γραμμένο με συγκίνηση και ανθρωπιά, μας μιλά για τους ανθρώπους που χάνουν πατρίδες, συγγενείς, περιουσίες, που ταλαιπωρούνται σε ξένους, άγνωστους τόπους, δίχως να χάνουν την ευαισθησία και τη συνοχή τους, και –προπαντός– τις ελπίδες τους.

Το έργο συνοδεύουν θαυμάσια και με σεβασμό στο θέμα οι εικόνες του Πέτρου Μπουλούμπαση.  

Άλλα έργα της Χριστίνας Φραγκεσκάκη, γνωστά και αγαπημένα: Πιάνεις χώμαΤο αγόρι που γύρευε τις μυρωδιέςΖωγράφισέ μου ένα σπίτιΗ Ορτανσία φυλάει τα μυστικά, κ.ά.

Πηγή:

https://diastixo.gr/kritikes/paidika/22852-to-podilato-tou