Bookpress / Συνέντευξη Φωτεινής Στεφανίδη / Ευλαλία Πάνου / 9 Αυγούστου 2023

«Το χρώμα πολλές φορές μου δείχνει τι πρέπει να κάνω»

Η ζωγράφος και εικονογράφος βιβλίων Φωτεινή Στεφανίδη μιλά για τις συμβουλές που έχει κρατήσει από τους Γιάννη Μόραλη και Γιάννη Τσαρούχη, για τη ζωή με τον ζωγράφο και εκδότη πατέρα της και για το τραγούδι των κοτσυφιών που τη γοήτευε από παιδί.

Εξαιρετική ζωγράφος και εικονογράφος βιβλίων, με πολλές συνεργασίες στο ενεργητικό της, η Στεφανίδη έχει μεγαλώσει σε μια αμιγώς καλλιτεχνική οικογένεια – πατέρας της ήταν ο γνωστός ζωγράφος Γιάννης Στεφανίδης. Μεγάλωσε συν τοις άλλοις και μέσα στα βιβλία, καθώς οι εκδόσεις Στεφανίδη ήταν οικογενειακή επιχείρηση και η –τότε μικρή– Φωτεινή είχε μάθει όλη τη διαδικασία της έκδοσης εκ των έσω.

Τη συνάντησα ένα ζεστό καλοκαιρινό απόγευμα στο σπίτι και εργαστήριό της και με υποδέχτηκε παρέα με τον πορτοκαλί γάτο της, τον Σερ ή Τούλη. Το πεύκο μπροστά στο μπαλκόνι της μπορεί να της έχει σπάσει τη σκεπή, μα την αποζημιώνει και με το παραπάνω το τραγούδι των κοτσυφιών που την επισκέπτονται κάθε χρόνο – έμπνευση για το εικονοβιβλίο της, το Κοτσύφι (εκδ. Καλειδοσκόπιο).

Εκτός από τη ζωγραφική και τις εκδόσεις, πλέον ασχολείται και με τη φωτογραφία. «Με βρίζουν και γι’ αυτό» μου λέει αστειευόμενη. «Οι εικονογράφοι μου λένε ότι είμαι ζωγράφος και οι ζωγράφοι μου λένε ότι είμαι εικονογράφος. Τώρα πήγα και στους φωτογράφους». 

stefanidi 2

Τι χρώματα βλέπω πάνω στο γραφείο σας;

Τα τρία χρώματα. Ώχρα, χοντροκόκκινο και μαύρο – το φούμο που λέμε. Μ' αυτά τα τρία «γεννηθήκαμε» εδώ στην Ελλάδα. Και το άσπρο βέβαια. Οι αρχαίοι ανακατεύανε μαύρο φούμο και λευκό κι έβγαινε ένα γκρι, το οποίο όμως δίπλα στην ώχρα φαινόταν γαλανό. Αυτό συμβαίνει με τα συμπληρωματικά χρώματα. Π.χ. το κίτρινο αποζητά το μοβ δίπλα του. Η ώχρα μαζί με το χοντροκόκκινο κάνουν έναν τύπο πορτοκαλί. Το χοντροκόκκινο με το μαύρο –και άσπρο βέβαια– κάνουν τα μοβιά. Και η ώχρα με το μαύρο κάνουν τα λαδιά, τα πρασινοειδή.

Το μαύρο είναι μαύρο-μαύρο ή έχει και λίγο μπλε;

Μαύρο-μαύρο. Απλώς προέρχεται από καμένα κόκαλα αρνιού και είναι κάπως ψυχρό. Πάντα μας έλεγε ο Μόραλης «μέσα στο μαύρο να βάζετε και μια σταγόνα ώχρα», για να μην είναι τόσο πάγος.

Για να γίνει πιο θερμό;

Ακριβώς.

Η ώχρα από τι φτιάχνεται;

Όλα αυτά είναι πετρώματα. Το ίδιο και το χοντροκόκκινο. Ή με ψημένη γη γίνεται. Βοηθητικά χρησιμοποιώ και μερικά μπλε. Επίσης, το πράσινο του τσιμέντου είναι πολύ βοηθητικό, είναι φυσικό πράσινο.

Γήινα χρώματα πάντως.

Ε και μέσα στα γήινα όταν δώσεις κι ένα απ' τα άλλα, λάμπει.

Ο Τσαρούχης ο υπέροχος μου έλεγε «να βάζεις και λίγο γάλα απ' τη συκιά», έτσι λίγο βαριεστημένα, κι έφευγε.

Με τι ζωγραφίζετε;

Σχεδόν αποκλειστικά με αυγό ή με νερομπογιά. Αυτά τα δύο υλικά έχω τελευταία. Έχω αναπνευστικό θέμα, γι' αυτό τα άφησα τα λάδια.

Με το νέφτι;

Καλά, το νέφτι προ πολλού ξεχασμένο.

Οπότε αυγoτέμπερα. Είναι αυτό που μου είπε κι ο Αχιλλέας Ραζής, βάζετε ξύδι, αυγό και σκόνες;

Αυγό, ξύδι και τα κάνουμε ένα μείγμα. Ο Τσαρούχης ο υπέροχος μου έλεγε «να βάζεις και λίγο γάλα απ' τη συκιά», έτσι λίγο βαριεστημένα, κι έφευγε.

Γιατί;

Έβαλα κάνα-δυο φορές κι είδα διαφορά. Ίσως το κάνει πιο στέρεο.

Μικρά μυστικά.

Μικρά μυστικά που δυστυχώς είναι στο τέλος τους…

Αλλά έχετε γνωρίσει όλους αυτούς τους σπουδαίους ανθρώπους.

Είχα τύχη σ' αυτό. Δηλαδή και μόνο που είχα τον μπαμπά μου, που απ' όταν γεννήθηκα έβλεπα αυτά που έκανε...

Από μικρή είχατε περιέργεια να κάνετε καλλιτεχνικά πράγματα;

Ναι. Είχα και τον αδερφό μου, που ήταν γεννημένος μουσικός. Τριών χρονών του 'χε φτιάξει ο μπαμπάς μου μαντολίνο κι έπαιζε κανονικά, με το αυτί. Η πρώτη του σύνθεση έγινε όταν ήμουν εγώ πέντε χρονών, για να με νανουρίζει με την κιθάρα. Τα έγραφε ο μπαμπάς μου σε νότες. Ο μπαμπάς ήταν μουσικός καλός –καλούτσικος–, ζωγράφος καταπληκτικός, και κατασκευαστής. Έφτιαχνε τα όργανα μόνος του. Κι εμένα μ' άρεσε η μουσική πολύ και τραγουδούσα. Αλλά ο αδερφός μου είχε τέτοιο ταλέντο εκεί, που λέω «δεν πάω προς τα εκεί, άσ’ το». Κι εκείνος άφησε τη ζωγραφική. Και μετά η μαμά μου ήταν κι αυτή με τη μουσική πολύ.

Πορτρέτο της Φωτεινής Στεφανίδη

Το πορτρέτο της Φωτεινής Στεφανίδη, όταν αυτή ήταν δεκατεσσάρων ετών, από τον ζωγράφο πατέρα της Γιάννη Στεφανίδη.

Είχατε ερεθίσματα στο σπίτι.

Παρόλο που ήταν παλιές οικογένειες, υπήρχε παιδεία κι από τις δύο οικογένειες. Είχαν τελειώσει όλοι το σχολείο. Εντάξει, ο μπαμπάς μου βρήκε πολλές αναποδιές και δεν το τελείωσε, αλλά το τελείωσε με άλλον τρόπο, με την τόση μελέτη που έκανε. Στην Καλών Τεχνών μετά είχε δάσκαλο τον Παρθένη. Τι να σου κάνει τώρα ένα σχολείο μπροστά σ' αυτά;

Το μεγαλύτερο σχολείο. Κι εσείς Καλών Τεχνών;

Καλών Τεχνών. Πρόλαβα τον Μόραλη έναν χρόνο.

Πώς ήταν;

Αγαπηθήκαμε πολύ. Πέρα από το ήθος που είχε, έκανε με δυο γραμμές ένα αριστούργημα. Τα έργα του Τσαρούχη ήταν πιο συναισθηματικά, πιο ρευστά. Του Μόραλη ήταν σταθερά. Έβαζε αυτά τα ωραία χρώματα, το μπλε της ουλτραμαρίνας. Επίσης αγαπούσε πολύ αυτούς που δεν «γλείφανε» – αυτό που μετά έγινε καθεστώς και άμα δεν έγλειφες δεν έκανες τίποτα. Μόλις έβλεπε τέτοιες συμπεριφορές, σου πέταγε έναν πληθυντικό. Σε όλους μας μιλούσε στον πληθυντικό την πρώτη μέρα και μετά διάλεγε. Όπου μιλούσε στον ενικό, «αγαπάω». Όπου μιλούσε στον πληθυντικό, «μακριά μου». Ευγενέστατος πάντα. Επίσης όταν έβλεπε ένα έργο και δεν του άρεσε, έλεγε «με τι το έχεις κάνει αυτό; Α, καλό, καλή είναι η τεχνική». Δεν θα έλεγε κακό λόγο, αλλά αν σου 'λεγε «με τι το έχεις φτιάξει;», ήσουν καμένος.

Ό,τι έκθεση κι αν κάναμε –και μια κουτσουλιά, που λέει ο λόγος–, θα ερχόταν, θα έβαζε την υπογραφή του και θα σου ‘λεγε τον λόγο του.

Αγαπούσε τα νέα παιδιά; Ήθελε να τα βοηθήσει;

Πολύ. Καταρχήν πήγαινε σε όλες τις εκθέσεις. Ό,τι έκθεση κι αν κάναμε –και μια κουτσουλιά, που λέει ο λόγος–, θα ερχόταν, θα έβαζε την υπογραφή του και θα σου ‘λεγε τον λόγο του. Ερχόταν πρώτος-πρώτος κιόλας. Εκεί, στο Κολωνάκι και μετά πήγαινε να πιει και τον καφέ του.

Τι σας έχει μείνει σαν συμβουλή απ' αυτόν;

Αυτό το ότι «δεν διδάσκεται η Τέχνη». Μετά οι συμβουλές του ήταν του στυλ «βάλε λίγο ώχρα στο μαύρο», «μη σχεδιάζεις με μπλε γιατί "κλωτσάει"» – γιατί μερικοί παίρνανε το μπλε και κάνανε σχέδια. Όταν ήταν οι διαδηλώσεις και πηγαίναμε στις πορείες, τρώγαμε δακρυγόνα και μας πετάγανε σπασμένα γυαλιά. «Εσύ» μου 'λεγε «δεν χρειάζεται και φέτος να πας». Αλλά μας έβλεπε όταν ανεβαίναμε για την πορεία του Πολυτεχνείου, στεκόταν στου Zonars και έβγαινε και μας χειροκροτούσε. Μας αγαπούσε πολύ. Ήταν σπουδαίος. Κι αυτός –μη νομίζεις– είχε πολύ δύσκολη προσωπική ζωή. Προς το τέλος είχαμε και αλληλογραφία, έκανα κάρτες χαρακτικές και του έστελνα. Πάντα απαντούσε. Στην αρχή απάντησε με μία κάρτα που έλεγε «χαίρομαι, Φωτεινή». Μετά κάθε χρόνο και μία λεξούλα παραπάνω, και μια λεξούλα παραπάνω, κι έχω μια μικρή αλληλογραφία μαζί του. Τα έχω φυλάξει. Σε έπιασα με τα ιστορικά...

stefanidi 4

Ποια είναι η αγαπημένη σας τεχνική εικονογράφησης; Είπαμε για το αυγό...

Ναι, αυγοτέμπερα δαγκωτό. Όταν η δουλειά είναι «πλούσια», όπως ας πούμε στην Παράξενη αγάπη του αλόγου και της λεύκας (εκδ. Polaris), δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Ή στους Γάτους (εκδ. Polaris) του Χρήστου (Μπουλώτη). Στο δικό μου, το Κάτι παράξενο απόψε συμβαίνει, έμπλεξα κι άλλες τεχνικές, μέχρι και οξυγραφία έβαλα μέσα για να δώσω τα διάφορα παραμύθια. Γενικά μεικτή θα την έλεγα την τεχνική, με μια μεγάλη και σοβαρή βάση στην αυγοτέμπερα. Και –κατά τις ανάγκες της έκδοσης– μολύβι, μελάνι και νερομπογιά. Και βέβαια όχι υπολογιστή.

Ποτέ;

Είμαι κέρβερος κατά τον έλεγχο. Στο σκανάρισμα, στα χρώματα, στον έλεγχο.

Για να μην αλλοιωθεί τίποτα;

Για τα χρώματα το παλεύω. Αν και –μεταξύ μας– ποτέ δεν θα πιαστεί αυτό που γίνεται εδώ στο εργαστήριο. Αλλά θέλω το στήσιμο στη λεπτομέρεια. Όταν θα φτιάξω το κασέ το χειροποίητο και έχω δώσει τις οδηγίες στην εντέλεια και λειτουργεί το βιβλίο, δεν θέλω να βλέπω μετά κάτι άλλο. Μπορεί να 'ναι καλό αλλά να θέλει απ’ την αρχή πάλι δουλειά και να μπεις μέσα στο μυαλό ενός άλλου ανθρώπου. Θέλω να έχω το σύνολο του βιβλίου εξ ολοκλήρου στο μυαλό μου και να ολοκληρωθεί όπως το έχω ονειρευτεί.

Το κασέ τι είναι; Ένα πρώτο βιβλιαράκι;

Το κασέ είναι ένα βιβλίο σε φυσικό μέγεθος, με τις εικόνες μέσα κολλημένες, τα κείμενα και πού θα μπει τι.

Σαν οδηγός, ας πούμε, πώς θα είναι μετά το τελικό βιβλίο;

Ναι, ναι. Μερικά έχουν παραπέσει σε τυπογραφεία και εκδότες, αλλά αρκετά τα έχω φυλάξει.

stefanidi kavaleto

Από πού εμπνέεστε; Ψάχνετε στις ιστορίες να βρείτε κάτι;

Συνήθως με εμπνέει το άσπρο χαρτί. Καλά, έχω δουλέψει λίγο πρώτα με το κείμενο, έχει στηθεί το βιβλίο, πώς θα γίνει το σενάριό του χοντρικώς. Αυτά βέβαια όταν αρχίζω και κάνω τις μακέτες, πάνε όλα περίπατο – μεταξύ μας και δημόσια [γέλιο]. Κάνω αυτό το σενάριο πιο πολύ για τις σελίδες. Για να μην πάσχει στην αρχή, να μην ξεκινάει δηλαδή χαλαρά και τελειώνει στριμωγμένα. Τεμαχίζουμε το καημένο το κείμενο στα σημεία που πρέπει, σε συνεννόηση με τον συγγραφέα. Τρελαίνομαι να μιλάω με τον συγγραφέα, ειδικά αν είναι ο Χρήστος ο Μπουλώτης που περνάμε κι ωραία. Και μετά ένα πολύ μικρό προσχέδιο. Βάζω χρώμα, και το χρώμα πολλές φορές μου δείχνει τι πρέπει να κάνω.

Σας κατευθύνει;

Ναι. Μουτζουρώνω και μετά τονίζω κάποιο ασήμαντο γεγονός που μπορεί να μου βγάλει κάτι. Κάτι ασήμαντο σε οδηγεί και αρχίζεις και βάζεις τις μορφές και το στήνεις.

Πρώτα ρίχνετε το χρώμα;

Πολύ συχνά το κάνω. Εκτός αν είναι η δουλειά –αυτό που λέμε– ντεκουπαρισμένη, αν είναι δηλαδή φιγούρες σε λευκό.

Η επιλογή του χρώματος πώς προκύπτει;

Αυτό βγαίνει απ' την καρδιά. Είναι τι αίσθηση σου δίνει. Όπως έγινε ας πούμε με την αφίσα της IBBY (International Boardon Books for Young People – Διεθνής Οργάνωση για τη Νεότητα). Αυτή η δουλειά έγινε καθαρά με το χρώμα. Τι χρώματα θέλω; Πράσινο, μπλε, ώχρα.

stefanidi afisa ibby

Έχετε κάποια χρώματα που αγαπάτε λίγο παραπάνω;

Αυτά που είπαμε, τα «ελληνικά χρώματα», την τετραχρωμία δηλαδή την αρχαία. Ώχρα, χοντροκόκκινο, μαύρο και λευκό. Και βοηθητικά χρησιμοποιώ πάρα πολύ το πράσινο του τσιμέντου, το κίτρινο το λεμονί και το μπλε το λουλακί. Μ' αυτά τα έξι μόνο μπορώ να κάτσω. Και το μίνιο – είναι σαν πορτοκαλί. Έχει μια ωραία αίσθηση το μίνιο. Μετά αναγκαστικά λευκό τιτανίου, αλλά και τσίγκου. Το λευκό τσίγκου είναι πιο διάφανο, το έχω για διαφάνειες. Είναι σαν τις νότες λίγο αυτά τα χρώματα, πού θέλω ένταση, πού θέλω να δώσω κάτι πιο σκληρό.

Μου είπατε πριν ότι οι συγγραφείς σας δίνουν κάποιες οδηγίες. Πόση ελευθερία όμως έχετε εσείς από εκεί και πέρα;

Κοιτάζω να έχω απόλυτη και συνεργάζομαι μ' αυτούς που μου τη δίνουν, γιατί ταιριάζουν, που λέμε, τα χνώτα μας. Έχει τύχει βέβαια να είναι τελείως αδιάφοροι κάποιοι και ό,τι κάνεις να σου λένε «τέλειο», που δεν ξέρω αν μ' αρέσει αυτό κατ' ανάγκη. Η σύμπραξη με κάποιον που έχει ένα ωραίο ένστικτο με κάνει κι εμένα να βλέπω τα λάθη μου –γιατί ουδείς αλάνθαστος– και με βοηθάει να γίνει το βιβλίο καλύτερο. Και υπάρχουν και οι άλλοι, οι τελείως άγνωστοι που δεν ξέρω πώς συμπεριφέρονται, που εκεί πραγματικά προσέχω πολύ. Μπορεί να σου βγει διαμάντι, αλλά μπορεί και να σε αρρωστήσει. Να σου λέει «αυτό το θέλω έτσι, εκείνο έτσι» και να σου δείχνει κάτι υποδείγματα που θες να αυτοκτονήσεις που τα βλέπεις.

Σας έχει συμβεί αυτό ποτέ;

Ναι, βέβαια. Έχω σταματήσει συνεργασία γιατί δεν μπορούσα να συνεννοηθώ. Αρχίζω πάντα με πολύ καλή πρόθεση. Γενικά είναι απαραίτητο να ξέρει λίγο ο άλλος από τέχνη. Και με τον Χρήστο Μπουλώτη, μετά από τόσες ανασκαφές, τόσες τοιχογραφίες, τόσες μελέτες, τόσα πανεπιστήμια και τέτοια καρδιά μικρού παιδιού που έχει, πώς να μην συνεννοείσαι τέλεια;

stefanidi patwma

Ακόμη και το ξύλινο πάτωμα του σπιτιού της Φωτεινής Στεφανίδη έχει μεταμορφωθεί σε έργο τέχνης.

Τι σας τράβηξε στην εικονογράφηση βιβλίων;

Μου άρεσε πολύ που το έβλεπα να γίνεται μπροστά στα μάτια μου με τον μπαμπά μου. Από μωρό ακόμα που ήμουν, με κάθιζε πάνω στο τραπέζι που έκανε μακέτες. Αυτό το βλέπω και στα παιδιά, όταν πάω –σπανιότατα– σε σχολείο ή βιβλιοθήκη. Όταν το αποτέλεσμα γίνει βιβλίο, εκεί μένουν άφωνα, ότι «εμείς κάναμε βιβλίο που μπορείς να το διαβάσεις;». Αυτό είναι πολύ γοητευτικό αν σου αρέσει. Είχαμε πάρα πολλά βιβλία βέβαια στο σπίτι, διαβάζαμε από πολύ μικροί.

Άρα είστε και αναγνώστρια.

Ήμουν πάρα πολύ δυνατή αναγνώστρια. Τώρα, με τον χρόνο που είναι λιγοστός και μ' αυτή την ατελείωτη ηλεκτρονική αλληλογραφία, έχει ελαττωθεί. Αλλά διαβάζω κάποια βιβλία.

Ό,τι έχει να κάνει με τέχνη με τραβάει πολύ, και η λογοτεχνία η στακάτη.

Σας έχει βοηθήσει αυτό, πιστεύετε, στην εικονογράφηση;

Νομίζω χρειάζεται. Εξαρτάται βέβαια τι ενδιαφέρει τον καθένα. Δηλαδή μπορεί να κολλήσω με ένα βιβλίο διηγημάτων μια μπουκιά και να το διαβάσω είκοσι φορές και να μην διαβάσω τίποτα άλλο. Ή με έναν αρχαιολογικό οδηγό που τον διαβάζω με ένα ενδιαφέρον πιο μεγάλο από ό,τι διαβάζω ένα μυθιστόρημα. Π.χ. τον αρχαιολογικό οδηγό της Δήλου τον έχω «λιώσει» τελείως. Ή τα γράμματα του Βαν Γκογκ στον αδερφό του – είναι τεράστιο μάθημα για την τέχνη. Και του Μπέικον το βιβλίο, και του Ταρκόφσκι τα βιβλία, και των σκηνοθετών τα βιβλία. Ό,τι έχει να κάνει με τέχνη με τραβάει πολύ, και η λογοτεχνία η στακάτη.

Για πείτε μου ένα παράδειγμα.

Ας πούμε το Στ' αμπέλια (εκδ. Πόλις) του Ζουμπουλάκη. Το Γκούρι – σημαίνει πέτρα (εκδ. Καλειδοσκόπιο) της Θεοδώρας Κατσιφή. Μ' αρέσουν πολύ αυτά γιατί ίσως ταιριάζουν και με τον τρόπο μου, που θέλω να γράφω τηλεγραφικά. Όσο κι αν μ' αρέσουν πολύ και τα μυθιστορήματα και τα έχω πάρει –και τα βραβευμένα και τα μη–, με κουράζουν πια οι τετρακόσιες σελίδες. Δεν είναι όπως ο Ιούλιος Βερν που διαβάζαμε χίλιες σελίδες και δεν θέλαμε να τελειώσει. Κάτι γίνεται εκεί. Η Ζυράννα (Ζατέλη) βέβαια διαβάζεται πολύ εύκολα – δεν σε πειράζει και να 'ταν και δύο χιλιάδες σελίδες. Έχει να κάνει με το πώς επικοινωνείς. Αλλά δεν διαβάζω πολύ, το παραδέχομαι. Διαβάζω τα βιβλία των φίλων.

stefanidi 5

Παίρνετε έμπνευση από βιβλία; Σας έρχεται να ζωγραφίσετε κάτι που διαβάζετε;

Από ποίηση. Τώρα ετοιμάζω κάτι για τον Λόρκα. Ο Λόρκα ήταν ο πρώτος που έκανα μια μεγάλη δουλειά πάνω στην ποίησή του. Τον αγαπάω πάρα πολύ – τον τρόπο του κυρίως. Ταιριάζει με το απρόβλεπτο της ζωγραφικής και ήταν και ζωγράφος ο ίδιος. Ήταν ο δάσκαλός μου κατά κάποιον τρόπο, της αμεσότητας. Έλεγε ότι δεν χρειάζεται το έργο να το τυραννάς και να παλεύεις συνεχόμενα μέσα σ' ένα τελάρο, γιατί μετά απ' αυτό ο καλλιτέχνης είναι κατάκοπος και το έργο του νεκρό. Ο Φεντερίκο τραβούσε τις γραμμές του, έβαζε τα στίγματα του χρώματος και πήγαινε παρακάτω. Να είναι αποφασισμένες οι πινελιές που βάζεις, να μην είναι «για αργότερα». Να λες «αυτό είναι». Να μην είσαι όλη μέρα πάνω από το έργο, αλλά όταν περνάς και βλέπεις την ατέλεια, να τραβάς τη γραμμή που πρέπει.

Είχατε κάποιο εικονογραφημένο βιβλίο που σας άρεσε πολύ όταν ήσασταν μικρή; Σας έχει επηρεάσει;

Αρχικά το Αλφαβητάριο Α' Δημοτικού, σε εικονογράφηση του Κώστα Γραμματόπουλου. Ο Γραμματόπουλος ήταν σπουδαίος χαράκτης της γενιάς του Μόραλη. Έδωσε αφειδώς ό,τι καλύτερο είχε για τα παιδιά της πατρίδας τότε.

Αλφαβητάρι Α' Δημοτικού

Μετά θυμάμαι κάτι βιβλία που παίρναμε απ' το (βιβλιοπωλείο) Κάουφμαν, αγγλικά και γαλλικά. Κάτι γουρουνάκια, κάτι ράτσες σκύλων. Πιο ζωγραφικά πραγματάκια. Μου άρεσαν πολύ αυτά. Επίσης, ήταν ένα άλλο λογοτεχνικό που ήταν μόνο με τρία χρώματα: λαδί, καφέ και μαύρο – καλή ώρα! Ισπανικό ήταν, με κάτι φοβερές εικόνες, όπου το άσπρο έπαιζε έναν ρόλο καταλυτικό. Τώρα βλέπουμε εκατομμύρια εικονογραφήσεις, που μοιάζουν και λίγο μεταξύ τους.

stefanidi paidiko vivlio me skulakia

Πιστεύετε ότι τα παιδιά θα ήταν καλό να ζωγραφίζουν περισσότερο;

Τα παιδιά θέλουν να ζωγραφίσουν. Από τις λίγες επισκέψεις μου σε σχολεία –αν και έχω δουλέψει με παιδιά για πέντε χρόνια παλιότερα–, νομίζω ότι θέλουν το δημιουργικό πεδίο να είναι ελεύθερο. Να τα αφήσεις να κάνουν αυτό που έχουν στην καρδιά τους. Ουσιαστικά τα παιδιά ζωγραφίζουν αυτό που αισθάνονται.

Έχετε να προτείνετε κανένα ωραίο δημιουργικό κόλπο για το καλοκαίρι;

Μια καλή ιδέα είναι αυτό που κάναμε στη βιβλιοθήκη στο Ηράκλειο με το Κοτσύφι, με παιδιά αδούλευτα, που μερικά δεν είχαν κάνει ποτέ εργαστήρι, και πήγε περίφημα. Έκαναν μια ομαδική εργασία, έφτιαξαν μια πόλη αλλά δεν την έφτιαξαν τρισδιάστατη – πόσο πιο ενδιαφέρον θα ήταν αν η πόλη ήταν τρισδιάστατη! Τους είπα «δεν θα κάνετε ένα σπίτι σε μια πόλη, θα κάνετε το δικό σας σπίτι». Εκεί να δείτε εκπλήξεις! Πολυκατοικιάρες, σπίτια με ρωγμές, ισόγεια με κήπο, διαμερισματάκια με απλώστρα. Βγήκαν όλα στη φόρα [γέλια]. Μετά φτιάξαμε κοτσύφια. Είχαμε πάρει καφέ και μαύρο χαρτόνι και τους εξήγησα: το θηλυκό είναι καφέ και έχει καφέ μύτη, το αρσενικό είναι μαύρο με κίτρινη μύτη και τα μωρά τους είναι κι αυτά καφέ. Σχεδιάζαμε με το παστέλ, κόβαμε και τα σκορπίσαμε στην πόλη που είχαμε φτιάξει. Πήγε πάρα πολύ καλά αυτό. Νομίζω αυτό είναι ένα κλειδί. Ομαδική δουλειά για να μάθουν να συνεργάζονται, αλλά και ατομική γιατί ο καθένας έφτιαξε το σπίτι του. Δεν πήγαινε ο άλλος π.χ. να μουτζουρώσει πάνω στου αλλουνού. Αυτός ο σεβασμός έφερε μια πόλη όπως θα έπρεπε να είναι – ο καθένας να περιποιείται το σπίτι του.

Εμείς οι καλλιτέχνες το έχουμε αυτό το ελάττωμα, μας αρέσει να φτιάχνουμε το έργο και μετά το παρατάμε στην τύχη του.

Τους άρεσε;

Δεν το πίστευαν! Έλεγαν «εμείς το φτιάξαμε αυτό;».

Έμεινε στο σχολείο το έργο;

Ναι, είπαν ότι θα το βγάζουν στις γιορτές.

Με τι χρώματα το έκαναν;

Στο καραβόπανο πιάνει πάρα πολύ καλά το λαδοπαστέλ. Μεγάλη ευκολία, γιατί ούτε νερά έχεις, ούτε τίποτα. Γράφει ζωηρά. Τα πουλιά πιάσαμε με καρφίτσες.

Βάζετε τίποτα από πάνω για να μένουν σταθερά τα λαδοπαστέλ;

Στο πανί δεν χρειάζεται τίποτα. Εμείς οι καλλιτέχνες το έχουμε αυτό το ελάττωμα, μας αρέσει να φτιάχνουμε το έργο και μετά το παρατάμε στην τύχη του.

Θυμάμαι ότι μας έλεγε η κυρία που μας έκανε ζωγραφική να βάζουμε λακ για τα μαλλιά από πάνω.

Ναι, ναι. Και τα κάρβουνα που κάναμε στη σχολή τα ψεκάζαμε με λακ, γιατί τα φιξατίφ ήταν ακριβά. Οπότε έπαιρνα τη λακ της μαμάς μου, γιατί εγώ ποτέ δεν είχα [γέλιο]. Με μαστίχα ήταν το πιο σωστό – οινόπνευμα και μαστίχα. Το φτιάχναμε σε ένα βαζάκι και είχαμε ένα πραγματάκι και φυσάγαμε με το στόμα. Το μόνο κακό είναι ότι έπεφτε τοπικά. Πόσα έχουμε κάνει!

stefanidi 3

Η άνοδος της Τεχνητής Νοημοσύνης σας τρομάζει καθόλου;

Με έχει τρομάξει όλο το σκηνικό. Με έχει τρομάξει ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται με όρους ευπρεπείς πλέον. Τώρα έρχεται οικονομικά αυτός ο αυταρχισμός – να χρησιμοποιήσω αυτή τη λέξη.

Κι η Τεχνητή Νοημοσύνη είναι ένα παρακλάδι όλης αυτής της κατάστασης. Όπως όταν ένας επιπλοποιός έφτιαχνε αυτό εδώ το αρτ ντεκό γραφείο –που το βρήκα στην αποθήκη του παλιού μας μαγαζιού– το οποίο λειτουργεί ακόμα, ενώ τώρα παίρνεις ένα γραφείο και το πετάς σε δυο χρόνια, έτσι νομίζω κι εκεί. Η Τεχνητή Νοημοσύνη σε οδηγεί σε άψυχο αποτέλεσμα. Του βάζεις τους όρους, «να γίνει έτσι, να έχει αυτά τα στοιχεία, να έχει αυτά τα χρώματα, να έχει το ένα, να έχει το άλλο», αλλά η ψυχή του πού είναι;

Δεν είμαι καθόλου σύμφωνη και δεν νομίζω ότι είναι ξεροκεφαλιά, όπως ούτε το κομπιούτερ είναι ξεροκεφαλιά. Θα εξηγήσω γιατί. Όταν πάμε σε μία έκθεση και βλέπουμε ψηφιακά έργα στους τοίχους, τα χρώματά τους είναι ωραία. Αλλά όταν δεις το κανονικό έργο, αυτό εκπέμπει την ενέργεια του ανθρώπου που το έχει φτιάξει – της εποχής του ολόκληρης.

Δεν σε συγκλονίζει τόσο η πινελιά ή το αριστούργημα, όσο το χέρι. Το χέρι οδηγεί σε ένα σώμα, το σώμα σε μια ψυχή, και η ψυχή σε μια εποχή.

Είναι και οι υφές.

Καλά, δεν το συζητώ. Είναι αυτό που τώρα στο καινούριο κείμενο που δουλεύουμε με τον Χρήστο (Μπουλώτη) τον είχε συγκλονίσει ως νεαρό αρχαιολόγο. Βρίσκοντας το εύρημα, βρήκε πάνω του δακτυλικά αποτυπώματα του πηλοπλάστη. Αυτό το δάχτυλο ήταν εκεί πριν τρεις-τέσσερις χιλιάδες χρόνια. Αυτό ήταν το πιο συγκλονιστικό εύρημά του, δεν ήταν το αγγείο. Δεν σε συγκλονίζει τόσο η πινελιά ή το αριστούργημα, όσο το χέρι. Το χέρι οδηγεί σε ένα σώμα, το σώμα σε μια ψυχή, και η ψυχή σε μια εποχή.

Βέβαια, λέω «ναι» στην ψηφιακή εικονογράφηση, γιατί ίσως είναι και οικονομική ανάγκη σήμερα. Ποιος θα κάτσει τώρα να σκανάρει; Το καταλαβαίνω κι απ' τους εκδότες. Τα παιδιά που τη δουλεύουν είναι πολύ καλαίσθητα. Ψάχνουν τις νέες τάσεις και καλά κάνουν. Πλην όμως στην έκθεση τα βλέπεις και είναι όπως στην οθόνη. Και, επειδή χάνουν και τη λάμψη που έχουν στην οθόνη, είναι κάπως φλατ.

Μου 'κανε εντύπωση και στην Μπολόνια που γίνονταν εκθέσεις των εικονογράφων στην πόλη και οι ουρές σχηματίστηκαν για δύο εικονογράφους οι οποίες δουλεύουν και οι δύο με το χέρι. Η (Μπεατρίς) Αλεμάνια και η (Ρεμπέκα) Ντοτρεμέρ. Άλλωστε, γιατί να δει ο άλλος στο κάδρο κάτι που μπορεί να δει στην οθόνη;

Και δεν ξέρεις αν τα έχει κάνει άνθρωπος ή μηχανή…

Άμα μπει κι αυτό, δυσκολεύει το πράγμα.

stefanidi 8

Πιστεύετε ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη θα σας αντικαταστήσει;

Μάλλον ναι, μ' αυτά τα μυαλά που έχουμε. Αφού τη θαυμάζουν όλοι και μένουν μ' ανοιχτό το στόμα – κι αυτοί οι όλοι φοβάμαι ότι είναι πάρα πολλοί. Αυτό εδώ το γραφείο που καθόμαστε δεν θα ξαναγίνει ποτέ... Αυτή η ψύχρα, αυτή η στέγνα πού θα οδηγήσει; Τι θα βάλεις στις οδηγίες που θα του δώσεις; «Έκπληξη»; Όπως έλεγε ο Χατζιδάκις που έφυγε απ' τα ωδεία: «Μου γράφανε» λέει «κάτω απ' την παρτιτούρα "αίσθημα". Πώς να το κάνω;».

Κάπως έτσι λειτουργεί πάντως η Τεχνητή Νοημοσύνη, με οδηγίες. «Εδώ θέλω αυτό, τώρα κάν' το λίγο πιο συναισθηματικό, τώρα κάν' το λίγο σαν να το έχει ζωγραφίσει ο Τάδε ζωγράφος».

Άλλο εκνευριστικό αυτό, που κάνουμε τον βαν Γκογκ από τσάντες μέχρι ό,τι θέλετε ή ζωγραφίζουμε με τον τρόπο του. Κι αυτές οι τεράστιες ψηφιακές εκθέσεις που κάνουν... Ένα πινακάκι τόσο να δεις από κοντά, εκπέμπει τόσο φως που νομίζεις πραγματικά ότι είναι αυτόφωτα αυτά τα έργα, συγκλονίζεσαι. Στην οθόνη εντυπωσιάζεσαι με το σχέδιο, με τη σκέψη του και όλα αυτά, αλλά στο μουσείο είναι αλλιώς.

Τώρα που υπάρχει το ίντερνετ, βλέπεις έργα που δεν θα τα έβρισκες ποτέ ούτε σε βιβλία. Παρ' όλα αυτά, όσο πιο πολλά βλέπεις, τόσο λιγότερα εισπράττεις.

Πηγαίνετε σε μουσεία και πινακοθήκες;

Έχω πάει πάρα πολύ. Έχω ταξιδέψει, όσο μου ήταν δυνατόν, στην Ευρώπη λίγο και στην Αίγυπτο. Δεν είχα αφήσει έκθεση για έκθεση, γιατί κάναμε και πολύ σημαντικές περιοδικές εκθέσεις. Απ' αυτό πραγματικά έχω επηρεαστεί. Όταν πήγαμε μέσα στο Ουφίτσι και μας βάλανε –λόγω του ότι είχαμε την κάρτα της Καλών Τεχνών– σε μικρούς χώρους που ήταν τα ντοσιέ του Λεονάρντο ντα Βίντσι ή αναγεννησιακά σχέδια του Μιχαήλ Άγγελου –όσα είχαν βρεθεί–, ήταν ρίγος. Έβλεπες πώς έμπαινε η γραμμή, αυτό ήταν το μάθημα. Και τότε «διψάγαμε», γιατί δεν υπήρχαν και βιβλία. Τώρα που υπάρχει το ίντερνετ, βλέπεις έργα που δεν θα τα έβρισκες ποτέ ούτε σε βιβλία. Παρ' όλα αυτά, όσο πιο πολλά βλέπεις, τόσο λιγότερα εισπράττεις.

Πήγαμε στην Ιταλία και κάναμε όλη τη Νότια Ιταλία περιοδεία για να δούμε τα fresco. Σ' ένα ημιυπόγειο στη Στάμπια –που θα μπορούσε να 'ναι κάλλιστα μανάβικο– με σκουριασμένες πόρτες κλπ, μπαίνουμε μέσα και ήταν το μουσείο. Είχε ένα θραύσμα από μια τοιχογραφία στην οποία ήταν ένας ξαπλωμένος άνθρωπος σε μια βάρκα, είχε δέσει στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του μια πετονιά και ψάρευε με αυτόν τον τρόπο. Δεν είχα κινητό για να τη φωτογραφίσω, αλλά αυτή η εικόνα είναι μέσα μου τώρα. Δεν είναι μόνο μάθημα ζωγραφικής, είναι και μάθημα ζωής. Αυτή η χαμένη αμεριμνησία, η ανεμελιά. Θα είχε ο άνθρωπος αυτός που έπιανε έτσι τα ψάρια να δώσει αναφορά πουθενά και να κόψει δελτίο;

Να πάμε στο βιβλίο σας, το Κοτσύφι (εκδ. Καλειδοσκόπιο). Πώς προέκυψε η ιδέα; Λογικά από την αυλή σας.

Το κοτσύφι

«Κοτσύφι» λέγαμε και τη μάνα μου γιατί είχε ωραία φωνή – ο μπαμπάς μου την έλεγε έτσι. Αυτό το κοτσύφι ερχόταν πάρα πολλά χρόνια. Άρχισα να το παρατηρώ όταν ξυπνούσα πιο πρωί, το άκουγα γύρω στις πεντέμισι η ώρα. Ουσιαστικά στο βιβλίο αυτό εγώ είμαι και το παιδί, είμαι κι ένα άλλο παιδί, είμαι η ζωή μου εδώ και ό,τι «έμαθα» απ' το κοτσύφι.

Τι σας έχει μάθει το κοτσύφι;

Μου έμαθε ότι στα μέσα του Φλεβάρη θα ακούσω δυο νότες, και μετά θα γίνουν τρεις, και μετά θα γίνουν πέντε. Πολλές φορές έβαζα λόγια σ' αυτές τις νότες όπως το άκουγα. «Τι-κά-νεις;» [μελωδικά] – τόσο λίγο ακουγόταν. Μετά ξαφνικά άρχισε η άρια, δηλαδή να καλεί το θηλυκό. Αυτό κρατούσε κάνα μήνα σίγουρα, μέχρι να φτιάξουν τη φωλιά, και μετά έρχονταν τα αυγουλάκια. Είναι πολύ φιλικά προς τον άνθρωπο και δεν τον φοβούνται καθόλου εδώ στις πόλεις. Αντίθετα, στην εξοχή το κοτσύφι φοβάται και κρύβεται στο δάσος.

Είναι κι αυτή η περιοδικότητα. Μετά σιωπά και λες «τι έγινε; Χάθηκε; Έρχεται μόνο με το κρύο;». Έτσι έλεγε η μάνα μου, «ήρθε το μαύρο πουλί, θα βάλει κρύο». Μετά χάνεται και την επόμενη χρονιά έχεις μια μικρή αναμονή. Αλλά όταν το ακούς γύρω στα μέσα του Φλεβάρη, ξέρεις ότι ξημέρωσε η μεγάλη μέρα του χρόνου. Αν φανταστούμε ότι ο χειμώνας είναι η νύχτα και το καλοκαίρι είναι το μεσημέρι, ο κότσυφας δίνει το σήμα ότι ο χρόνος ξημέρωσε. Τη δεκαοχτούρα την ακούς πολύ αργότερα – ή μάλλον, την ακούς όλο τον χρόνο αργά. Είναι αργοξυπνημένη [γέλια]. Το κελάηδημα του κοτσυφιού έχει να κάνει πάρα πολύ με τον κύκλο της ζωής.

Αυτός ο κύκλος υπάρχει και στο βιβλίο.

Ναι, και στο βιβλίο έχουμε και την επίθεση της γάτας. Αν, παρ' ελπίδα του, το φάει η γάτα –γιατί γίνεται κι αυτό–, θα κάνει άλλα αυγά. Το βλέπεις και γεννάει μέχρι το καλοκαίρι. Αν αποτύχει δηλαδή, θα κάνει άλλα.

stefanidi 7

Πώς θα θέλατε να νιώσουν τα παιδιά που το διαβάζουν; Που το βλέπουν μάλλον, γιατί είναι «βουβό» βιβλίο.

«Βουβό», αλλά κελαηδηστό. Νομίζω ότι θα εξάψει την περιέργειά τους όταν δουν ένα κοτσύφι. Αν το δουν μάλιστα με τη μαμά τους, ελπίζω αυτή να μην είναι τόσο αδιάφορη όσο είναι στο βιβλίο. Εκεί τους καυτηρίασα λίγο τους μεγάλους, γιατί βιάζονται και δεν στέκονται στο θαύμα που συντελείται δίπλα τους. Νομίζω ότι άμα το δει και το παρατηρήσει μια φορά, μετά θα είναι σαν παλιός γνωστός, θα πει «έχω διαβάσει για σένα». Αυτό θα ήταν για μένα το μεγαλύτερο επίτευγμα. Είναι πολύ ενδιαφέρον για ένα παιδί που δεν έχει σκύψει ακόμα στην οθόνη.

Όπως και οι Κήποι μυστικοί (εκδ. Στεφανίδη) που είχα φτιάξει. Κι αυτοί είχαν, εκτός απ' τα πουλιά, αυτό το ραδίκι που ανθίζει στο πεζοδρόμιο ή πίσω από μια μάντρα ενός εγκαταλελειμμένου σπιτιού. Όλα αυτά υπάρχουν, αναπτύσσονται και κάνουν τον κύκλο της ζωής τους. Η γοητεία είναι εκεί, π.χ. της παπαρούνας που βγαίνει ανάμεσα στον σταυρό των πλακών του πεζοδρομίου. Αυτή η γοητεία παραμένει.

Πηγή:

https://018.bookpress.gr/prosopa/sunenteukseis/15630-foteini-stefanidi-to-xroma-polles-fores-mou-deixnei-ti-prepei-na-kano