Ο Ομηρος και η εγγονή του...
▶ Του Αλέκου Αλαβάνου
Για τον ζωγράφο Κυριάκο Κατζουράκη πληροφορήθηκα νωρίς. Τον πρωτοσυνάντησα αρκετά χρόνια αργότερα. Αδελφικοί φίλοι γίναμε δεκαετίες μετά, στα πρόσφατα τέσσερα χρόνια. Κανονικά θα ανήκαμε στην ίδια γενιά, με έξι χρόνια διαφορά, αφού κάθε γενιά μετράει τουλάχιστον μια εικοσιπενταετία. Κι όμως, οι απότομες στροφές της Ιστορίας μπορούν να σπάσουν, αιφνιδιαστικά, μια γενιά στα δυο παρά τις ελάχιστες διαφορές ηλικίας. Η δικτατορία του 1967 με βρήκε ανώριμο, ακόμα, σχολιαρόπαιδο, μέσα στην επιβαλλόμενη πειθαρχία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ελάχιστα χρόνια, όμως, πιο μεγάλοι μας πρόλαβαν να ζήσουν στο πιο ανεκτικό πανεπιστημιακό περιβάλλον, κοντά σε νέες δημιουργικές παρέες συμφοιτητών με παρόμοιες ανησυχίες, με την πολιτική και τον έρωτα να εισορμούν στη ζωή τους.
Ο Κυριάκος από το 1972 μέχρι το 1985 εγκαθίσταται στο Λονδίνο. Τις δυο δεκαετίες μετά το 1981, τις εργάσιμες μέρες, εγώ βρίσκομαι στις Βρυξέλλες. Κι όμως, αυτόν τον καλλιτέχνη που, ίσως, δεν είχα καν συναντήσει, τον εκτιμούσα βαθιά. Για δυο κυρίως λόγους.
Ο πρώτος: Τα εγκωμιαστικά λόγια φίλων μας, ιδιαίτερα της Ιωάννας Καρυστιάνη και του Παντελή Βούλγαρη. Θυμάμαι, ο Παντελής να μας διηγείται την ιστορία της ταινίας «Κιέριον» του Δήμου Θέου, όπου σε δεύτερους ρόλους είναι ένα ανθολόγιο από τους μετέπειτα καινοτόμους σκηνοθέτες: Ο Βούλγαρης, ο Αγγελόπουλος, ο Φέρρης, η Μαρκετάκη, ο Τορνές, ο Σφήκας, ο Κατακουζηνός, ο Νικολαΐδης. Σε έναν πρωταγωνιστικό ρόλο ο Κυριάκος Κατζουράκης, ένας όμορφος νέος άνδρας και στοχαστικός, που θα αναλάμβανε, αργότερα, σκηνογράφος και ενδυματολόγος του «Προξενιού της Αννας» του Βούλγαρη. Από τα νεανικά του χρόνια ο ζωγράφος Κυριάκος έπλεε με το καΐκι του και στα νερά του σινεμά, όπως και του θεάτρου και του γραπτού λόγο.
Ο δεύτερος: Ενας πίνακας της δεκαετίας του 1970, που έχει σφηνωθεί στη μνήμη μου με τον ίδιο τρόπο που το κάνει η «Κοιμωμένη» του Χαλεπά ή τα «Κορίτσια στο Μπαλκόνι» της Κατράκη. Είναι «Ο Ομηρος με την εγγονή του». Δεν θυμάμαι αν τον είδα σε έκθεση ή σε αφίσα ή σε λεύκωμα. Στη δεξιά γωνία, σε μια πλεχτή καρέκλα της κουζίνας ο Ομηρος, πενηντάρης, με την εγγονή του στα πόδια, το μπουζούκι και το ούτι χάμω. Στο κέντρο μια βάρκα πάνω στη στεριά, τραβάει κουπί ένας Αφρικανός με το φανελάκι του, μέσα κι άλλοι τέσσερις, δυο με αρχαιοελληνικά κράνη. Πέτρινοι τοίχοι κυκλαδικοί, νησιώτικα σπίτια, μοναχικό κορίτσι με νυφικό, μαντιλοφορεμένη χωριάτισσα, τεράστιοι γρανίτες, σκούρα γαλάζια θάλασσα, ουρανός σε αποχρώσεις του μπεζ και του καφέ, σε μια γωνιά ο Αϊ-Γιώργης έφιππος με κράνος κι αυτός.
Με έντονο μυστικιστικό και φαντασιακό τρόπο ο Κυριάκος ζωγραφίζει το υπαρξιακό άγχος της δεινοπαθούσας νεοελληνικής τέχνης. Να μπορέσουμε να βρεθούμε στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, όχι σαν Αμερικανοί τουρίστες, αλλά σαν παλιοί αγρότες, που με την ίδια πέτρα μπαλώνουν τις ξερολιθιές στα περιβόλια των παππούδων τους. Και, κυρίως, να μπορέσουμε, απεγνωσμένα, να φιλοξενήσουμε δοξαστικά, με έναν τρόπο οργανικό πολιτιστικού εμβολιασμού και εμπλουτισμού, τις ανοίκειες αρχαίες λέξεις, την προσωδία, την έννοια του τραγικού, τα μαρμάρινα αγάλματα χρωματισμένα, τη ζωτική επικοινωνία με την Ανατολή και τον Νότο.
Γνωριστήκαμε καλύτερα με τον Κυριάκο και με την Κάτια Γέρου, πάντα δημιουργικά μαζί του, στις κινητοποιήσεις για τον Οτσαλάν, για τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία και ιδιαίτερα για τον Γρηγορόπουλο, στη βάση ότι το ζητούμενο για τη νέα γενιά δεν είναι να την τιθασεύσουμε, αλλά να ακούσουμε την προφητική της κραυγή και να ερμηνεύσουμε τα «σήματα καπνού» από τα πυρά της, πριν τη βάρβαρη δημοσιονομική πειθαρχία και την επιδημία.
Χαθήκαμε για λίγο, για ένα διάστημα, ίσως περπατούσαμε, τότε, σε διαφορετικά μονοπάτια. Ξαναβρεθήκαμε σε μια διασταύρωση, μετά τα τρία μνημόνια. Μία φορά τον μήνα, μια μικρή σταθερή παρέα, συναντιόμασταν το βράδυ για φαΐ, κρασί και κουβέντα στη «Ροζαλία» στα Εξάρχεια. Συνδεθήκαμε στενά. Εκεί γνώρισα τον ορυκτό πλούτο της προσωπικότητάς του: Αγάπη, αγνότητα, καλοσύνη, ανιδιοτέλεια, ενσυναίσθηση, οικείωση, αλληλεγγύη. Ο Κυριάκος, για μένα, είναι τέκνο της ουτοπίας και των αξιών που τη γεννούν. Και αν ο ουτοπικός σοσιαλισμός θεωρείται η προδρομική ανεπεξέργαστη φάση του επιστημονικού σοσιαλισμού, που καταρρέει εδώ και δεκαετίες, είναι πολύ πιο υγιής, πιο ώριμος, πιο ανθεκτικός από τον δεύτερο. Η ουτοπία του Κατζουράκη, η επιμονή του να ζωγραφίζει, να σκηνογραφεί, να αφηγείται με την ποίηση των λέξεων, να στοχάζεται, να κοινοποιεί, να φαντάζεται, να ονειρεύεται, να καταγράφει τη βάναυση αλήθεια, να οραματίζεται το ωραίο που δεν υπάρχει, αλλά που αξίζει να επιζητούμε και να μαχόμαστε γι’ αυτό, έχει ένα στοιχείο παιδικότητας. Ισως, όμως, ο παιδικός κόσμος να είναι πιο γνήσιος, πιο εύφορος και πιο καρποφόρος από την παρακμιακή ωριμότητα και το γήρας.
Η αρτιότητα, αιτία του επαίνου
Επαινος: θεσμισμένος επιτάφιος τρόπος αποχαιρετισμού των πεσόντων στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ.
▶Του Γιάγκου Ανδρεάδη
Κορυφαίος ζωγράφος, σκηνογράφος, ενδυματολόγος. Από τους ελάχιστους Ελληνες εικαστικούς με συγγραφικό έργο για την τέχνη τέτοιο, που πρέπει να ανατρέξουμε στον Τσαρούχη, τον Γκίκα και τον Εγγονόπουλο για να βρούμε ανάλογό του. Και, ακόμη, σκηνοθέτης κινηματογράφου και θεάτρου και πολιτικός ακτιβιστής με αδιάπτωτη δράση επί δεκαετίες. Υπερδραστήριος και υπερδημιουργικός ώς το τέλος της ζωής του. Εχοντας γεμάτη από έτοιμα σχέδια την ατζέντα του επόμενου χρόνου ή και περισσότερο.
Τώρα που χάσαμε τον Κυριάκο, τόσο παράλογα και άδικα, ο απολογισμός αυτός αντιμετωπίζεται -ακόμη και από το επίσημο κράτος, με το οποίο δεν διατηρούσε τις καλύτερες σχέσεις, τιμωρούμενος για την ανεξαρτησία του- όχι απλώς με συμπάθεια, αλλά με ύμνους. Από ορισμένους άλλους με κάποια έκπληξη. – Μα καλά. Υπάρχουν ακόμα τέτοιοι καλλιτέχνες στην εποχή μας; Αυτά τα πράγματα δεν είχαν τελειώσει στην Αναγέννηση; Κάποιοι που προφανώς πιστεύουν ότι είναι δικαιοδοτημένοι να θεσμοθετούν περί καλλιτεχνικής αξίας και απαξίας πρόβαλαν –αρκετά προσεκτικά βέβαια- ενστάσεις, άλλοτε κομψές και άλλοτε πιο βάναυσες: «Ηταν πολυδιασπασμένος. Οχι ότι αυτό είναι και κακό, αλλά να, αν συγκεντρωνόταν μόνο στο κυρίως αντικείμενό του, τη ζωγραφική, τότε πραγματικά θα ήταν το κάτι άλλο». Κάτι λίγοι προχώρησαν περισσότερο. -«Μα τόσο κόσμο που παίζει στις ταινίες του πού τον βρήκε; Μάλλον απλήρωτοι θα είναι». Που σήμαινε πως πίσω-πίσω εννοούσαν πως οι ταινίες αυτές ήταν ερασιτεχνικές. Να αγνοούσαν ότι οι πίνακες του Κυριάκου ήταν και αυτοί, αλλά όχι οι μόνοι, χορηγοί των προσπαθειών του; Και ότι πολύ συχνά ανάμεσα στους ερμηνευτές του – «πρωταγωνιστές» και «κομπάρσους» υπήρχαν σπουδαία ονόματα του χώρου του θεάματος που το θεωρούσαν χαρά και τιμή τους να συνεργαστούν μαζί του;
Η απάντηση είναι απλή. Ο Κατζουράκης δεν πολυδιασπάστηκε ποτέ. Υπήρξε σπουδαίος δάσκαλος της ζωγραφικής, σε ό,τι κι αν έκανε. Απλώς δεν ζωγράφισε μόνον με το σχέδιο και με το χρώμα, αλλά ακόμη και με τις λέξεις και με τα ζωντανά σώματα, με τους ήχους και με τις σιωπές, με τους φωτισμούς στον καμβά και με αυτούς στη θεατρική σκηνή και στην οθόνη. Και επίσης με τις πράξεις. Τα όσα δημιούργησε συνθέτουν ένα συλλογικό έργο τέχνης σε εξέλιξη. Και σε αυτό το συλλογικό έργο, πρωταγωνιστικό έργο τέχνης έπαιζε και η προσωπική του ζωή, ο έρωτας, η αγάπη, η φιλία και η πολιτική του δράση:
Δεν ήταν μια πολιτική δράση από τις συνηθισμένες. Ακόμη και αν δεν είχε κάνει την ταινία «Ουσάκ», η αγάπη του και η αγωνία για το περιβάλλον, για τον κάθε σπόρο που πεθαίνει με τη σπορά για να αναστηθεί την άνοιξη, θα ήταν ήδη στην καρδιά της δημιουργίας του. Ακόμα και αν δεν είχε ξεκινήσει την κινηματογραφική του δημιουργία με τον «Δρόμο προς τη Δύση», ο δρόμος αυτός του έρωτα για τα ανθρώπινα κορμιά και της καταγγελίας των βασανιστών και των δημίων τους υπάρχει ολάνοιχτος και φωτεινός σε πίνακές του, όπως η εκπληκτική «Υπόκλιση». Και αν ακόμα κάποια βάσκανη μοίρα τον καταριόταν- ή μάλλον μας καταριόταν- να μη γίνει ζωγράφος, μια σειρά από πολιτικές του αποφάσεις και πράξεις, από σωστές προσχωρήσεις και αποχωρήσεις/παραιτήσεις και θέσεις που δεν τις είχε, ενώ τον είχαν ανάγκη, θα ήταν με τον τρόπο τους αισθητικές δημιουργίες, μια άρτια ζωγραφική του πολιτικού πράττειν. Πολιτικός και αισθητικός φόρος τιμής στα βασανισμένα πρόσωπα των αγωνιστών στο Κουρδιστάν, στις Σκουριές ή στο Σύνταγμα και στα πληγωμένα μάρμαρα της Ακρόπολης.
Υπήρξε επαναστάτης, διότι μέχρι τέλους έμεινε πιστός στην απαγορευμένη, εξόριστη ή πλαστογραφημένη μνήμη. Πιστός στους μεγάλους μοντερνιστές, τον Φειδία, τον Πανσέληνο, τον Τζιότο και τον Θεόφιλο, στους μεγάλους κλασικούς, τον Πικάσο, τον Μπέικον, τον Τσαρούχη, τους Ρώσους κονστρουκτιβιστές. Συνεχίζοντάς τους όπως έπρεπε. Προδίδοντάς τους όταν έπρεπε για να μπορέσει να τους δει και να τους δείξει αέναα ζωντανούς. Κλέβοντας μυστικά από όλους τους ζωγράφους, όλους τους καλλιτέχνες που αγαπούσε, για να στήσει τον δικό του ναό προς τιμήν τους και να μας καλέσει να τους χαρούμε, να τους λατρέψουμε και εμείς.
Δεν είναι λοιπόν να απορούμε γιατί δεν μπορούσε να αρέσει σε όσους ένιωθαν, ο καθένας για τον δικό του λόγο, απειλημένοι από τη ζωή και από το δημιουργικό έργο του είτε αυτό αφορούσε την τέχνη είτε την πολιτική που, όταν αξίζει, είναι και αυτή ποίησις, δημιουργία. Ηταν άρτιος όλες τις φορές που υλοποιούσε το αισθητικό και το πολιτικό όραμά του και ακόμα πιο άρτιος, όταν αστοχούσε, όταν έπεφτε και σηκωνόταν και ξεκινούσε από την αρχή. Αυτή η ηρωική αρτιότης ήταν, για να θυμηθούμε τον εξόριστο βυζαντινό άρχοντα του Καβάφη, «η αιτία της μομφής». Και, βέβαια, η αιτία του επαίνου με τον οποίο τον αποχαιρετούμε με δάκρυα στα μάτια.
Η ελπίδα και η μάχη είναι πάντα εκεί
▶ Του Αρη Κατζουράκη
Ποιος έσβησε τα φώτα; Διαβάζω με συγκίνηση και ενδιαφέρον όσα έχουνε γραφτεί για τον πατέρα μου Κυριάκο αυτές τις μέρες. Δεν ξέρω γιατί - ούτε το κενό και τη θλίψη μπορούνε να καλύψουνε, ούτε να μου μεταφέρουνε καινούργιες πληροφορίες. Είναι όμως όμορφα και αντικατοπτρίζουνε το φως αυτού του ανθρώπου που τόσοι εμπνεύστηκαν και στάθηκαν μαζί με αυτό. Διαβάζω για το έργο, την παρακαταθήκη, τον χείμαρρο δημιουργίας και δημιουργικότητας που είναι τόσο σπάνιος. Χαίρομαι πολύ που γράφονται αυτά. Σκεφτείτε μια στιγμή τι δεν πρόλαβε να κάνει, τι αστείρευτες εικόνες, δημιουργίες, ιδέες και κουβέντες δεν πρόλαβαν να ολοκληρωθούν και άλλες που δεν αρχίσανε καν ακόμα.
Εφυγε πριν την ώρα του. Ξέρω, ξέρω, ποτέ δεν είναι η σωστή, πάντα είναι νωρίς. Δεν ήτανε όμως, και όσοι τον γνωρίζουνε από κοντά ξέρουνε τι αστείρευτη ζωή και ενέργεια είχε ακόμα μέσα του. Δεν είχε αρχίσει καν να κόβεται η φορά του ακόμα. Κόπηκε απότομα το νήμα, από μια επέμβαση που οδήγησε σε επιπλοκές, και προσπάθησε να ξεγελάσει τον θάνατο για πάνω από έναν μήνα αλλά δεν τα κατάφερε. Δεν υπήρχε γυρισμός, επιστροφή, ελπίδα. Τόση αγάπη, τόσοι άνθρωποι κάνανε ό,τι πέρναγε από το χέρι τους. Τι παραπάνω να πω για το έργο του, τη ζωή του, τι αφήνει πίσω του, τους ανθρώπους που τον αγαπάνε και φωτίστηκαν από αυτόν.
Θα σταθώ στο τεράστιο κενό, αυτά που δεν πρόλαβαν να γίνουνε, τις συμβουλές σε φίλους, συγγενείς και συνοδοιπόρους που δεν πρόλαβε να δώσει, τις κουβέντες που δεν γίνανε, τα έργα που δεν πρόλαβαν να ζωγραφιστούνε. Γιατί τα άλλα, όσοι ενδιαφέρονται να τα μάθουνε, ευτυχώς έχουνε γίνει πολλά και θα γίνουνε και αλλά, θα μπορέσουνε να τα μάθουνε. Το έργο του είναι ζωντανό και συνεχίζει να δίνει ζωή και ελπίδα. Ξέρω, μπορεί κατά καιρούς να φαίνεται και η απελπισία μέσα από το έργο, αλλά η ελπίδα και η μάχη είναι πάντα εκεί.
Κυριάκο μας, αγάπη μας, στήριγμα και έμπνευσή μας
▶ Της Κάτιας Γέρου
Δεν θα σου πω για τον θρήνο που ξέσπασε μετά το φευγιό σου από τη ζωή.
Το σοκ, τα δάκρυα και την αγάπη των φίλων. Ούτε και για το δικό μου πένθος θα σου πω, που είχα την τύχη να ζήσω δίπλα σου τριάντα πέντε χρόνια. «Είσαι το λόττο μου» σου έλεγα και συ απαντούσες με το σαρδόνιο χιούμορ σου «Εσύ είσαι μια χαρά, εμένα να δούμε πότε θα μου τύχει!»
Αυτό το φως, αυτό το γέλιο, αυτή η χαρά που τη χάριζες σε όλους τους συγγενείς σου : στα αδέρφια σου, τον Δημήτρη και τη Μαρία, στη μητέρα του παιδιού σου τη Χρύσα, στον γιο σου τον Αρη και τη γυναίκα του την Ελένη και στα δυο εγγονάκια σου, τη Ρόζα και τον Νέστορα.
Ενα πράγμα θέλω να σου πω που όμως κι αυτό το ξέρεις. Ολα αυτά τα χρόνια τα ευτυχισμένα ξυπνούσα το πρωί και σε παρακολουθούσα έκθαμβη να δουλεύεις πάνω από δέκα ώρες τη μέρα, ό,τι κι αν σου συνέβαινε, να κάθεσαι στο καβαλέτο σου, σαν να είχες ένα αφεντικό πάνω από το κεφάλι σου και να ’πρεπε να παραδόσεις μια εργασία.
Αφεντικό δεν υπήρχε, αφεντικό ήταν το ταλέντο σου, η έμπνευσή σου και η αγάπη σου για τους ανθρώπους.
Κατέβαινα στο εργαστήριο με το μπλοκάκι μου γεμάτο από πρακτικές δουλειές και μου ’λεγες: «Ελα σε τρεις ώρες, μη με διακόπτεις». Στην αρχή ανυπομονούσα και θύμωνα, γρήγορα όμως κατάλαβα. Ετσι κλείναμε τα ραντεβού στο σπίτι μας.
Εσύ είχες δίκιο.
Ζωγράφιζες κάτι υπέροχο και μετά το «χαλούσες», το άλλαζες κι εγώ δεν καταλάβαινα. Το καινούργιο όμως που προέκυπτε ήταν πολύ ανώτερο.
Εσύ είχες δίκιο.
Αγάπησες το σινεμά και όλοι οι φίλοι σου σε μαλώναμε και λέγαμε : «Συγκεντρώσου στη ζωγραφική σου, τι τα θες όλα τα άλλα, άσε που θα καταστραφείς και οικονομικά».
Οικονομικές καταστροφές συνέβησαν. Ομως όλοι οι συντελεστές αμειβόντουσαν κανονικά. Εκτός από σένα. Ούτε ένα καρφάκι δεν μπήκε στις ταινίες σου τζάμπα. Εκτός από την εργασία των εθελοντών, ερασιτεχνών ηθοποιών της Καλαμάτας, που για αντίδωρο χάρισες στην πόλη το τέμπλο σου.
Εσύ είχες δίκιο.
Οι ταινίες σου δεν σε εμπόδισαν να ζωγραφίσεις χιλιόμετρα ζωγραφικής σαν να ήσουνα δέκα ζωγράφοι μαζί!
Εσύ είχες δίκιο.
Και τι κεραίες είχες απλωμένες Κυριάκο μας αγαπημένε ώστε να γράψεις στο σενάριο του ’17 στην ταινία σου USSAK, τη φράση : «Μία επιδημία έρχεται, πέφτουν κάτω οι άνθρωποι, πεθαίνουν».
Είναι σαν το εμβληματικό κείμενο του Χατζιδάκι για τον φασισμό που γράφτηκε όταν κανείς μας δεν είχε πάρει χαμπάρι τίποτα.
Εσύ είχες δίκιο.
Υπάρχει μόνον ένα πράγμα που δεν ξέρεις : Αυτή τη στιγμή γίνεται μια γενναία προσπάθεια από φίλους –ευπατρίδες τούς ονομάζω εγώ– να βρεθεί ένας μόνιμος χώρος έκθεσης για κάποια εμβληματικά σου έργα.
Αν αυτό επιτευχθεί, θα είναι σπουδαίο.
Θα τα βλέπουν οι ερχόμενοι άνθρωποι και θα τα χαίρονται.
Σε ευχαριστούμε αγάπη μου, αγόρι μας ευλογημένο.
Ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα τα μάτια της ψυχής σου!
▶ Του Σάββα Μιχαήλ
Τι βλέπει ο ζωγράφος; Τίποτα πιο μυστηριώδες και πιο αποκαλυπτικό από τα μάτια και τη ματιά του, Αυτά η δύναμή του.
Για να μπούμε στον λαβύρινθο, στους δαιδάλους που διατρέχει η εικαστική ματιά παίρνουμε ξανά στο χέρι το σωτήριο νήμα της Αριάδνης που μας δώρισε ο Πάουλ Κλέε: ο ζωγράφος δεν κοιτάζει να αντιγράψει το ορατό, αλλά να κάνει ορατό το αόρατο. Ο,τι ξεφεύγει, ό,τι κρύβεται, ό,τι μας κρύβουν- ακόμα κι ό,τι δεν θέλουμε να δούμε ή να δουν άλλοι. Αυτό που πρέπει να αποκαλυφθεί: το αφανές.
Τι βλέπει ο ζωγράφος Κυριάκος Κατζουράκης;
Τι βλέπει με εκείνα τα τρομερά και τρυφερά μάτια στο συνταρακτικό πορτρέτο του 1964, όταν ο Κυριάκος Κατζουράκης ήταν ακόμη εικοσάχρονος και τον ζωγράφιζε ο φίλος του και συναγωνιστής ζωγράφος Γιάννης Ψυχοπαίδης; Είδαμε το πορτρέτο να συνοδεύει το καίριο κείμενο που γράφει ο Ψυχοπαίδης στη μνήμη του Κατζουράκη. Δημοσιεύεται («Εφημερίδα των Συντακτών» 26 Οκτωβρίου 2021) την επομένη ακριβώς της ταφής του αόρατου πια Φίλου. Και τον κάνει ορατό, σε ό,τι πιο μύχιο: να έχει ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα τα μάτια της ψυχής του!
Ανοιχτά πάντα τα μάτια του Κυριάκου Κατζουράκη στις ανοιχτές πληγές του κόσμου που φαίνεται «σαν να μην έχουν τελειωμό τα πάθια και οι καημοί» του- ακόμα.
Ανοιχτά πάντα τα μάτια του στα βάσανα των εκμεταλλευόμενων, των καταπιεσμένων, των περιφρονημένων, των καταδιωγμένων κι εκδιωγμένων προσφύγων, των προλεταρίων και αποκλήρων όπου Γης.
Ανοιχτά πάντα τα μάτια του κομμουνιστή ζωγράφου μπροστά στις τρικυμίες και κάτω από τις καταιγίδες και μέσα στις θύελλες της Εποχής μας, «της πατρίδας μας μέσα στον χρόνο», όπως την ονόμαζε ο Λέων Τρότσκι.
Ανοιχτά και σε όσα «δεν άνθησαν ματαίως» μέσα στις αναταραχές και τις επαναστάσεις της Ιστορίας και της Τέχνης, τα αλληλολοσυγκρουόμενα ρεύματα, τις πρωτοπορίες τους αλλά και τις ανώνυμες μάζες που ρίχνονται και ματώνουν στην αρένα της αμείλικτης πάλης για να πλάσουν οι ίδιες το πεπρωμένο τους. Με όλα τούτα συνδιαλέγεται στα έργα του ο Κατζουράκης, με όλα τούτα αισθάνεται, υποφέρει, δημιουργεί, απελπίζεται, αλλά και περιμένει το απροσδόκητο.
«Κάθε κοινωνία και εποχή πρέπει να δημιουργήσει τη δική της Γκουέρνικα», λέει ο Κυριάκος Κατζουράκης. Κι ο ίδιος, σε ένα συγκλονιστικό εικαστικό διάλογο με τον Πικάσο, δημιούργησε τη δική του Αναφορά στην Γκουέρνικα. Τη δική μας Γκουέρνικα τούτων των εσχάτων ημερών. Στο Τρίπτυχο Guernica βρίσκεται ακόμα κι ο χαμένος πια, ο δικός μας σκύλος Λουκάνικος των αδικαίωτων αντιμνημονιακών αγώνων. Πετιέται, με ανοιχτές, αιμορροούσες τις πληγές στο ζωντανό του ξανά σώμα. Ορμά έξω από το αόρατο βασίλειο του θανάτου ορατός πλέον, εισβάλλει και φανερώνεται στο πεδίο της Τέχνης και των επερχομένων μαχών!
Ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα τα μάτια της ψυχής τού Κυριάκου Κατζουράκη. Αγρυπνα μέσα στη Νύχτα της Ιστορίας των ανθρωπίνων βασάνων που δεν λέει να τελειώσει. Αγρυπνα μέχρι να τελειώσει επιτέλους η Νύχτα. Ο επαναστάτης κομμουνιστής ποτέ δεν παραδίνεται στον ύπνο όσο υπάρχουν βάσανα ανθρώπου από άνθρωπο. Περιφρονεί όσους κι όσες παραδίνονται στη νάρκη του καπιταλισμού και του κράτους.
Διαρκής αγρυπνία για να γίνει η επανάσταση διαρκής.
Αν παραμένουν αξέχαστα τα γήινα χρώματα στους πίνακες του Κυριάκου Κατζουράκη είναι γιατί, στον δρόμο του Μαρξ, οδεύει από την κριτική του ουρανού στην κριτική της γης. Οχι για να προσγειώσει στα πεζά και κοινότοπα, αλλά για να γίνουν τα επί της γης ως εν ουρανώ. Με την ανατροπή, όπως έλεγε ο Μαρξ «όλων των σχέσεων που κάνουν τον άνθρωπο ένα όν ταπεινωμένο, υποδουλωμένο, εγκαταλειμμένο, περιφρονημένο».
Μέσα από τα ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα μάτια της ψυχής σου, Κυριάκο Κατζουράκη, μέσα από όλα τα αόρατα που έκανες ορατά, συνεχίζουμε να βλέπουμε και να αγρυπνούμε! Αχρι τέλους. Μέχρι να τελειώσει η Νύχτα των ανθρωπίνων βασάνων και η διαρκής αγρυπνία, με τη διαρκή επανάσταση προλεταρίων και ποιητών, ψυχών και σωμάτων.
7 Νοεμβρίου 2021
Εκατόν τέσσερα χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση
Αναδρομική έκθεση 1963 - 2013 στο Μουσείο Μπενάκη
▶ Της Πέπης Ρηγοπούλου
(Απόσπασμα από την παρουσίαση του βιβλίου στο Μουσείο Μπενάκη)
Τάξη στο χάος, ο τίτλος του βιβλίου. Τάξη που δεν είναι όργανο της τάξεως, εχθρός της δημιουργικής αταξίας, ηλεκτροσόκ της επιθυμίας, πανοπλία των ιδεών. Τάξη που είναι κόσμος και κόσμημα. Κόσμος φτιαγμένος σαν κόσμημα από θεούς στο ανάστημα του ανθρώπου, όταν και αν ο άνθρωπος αξιώνεται να πάρει μπόι, να ανυψωθεί.
Οσο κι αν σπάσαμε τα αγάλματά τους διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί, μας προειδοποίησε ο Καβάφης. Και ο Κατζουράκης, γνώστης του γεγονότος αυτού, μαζεύει σαν μαγνήτης με την κεντρομόλο δύναμη της επιθυμίας τα σπασμένα μέλη των θεϊκών αγαλμάτων, ζωγραφιές και ταινίες των δασκάλων, λόγια των φίλων παρόντων και απελθόντων, στιγμές του μέσα και του έξω βίου και τα κοσμεί, τα κάνει έναν κόσμο τον οποίο μας καλεί όχι απλώς να κατοικήσουμε αλλά να τον ανα-λάβουμε για λογαριασμό όλων, γνωστών και αγνώστων, που τους θέλουμε συγκάτοικους, να τον πάρουμε πίσω λέγοντας όχι σε αυτούς που τον καταχρώνται για να τον καταστήσουν ακατοίκητο. Ενα κόσμο και κόσμημα, ή, όπως λένε οι ανθρωπολόγοι, «αντικείμενο αξίας».
Εργο του χρωστήρα, του υπολογιστή, όπου μοντάρει την κινηματογραφική δουλειά του, έργο του λόγου όπως το βιβλίο. Βιβλίο το οποίο μαζεύει τα παράταιρα, διαφορετικές τέχνες, διαφορετικές αγάπες. Πιο σωστά τα συλλέγει, βρίσκει τον λόγο και τα λόγια και έτσι τα ενώνει και μεταμορφώνει τη φαινομενική αταξία του βίου και της τέχνης σε αυτό τον γοητευτικό λόγο.
Τα κοσμήματα δεν πωλούνται πάντοτε στα κοσμηματοπωλεία. Και μπορεί, όπως το κουτί που διαλέγει ο Βασάνης στον «Εμπορο της Βενετίας» του Σέξπιρ, επιλογή που του χαρίζει την καρδιά της Πόρσιας, να μην είναι από χρυσάφι ή ασήμι, αλλά από το ταπεινό μολύβι. Η ζωγραφική, η τέχνη του Κατζουράκη έχει κάτι το ταπεινό μέσα στη μαστοριά και το μεγαλείο της.
Ταπεινό σαν τον τόπο μας τις ώρες της οδύνης, τις ώρες που περνάμε και τώρα. Είναι μια τέχνη που δεν λέει: Ελα και θαύμασε, δες με τι ωραία που ζωγραφίζω, μείνε ενεός μπροστά στο ταλέντο μου. Περιοχές γκριζογάλανες, γκρίζες σαν το σεξπιρικό μολύβι, απ’ όπου αναδύονται χρώματα και σχήματα που λάμπουν σαν το απελευθερωμένο συναίσθημα, σαν την καθαρή σκέψη όταν πηγάζει από τη σάρκα και το αίμα. Οπως ζωγραφίζει έτσι και γράφει ο Κατζουράκης. Στις σελίδες του βιβλίου του δεν κουράζεται να δηλώνει αναρμόδιος, αβέβαιος, ανήσυχος. Ομως ακριβώς η αμφιβολία είναι το στήριγμα της βεβαιότητας (Λακάν, XI Σεμινάριο, μετ. Α. Σκαρπαλέζου, σελ. 52-53)
Τα έγκατα του σώματος και της κοινωνίας ορίζουν και την καταγωγή και την αφετηρία του. Ολα στο καλλιτεχνικό έργο του και όλα στο βιβλίο του ξεκινούν από τη ζωγραφική, το μέρος εκείνο της γραφής, με την αρχαία έννοια της λέξης, που είναι εικόνα. Η εικόνα είναι αυτό που πρώτο, τουλάχιστον έτσι έχω καταλάβει, αναδύεται. Ομως η ανάδυση αυτή δεν γίνεται ερήμην του έξω κόσμου, δηλαδή της ιστορίας και της κοινωνίας. Και αυτό γιατί η ψυχή μας έχει τον κόσμο γραμμένο, χαραγμένο με νυστέρι μέσα της.
Οι εικόνες, οι μουσικές και τα λόγια του Τέμπλου, του έργου που βλέπουμε στο Μουσείο Μπενάκη μάς μιλούν. Μορφές σε διάλογο με τον Τσαρούχη, τον Μπέικον. Μουσικές που αγκυλώνουν την ψυχή. Λόγια από παλιούς και πρόσφατους σπαραγμούς. Ολα να μιλούν για το μέσα και το έξω, όλα να υψώνουν το έργο, ως απάντηση στο ατομικό και το συλλογικό τραύμα της ιστορίας. Δεν υπάρχουν στις σελίδες αυτού του βιβλίου κραυγές και οδυρμοί γι’ αυτό το τραύμα. Ο συγγραφέας έχει σπουδάσει την προγονική τέχνη της ενεργής αντικειμενικότητας, που, όπως το κάνουν οι αρχαίες επιτύμβιες στήλες, ξέρει να γεννά το γέλιο και το δάκρυ χρησιμοποιώντας μονάχα μια πλάγια ματιά, τη λανθάνουσα υποψία ενός χαμόγελου.
Πίκρα, θυμός και απόγνωση
▶ Του Μάνου Στεφανίδη
Ο Κυριάκος Κατζουράκης τα τελευταία χρόνια, τα χρόνια της κρίσης ζωγραφίζει μια σειρά έργων σχολίων της Γκουέρνικα. Μοιάζει αυτό το μυθικό έργο του 1937, που σφραγίζει δραματικά μιαν άλλη περίοδο κρίσης -ή καλύτερα φρίκης- και που στοιχειώνει έκτοτε την ευρωπαϊκή συνείδηση ως απόλυτο ζωγραφικό τοτέμ, να τυραννάει και τη μνήμη και τη φαντασία του ζωγράφου θέλοντας να ξαναϋπάρξει αλλιώς. Κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά σύνηθες στην ιστορία της τέχνης, καθώς ένα παλιό έργο διεκδικεί μια δεύτερη ζωή μέσα από ένα νεότερο και καθώς η βασική έμπνευση των ζωγράφων και το ερέθισμα εργασίας τους είναι τα έργα άλλων ζωγράφων. Η δύναμη των εικόνων έγκειται στο γεγονός ότι μπορούν να εμπνεύσουν άλλες εικόνες. Και αυτή η λιτανεία των μορφών και η διελκυστίνδα των οπτικών πληροφοριών χαρίζει στην τέχνη και πλούτο αλλά και νόημα. Της προσφέρει και πλάτος και βάθος.
Η Γκουέρνικα του Κατζουράκη απλώνεται σε περισσότερες από σαράντα μικρές και μεγάλες συνθέσεις, αναμοχλεύει τα βασικά σύμβολα της πικασικής μυθολογίας και αναδεικνύει μια σειρά από καινούρια. Ο γνωστός κόσμος του, το τέμπλο των δικών του αγίων, το γυμνό κορίτσι, το παιδί με το παιχνίδι του, το ζευγάρι που ερωτοτροπεί σε ένα κρεβάτι – βωμό, ο αιχμάλωτος, ο βασανισμένος, η γυναίκα που φεύγει, το σφαγείο, η γυναίκα που κοιμάται, η φυλακή, η γυναίκα που ψυχορραγεί, η διαδήλωση κ.λπ. είναι κι εδώ παρόντα, φορτισμένα όμως με μια πρωτόγνωρη ένταση. Κι ενώ θα περίμενε κανείς αυτός ο διάλογος του ζωγράφου με το πιο διάσημο αντιπολεμικό έργο της ιστορίας της τέχνης και με τον πίνακα-σταθμό της ώριμης ευρωπαϊκής αβανγκάρντ να έχει έναν χαρακτήρα πιο στοχαστικό και να κινείται περισσότερο στην εμβάθυνση των ατραπών και των αδιεξόδων της Ιστορίας, στην τωρινή, την ελληνική Γκουέρνικα περισσεύουν η πικρία, ο συσσωρευμένος θυμός και φορές φορές η απόγνωση.
Neuchatel, Δεκέμβριος 2018
Ο πολυδιάστατος καλλιτέχνης
▶ Της Ελένη Πορτάλιου
Πώς μπορεί να μιλήσει κανείς για τον Κυριάκο Κατζουράκη σε παρελθόντα χρόνο;
Εναν σπουδαίο, πολυσχιδή και απαιτητικό καλλιτέχνη, ταυτόχρονα προσηνή και ανεπιτήδευτο όχι μόνο απέναντι στους ειδικούς της τέχνης αλλά και στους ανθρώπους που γνώριζε και αγαπούσε.
Γνώρισα τη σημαντική ενότητα του έργου του με τίτλο «Αναφορά στην Γκουέρνικα» στη Δημοτική Πινακοθήκη της Λάρισας-Μουσείο Γ.Ι. Κατσίγρα, τον Φεβρουάριο του 2019. Εζησα μια συγκινητική στιγμή όταν η εξάχρονη ανιψούλα μου, που έβλεπε έκθαμβη την έκθεση, με παρακάλεσε να τη φωτογραφίσω κάτω από τον πίνακα Ορφανοτροφείον η Γκουέρνικα. Εδώ, μου είπε, μαζί με τα παιδάκια.
Ο Κυριάκος Κατζουράκης ήταν πολυτάλαντος – ένας συνθετικός δημιουργός όπως οι μεγάλοι καλλιτέχνες σε ιστορικές εποχές. Γνωρίσαμε τις σκηνογραφίες του στο υπόγειο του Κουν που πρωταγωνιστούσε η αγαπημένη του Κάτια, ο τρυφερός άγγελος της ζωής του. Τον ακολουθήσαμε στην έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη το 2013 και την επεξεργασία του συνθετικού του έργου που συμπυκνώνει τις τέχνες τις οποίες υπηρετεί και γνώριζε: ζωγραφική, σινεμά, γραφή.
Σε όλη την καλλιτεχνική του διαδρομή κινήθηκε σε έναν διαρκή πειραματισμό πάνω στη σύνθεση των τεχνών και τη δημιουργία ενός «συνολικού έργου».
«Αναφορά στην Γκουέρνικα»
Φεβρουάριος 2019
Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας – Μουσείο Γ.Ι. Κατσίγρα
Επιμελητής Εκθεσης: Μάνος Στεφανίδης, Ιστορικός Τέχνης
Επιλογή κειμένων και έργων από Ελένη Πορτάλιου
Τα τελευταία πέντε χρόνια (μετά την αναδρομική μου έκθεση στο μουσείο Μπενάκη το 2013), αποφάσισα να επεξεργαστώ με όλα τα μέσα που διέθετα, ζωγραφική, σινεμά, γράψιμο τη φόρμα ενός «συνολικού έργου». Μία «ενότητα της ποικιλίας» που θα παρέχει, όσο μπορώ πιο σφαιρικά, την αντίληψή μου για το τοπίο της ψυχής μας τα τελευταία 10 χρόνια.
Το αποτέλεσμα αυτής της εργασίας είναι τα 50 έργα με τον τίτλο «Αναφορά στην GUERNICA» και η ταινία «USSAK». Στην πραγματικότητα είναι δυο παράλληλες εργασίες που συγκλίνουν στον στόχο τους. Το εγχείρημα αυτό το έχω κάνει άλλη μια φορά (1999-2003) «Ο Δρόμος Προς Τη Δύση», παράλληλη εργασία κινηματογράφου και ζωγραφικής σε ένα διάστημα τεσσάρων ετών με θέμα το -ανερχόμενο τότε- προσφυγικό. Το αποτέλεσμα ήταν επίσης ένα φιλμ και μια σειρά μεγάλων έργων ζωγραφικής.
Τα έργα είναι τοποθετημένα σε ενότητες με αισθητική σχέση και όχι χρονολογικά. Ομως το αρχικό έργο το τρίπτυχο «GUERNICA 1» είναι το πρώτο που αντικρίζει κάποιος που μπαίνει στην έκθεση. Αυτό το τρίπτυχο έγινε η αφορμή ν’ αρχίσει ο διάλογος με τη θεματική των άλλων έργων της έκθεσης.
Γενικά, δεν βρίσκω σωστό και χρήσιμο να εξηγώ σύμβολα και αναφορές που είναι ήδη ζωγραφισμένες, άρα μετουσιωμένες σε κάτι άλλο. Και βρίσκω πιο χρήσιμο να ανακαλύπτει κάποιος με τα δικά του κριτήρια και τις δικές του αναφορές τον ζωγραφικό κόσμο που βλέπει.
Φυσικά έχω τεράστια περιέργεια τι αισθάνεται ο άλλος μπροστά στα έργα μου, αλλά είναι υποχρέωσή μου να σέβομαι τον δικό του εσωτερικό χώρο.
Η επαφή με ένα έργο τέχνης δεν είναι στιγμιαία, είναι μέρος του εσωτερικού πλούτου μας που χρειάζεται «καλή τροφή», που μας ελευθερώνει από τη σκλαβιά μιας μονοδιάστατης εικόνας του κόσμου. Ολοι έχουμε μέσα μας μια κρυμμένη ποιητική πλευρά που όταν τη φροντίζουμε, μας φροντίζει.
Από την αρχή που ξεκίνησα τη σειρά GUERNICA, μελετούσα τη σχέση του Κυβισμού με τους καλλιτέχνες της Ρωσικής Πρωτοπορίας: Ελ Λισίτσκι, Καζιμίρ Μάλεβιτς, Τάτλιν, Ροτσένκο, Πόποβα. Μελετούσα τη χρήση των συμβόλων τους και τη σχέση τους με την κοινωνική επανάσταση του ’17. Δεν είχα στόχο να επαναλάβω τη χρήση τους, πρώτα γιατί οι κοινωνικές συνθήκες είναι τελείως διαφορετικές, κυρίως όμως γιατί με ενδιέφερε περισσότερο η «επαναπροσέγγιση» δικών μου επιθυμιών των πρώτων σπουδαστικών μου χρόνων (1963 -1968 στην ΑΣΚΤ), τότε που πρωτοαντίκριζα τη βιαιότητα της κυβιστικής ζωγραφικής και με μπέρδευε, με αναστάτωνε, με γέμιζε αντιφάσεις αλλά και σεβασμό στο θάρρος των κυβιστών. Το πιο ενδιαφέρον που ανακάλυψα τότε ήταν η σχέση του Κυβισμού με τους Σουρεαλιστές.