Γνώρισα τη «Ζάζα» πριν από ένα χρόνο όταν κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καλειδοσκόπιο. Η Ζάζα είναι μια κούκλα. Και την ιστορία της γράφει με βαθιά συγκινητικό τρόπο η Αργυρώ Πιπίνη ενώ τις εικόνες έχει μαγικά σχεδιάσει ο εικονογράφος Πέτρος Μπουλούμπασης.
Η κούκλα της Εστρέας είναι μόνη, παρατημένη ανάμεσα σε πολλά ακόμα παιχνίδια. Όχι η Εστρέα δεν την παράτησε. Ένα σκληρό και βάναυσο χέρι απομάκρυνε την κούκλα της από εκείνη, μια απάνθρωπη πραγματικότητα τις χώρισε. «Και μετά με πήραν από κείνη και βρέθηκα κάτω από τρενάκια και μολυβένια στρατιωτάκια και κούκλες και πατίνια…Έτσι έμεινα κι εγώ εκεί, με τα κουζινικά και τα παιχνίδια τα κουρδιστά για να φυλάω τα μυστικά. Ναι εμείς ήμασταν οι φύλακες, εμείς φυλάγαμε τα μυστικά».
«Ένα βιβλίο που αναφέρεται στα παιχνίδια των παιδιών που χάθηκαν ή επιβίωσαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Είναι ένα κείμενο που το έγραφα για δύο χρόνια, δεν έβρισκα ένα τέλος που να μου είναι ταιριαστό», μου είχε αναφέρει η Αργυρώ Πιπίνη σε μια κουβέντα μας. «Ήθελα ένα καλό τέλος, θέλω να πιστεύω σε ένα καλό τέλος μιας και ο κόσμος εκείνη την εποχή ήταν πολύ σκοτεινός», συνεχίζει η Αργυρώ Πιπίνη.
Με αφορμή το βιβλίο «Ζάζα», μιλήσαμε με τον Πέτρο Μπουλούμπαση τόσο για αυτή την ξεχωριστή δουλειά αλλά και για το έργο του γενικότερα.
Πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σας με την εικονογράφηση; Έχετε μνήμες του παιδικού σας εαυτού να ζωγραφίζει;
Κοιτάζοντας προς τα πίσω, η ενασχόλησή μου με την εικονογράφηση μοιάζει να ήταν τελικά, μάλλον αναπόφευκτη. Απ’ όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, μου άρεσε να ζωγραφίζω. Με ένα φύλλο χαρτί και ένα μολύβι, μαρκαδόρο, «χανόμουν» για ώρες στη μονίμως ατελέσφορη προσπάθεια της τέλειας αντιγραφής ενός Στρουμφ, του Αστυνόμου Σαΐνη, του σήματος της ΑΕΚ και άλλων τέτοιων υπερφιλόδοξων στόχων. Ως φυσική συνέπεια φαντάζομαι, κάπου εκεί, στα πρώτα χρόνια του Δημοτικού, ξεκινάει η «θητεία» μου στο Εργαστήρι Ζωγραφικής του Δήμου Κερατσινίου πρώτα στο Παιδικό τμήμα και ελάχιστα αργότερα με «μεταγραφή» στο τμήμα Ενηλίκων. Στον πυρήνα τους τα πράγματα παρέμεναν ίδια. Αυτό που άλλαζε κυρίως ήταν τα «εργαλεία» που κάθε φορά κρατούσα στα χέρια μου.
Το χαρτί και ο μαρκαδόρος, έδωσαν τη θέση τους σε μπλοκ ακουαρέλας και νεροχρώματα. Στη συνέχεια αντικαταστάθηκαν από κάρβουνα, χαρτιά του μέτρου και βελόνες να μετράνε άπειρες προτομές. Παράλληλα στη σχολική πραγματικότητα, στα χέρια είχα στυλό και κιμωλίες, ώστε να μην μένει εκατοστό «αδιακόσμητο» από τα θρανία και τον πίνακα, όπου στα διαλείμματα εκτελούσα και «παραγγελιές» συμμαθητών.
Στα «πέτρινα χρόνια» του Λυκείου η Σχολή Καλών Τεχνών έμοιαζε με μονόδρομο. Η προετοιμασία γι’ αυτόν τον στόχο βρισκόταν στο τελικό στάδιο, αλλά από το πουθενά, εμφανίζεται η Σχολή Γραφιστικής του ΤΕΙ Αθηνών και κάνει την ανατροπή. Ακολουθεί φοίτηση – στα χέρια πλέον κρατώ ραπιδογράφους, καμπυλόγραμμα και τεράστιες πινακίδες – και η αποφοίτηση. Με την ιδιότητα του γραφίστα πλέον και ως ελεύθερος επαγγελματίας, μαζί με τη Σοφία Τουλιάτου, δημιουργούμε την ομάδα “magikpencil” με έδρα τα Εξάρχεια και με συνεργασίες κυρίως από τον χώρο του βιβλίου, στον τομέα σχεδιασμού εξωφύλλων ξένης λογοτεχνίας. Η πρώτη πρόταση-πρόσκληση για εικονογράφηση παιδικού δεν άργησε να έρθει. Σήμερα στο χέρι μου βρίσκεται κυρίως μια ψηφιακή wacom και πάνω κάτω, δεξιά, αριστερά, γάτες.
Η Ζάζα είναι ένα βιβλίο συγκινητικό. Πώς ένιωσες όταν έφτασε για πρώτη φορά στα χέρια σου;
Ένιωσα ακριβώς αυτό. Ότι πρόκειται για κάτι δυνατό, που «κουβαλά» ιδιαίτερο συναισθηματικό φορτίο και κατ’ επέκταση, έχρηζε μιας ιδιαίτερα προσεκτικής και ισορροπημένης προσέγγισης από την πλευρά μου, σε ό,τι αφορούσε το δικό μου σκέλος.
Η γραφιστική επιλογή που έκανες ήταν ξεκάθαρη από την αρχή ή ακολούθησες και εναλλακτικούς δρόμους μέχρι να φθάσεις στο επιθυμητό αποτέλεσμα;
Η βασική πρόθεση ήταν εξ αρχής εκεί. Το τελικό οπτικό αποτέλεσμα είναι πάντα προϊόν μιας δημιουργικά επίπονης ζύμωσης. Η βασική πρόθεση όμως ήταν εξ αρχής εκεί.
Όταν εικονογραφείς έχεις τον μικρό αναγνώστη στο μυαλό σου και τη στιγμή που θα πάρει στα μικρά του/της χέρια τις εικόνες σου;
Στην αποθήκη σκέψεων υπάρχουν και πρέπει να υπάρχουν πάντα, τα πάντα. Τη στιγμή της δημιουργίας όμως είμαι μόνο εγώ, αντιμέτωπος με την προσπάθεια υλοποίησης της εκάστοτε δημιουργικής μου πρόθεσης. Ο δικός μου βαθμός ικανοποίησης από το τελικό αποτέλεσμα βέβαια, σε καμιά περίπτωση δεν προδικάζει ή εξασφαλίζει ότι το ίδιο θα συμβεί και με τους άμεσους τελικούς αποδέκτες, τα παιδιά. Και είναι η φύση αυτής της έμμεσης επικοινωνίας έτσι, ανάμεσα στον δημιουργό και τους αποδέκτες, ώστε δύσκολα μπορείς να έχεις μια σχετικά ολοκληρωμένη εικόνα ως προς την ανταπόκριση.
Θα πω όμως το έξης. Στο τέλος της ημέρας, η πιο βαθιά συγκίνηση προκύπτει όταν τυχαία μπορεί να συναντήσω κάποια ανάρτηση όπου, για παράδειγμα ένα παιδάκι κρατάει στα χέρια του ένα βιβλίο με εικόνες μου. Εκεί νομίζω αυτόματα τα πράγματα ξεγυμνώνονται από τα περιττά, επαναπροσδιορίζονται και λάμπουν στις πραγματικές τους διαστάσεις.
Υπάρχει κακή και καλή εικονογράφηση; Ποια η γραμμή που τις ξεχωρίζει;
Η απάντηση στην ερώτηση αυτή είναι τόσο σύνθετη όσο και απλή συγχρόνως. Στην εικονογράφηση, όπως και σε όλες τις εκφράσεις τέχνης (περισσότερο ή λιγότερο εφαρμοσμένης), τα κριτήρια αξιολόγησης δεν είναι και δεν γίνεται να είναι μετρήσιμα, επαληθεύσιμα και κατ’ επέκταση αντικειμενικά. Το τεχνικό σκέλος καθώς και η επίτευξη του όποιου σκοπού, σαφώς και έχουν τη θέση τους, αλλά ο πυρήνας της τέχνης είναι πάντα βαθύτερος. Το ζήτημα είναι η δημιουργία και μετάδοση συγκίνησης με Σ κεφαλαίο. Αν τώρα, αυτό που προκύπτει ως ειλικρινής πρόθεση και ανάγκη έκφρασης του δημιουργού, καλύπτει, «κουμπώνει» ορίζει και εμπλουτίζει τις αισθητικές ανάγκες του αποδέκτη, τότε, δεν ξέρω αν αυτό από μόνο του είναι ικανό να την ορίσει ως καλή και υψηλή τέχνη, σίγουρα όμως για μένα την καθιστά χρήσιμη.
Μπορεί τελικά ένα βιβλίο να «μεταμορφώσει» το πώς βλέπουμε τον κόσμο;
Όχι. Ένα βιβλίο, όπως οποιοδήποτε άλλο εν δυνάμει ερέθισμα που υπάρχει γύρω μας, αποτελεί απλά ένα μέσο, που χωρίς την ουσιαστική απόκριση-ανάγκη του αποδέκτη να το νοηματοδοτήσει, μένει ανενεργό. Κανένα βιβλίο, κανένα τοπίο, καμιά μουσική, κανένας πίνακας δεν έχει τη δύναμη να «μεταμορφώσει» την οπτική όποιου δεν αισθάνεται την υπαρξιακή ανάγκη να τη «μεταμορφώσει».
Έχεις ένα μότο για τη ζωή;
Δόξα τον θεό, όχι!