Elniplex / Φίλοι δεμένοι με κλωστή, της Ελένης Γεωργοστάθη / Απόστολος Πάππος / 9 Μαΐου 2024

Η Μαρία σκέφτηκε να τους πει μια ιστορία απ’ τα ταξίδια της. Μα, όσο κι αν έψαξε στο μυαλό της, δεν μπόρεσε να βρει καμιά. Είχαν όλες πετάξει μακριά.

Η Ελένη Γεωργοστάθη και η Χρυσώ Χαραλάμπους δημιουργούν ένα βραχύ αλλά πλούσιο, υπαινικτικό σχόλιο για τη σημασία της φιλίας και της σταθερότητας στη ζωή ενός παιδιού, με πρωταγωνίστρια το παιδί μιας οικογένειας που μετακινείται και μετακομίζει συνεχώς.

Περί τίνος πρόκειται

Η Μαρία αλλάζει συνέχεια σχολεία γιατί και οι γονείς της αλλάζουν συνεχώς δουλειά∙ λίγο εδώ, μετά από λίγο αλλού. Κάθε σχολείο μοιάζει διαφορετικό. Δάσκαλοι και δασκάλες, παιδιά, όλοι μοιάζουν διαφορετικοί. Μόνο τα παιχνίδια της αυλής δείχνουν πάντα τα ίδια, ακόμα και με διαφορετικά ονόματα. Της αρέσουν. Και να λέει ιστορίες της αρέσει, από τα ταξίδια της. Για τη φωλιά του πελαργού, τα σύννεφα που έπαιζαν κυνηγητό, τα μπαλόνια που ταξίδευαν πάνω απ’ την άδεια πλατεία. Για το αστέρι που βούτηξε στο σκοτεινό δάσος.

Όταν μια μέρα επιστρέφει σε ένα από τα σχολεία που είχε φοιτήσει παλιότερα δεν βλέπει τη δασκάλα που είχε, δεν γνωρίζει κάποιο παιδί, τα βλέπει να παίζουν και οι ιστορίες της δεν της έρχονται να τις πει πια. Κι εκείνη η ευχή όταν έπεσε το αστέρι, θα βγει αληθινή. Θα υπάρξει κάποια φιλία για ένα τέτοιο παιδί;

Εστιάζοντας

Τα παιδιά περιπλανώμενων οικογενειών ήταν μέχρι και προπολεμικά μια πολύ συνηθισμένη συνθήκη, εντός και εκτός (ελληνικής) επικράτειας. Η σταθερότητα οικίας και επαγγελμάτων άρχισε να αναδύεται με την ανάπτυξη σταθερών μαγαζιών στα αστικά και ημιαστικά κέντρα, του δημοσίου τομέα που γιγαντώθηκε μετά το 50′, τη συσσώρευση στους μεγάλους αστικούς κύκλους. Στην ελληνική κοινωνία είναι σύνηθες για παιδιά στρατιωτικών ή άλλων δημόσιων κυρίως λειτουργών που μετακινούνται υποχρεωτικά, όπως οι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί, ελληνική πατέντα και αυτή, να αλλάζουν συχνά τόπο κατοικίας και σχολεία. Ωστόσο, ο τρόπος που είναι γραμμένη η ιστορία της πρωταγωνίστριας Μαρίας, θα μπορούσε να αφορά όχι μόνο μια οποιαδήποτε ελληνική ή δυτική οικογένεια, αλλά κάθε οικογένεια που ζει νομαδικά, είτε από επιλογή (σπανιότερο), είτε για λόγους βίαιου εκτοπισμού που δεν αναφέρονται. Όπως και να ‘χει, η συνεχής μετακόμιση και μετεγκατάσταση ενός παιδιού, δημιουργεί ασύγκριτα ψυχικά και συναισθηματικά ελλείμματα, ανασφάλεια, χαμηλή αυτοπεποίθηση. Τα παιδιά θέλουν ρίζες, να νιώθουν τα πόδια τους χωμένα μέσα στο χώμα βαθιά, τα βήματά τους βέβαια, τις ρουτίνες τους να λειτουργούν κυκλωτικά, καθηλωτικά πανομοιότυπες.

Η συγγραφέας, για πρώτη φορά στην καριέρα της, επιλέγει ένα κείμενο βραχύ, υπαινικτικό, επιτηδευμένα ελλιπές και συμπυκνωμένο, προκειμένου να συνδιαλλαγεί και να διασταυρωθεί, δίχως μισόλογα, με την εικονογράφηση και να συνδημιουργήσουν μια επιπλέον αφήγηση η οποία λειτουργεί συμπληρωματικά και παραπληρωματικά της κειμενικής. Ο δρόμος που διατρέχει τις σελίδες μοιάζει συνεχής, δίχως τέλος, μια μπλε, οδική κλωστή που ενώνει τις μετακινήσεις της Μαρίας και της οικογένειάς της. Κι αν είναι spoiler, πρέπει να το κάνω. Όταν διαβάζεις ένα τέτοιο εικονογραφημένο βιβλίο, πρέπει να προσέχεις κάθε λεπτομέρεια και να είσαι σε επαφή με την ψυχολογία των ανθρώπων. Κανένα παιδί δεν μπορεί να διαχειριστεί αυτή τη συνθήκη, της αέναης μετακόμισης. Είναι επώδυνη, είναι οδυνηρή, είναι μια μη -αποδεκτή- κανονικότητα. Είναι ένα αδιαχείριστο μόσχευμα που υπονομεύει την ίδια την παιδική ηλικία. Τα βραχιολάκια από κλωστές που φτιάχνει μέσα στο αυτοκίνητο, είναι αντικείμενα φιλίας, σύμβολα δεσμών και υπόσχεσης. Είναι ο τρόπος της να φτιάξει δεσμούς, εκείνη, η νομάδα που δεν προλαβαίνει να ανήκει σε ομάδα. Αν προσέξετε, λοιπόν, θα δείτε ότι στα χέρια των παιδιών στα καινούργια σχολεία, δεν υπάρχουν τέτοια βραχιολάκια. Εκτός από το τελευταίο σαλόνι, όταν επιστρέφοντας σε ένα από τα παλιά της σχολεία, εμφανίζονται δύο παιδιά που φορούν τέτοια βραχιόλια. Η συγγραφέας σιωπά έξυπνα. Τα παιδιά σηκώνουν τα χέρια, ενώ η Μαρία, καθισμένη στο πεζούλι θρηνεί τη μοναξιά της, για ακόμα μία φορά. Στο επόμενο σαλόνι, εκείνο της φαντασίας μας, η Μαρία θα γυρίσει το κεφάλι και θα δει δυο γνώριμα παιδιά. Οι κλωστές της θα έχουν κάνει τη δουλειά.

Παράλληλα, θα δούμε τη δύναμη των ιστοριών, έτσι όπως αυτές πληθαίνουν από τα ταξίδια, τη φαντασία που δυναμώνει από αυτά. Σε ένα κείμενο που έχει δουλευτεί πολύ, σε όσα φαίνονται κι όσα δεν φαίνονται, οι δρόμοι, τα μαλλιά της Μαρίας, η πτώση του αστεριού, τα βραχιόλια που πλέκει η Μαρία, τα παιχνίδια της αυλής, όλα γίνονται ενωτικά αντικείμενα, πορείες και μονοπάτια που αναζητούν να φτάσουν κάπου, ίσως κάπου που να ξέρουν και να δημιουργούν ασφάλεια. Η φιλία είναι η μεγαλύτερη ασφάλεια. Είναι η αόρατη και ορατή κλωστή που μας ενώνει με τους ανθρώπους και τον κόσμο.

Η συμβολή της εικονογράφου Χρύσως Χαραλάμπους είναι ισότιμη και καθοριστική. Αποτυπώνει τα εσκεμμένα παραλειπόμενα της συγγραφέα. Το νοικοκυριό, δίχως μπαγκαζιέρες και σύγχρονα πράγματα είναι ένα πλυντήριο, μια σιδερώστρα, ένα ψυγείο, μια καρέκλα, ένα πορτατίφ, ένας καναπές, δυο κατσαρόλια. Ακόμα και η γυάλα με το ψάρι έχει αξία. Αλλά τη μπανιέρα, ποιος την κουβαλάει στις μετακομίσεις του; Αυτό σηματοδοτεί ένα πλήρες σπίτι εν κινήσει, μια προσωρινότητα που ενδεχομένως αναζητά μια κάποια ενσωμάτωση. Αυτά και άλλα οπτικά σημάδια και νύξεις της εικονογράφου (όπως ότι οδηγός του αυτοκινήτου φαίνεται αμυδρά ότι είναι η μαμά και ο πιθανόν μπαμπάς συνοδηγός), αλλά και το στυλ της που δούλεψε ακόμα περισσότερο αυτά τα χρόνια και θα έλεγα είναι πλέον εξαιρετικά πιο ώριμο και εικαστικά προσεγμένο, είναι μερικά από τις οπτικές ευλογίες της έκδοσης, μαζί με τη δυναμική παλέτα που σταθεροποιεί τις αντιθέσεις στο βλέμμα.

Φόδρες με βραχιολάκια κλώστινα για να προβείτε στους δικούς σας εικαστικούς πειραματισμούς με μοτίβα και χρώματα φιλίας.

Για αναγνώστες από 5 περίπου ετών.

Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο.

Απόσπασμα

Πηγή:

https://www.elniplex.com/filoi-demenoi-me-klosti