Fractal / Διασώζοντας τη μνήμη της γιαγιάς και των χαμένων πατρίδων / Γιάννης Σ. Παπαδάτος / 28 Σεπτεμβρίου 2022
Η Φωτεινή Στεφανίδη είναι πολυβραβευμένη, σε Ελλάδα και εξωτερικό, ζωγράφος και εικονογράφος. Τα τελευταία χρόνια, δύο βιβλία της για εφήβους και ενηλίκους, ιστορημένα και εικονογραφικά από την ίδια, μας μεταφέρουν στο παρελθόν, αφενός σε δρόμους αυτοβιογραφικούς, δεμένους με την πρόσφατη ιστορία κι αφετέρου σε επώδυνες εποχές που καθόρισαν τη μοίρα του νεώτερου ελληνισμού. Το πρώτο, με τίτλο Παπούτσια με λουράκι (2020), σε είκοσι μία μικρές αφηγήσεις, αναφέρεται σε στιγμές της παιδικής της ηλικίας, από τα προσχολικά χρόνια μέχρι την πρώτη εφηβεία της (δεκαετίες ’60 και ’70). Στο δεύτερο, για το οποίο στη συνέχεια αναφερόμαστε, σε δέκα τρεις αφηγήσεις, περιέχονται βιογραφικά στοιχεία της οικογένειάς της που παρουσιάζονται στον αφηγημένο χρόνο δύο καλοκαιρινών μηνών του 1980, μέσα από τη συζήτηση με τη γιαγιά της, η οποία εξιστορεί χαρακτηριστικά στιγμιότυπα που συνέβησαν: πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή (ενότητα «Πριν»), κατά τη διάρκειά της («Τότε») και στη συνέχεια, όταν οι πρόσφυγες ήρθαν στην Ελλάδα («Μετά»).
Στο «Πριν», η γιαγιά αφηγείται την οδυσσειακή περιπέτεια της ίδιας και της οικογένειάς της, λόγω της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, από τα Τρίγλια, εμβληματικό γενέθλιο τόπο, σε άλλα μέρη όπως το Ουζμπεκιστάν όπου γνώρισε τον σύζυγό της, την Πόλη, τη Ρουμανία, την Οδησσό, το Μπακού.
Για το «Τότε», η αφήγηση ξεκινά με μια νοσταλγική στιγμή (συζήτηση με την εγγονή για μια φωτογραφία με μέλη της οικογένειας), για να συνεχιστεί με περιστατικά χαρακτηριστικών προσώπων, όπως του γραφικού Πισμάν-Παπά, συμβόλων (εικόνες της Παναγίας) και της προσωπικότητας του Χρυσόστομου Σμύρνης, ο οποίος ήταν ο νουνός της γιαγιάς και περατώνεται με την περιπέτεια του προσφυγικού διωγμού της οικογένειάς της ως τη Χαλκιδική, με τελικό προορισμό τη Ραφήνα.
Οι αφηγήσεις του «Μετά» αναφέρονται στο νέο ξεκίνημα της οικογένειας στην Ελλάδα. Στην πρώτη ιστορία αποτυπώνεται η τιτάνια προσπάθεια της οικογένειας έως ότου, τα μέλη της, συνεργατικά, μικρά και μεγάλα, κατασκευάσουν, στη Ραφήνα, ένα υποφερτό σπίτι, συμπλήρωμα της πενιχρής βοήθειας της πολιτείας και στη δεύτερη, παρατίθενται πληροφορίες για το χτίσιμο και τη λειτουργία ενός μικρού εστιατορίου: «Καλά ήτανε, βγάζαμε και πέντε δεκάρες. Πέντε όμως, Φωτεινιώ μου, δε φτάνε για τίποτις» (σελ. 48). Κι οι άλλες δυο ιστορίες αναφέρονται στην ευρηματικότητα της γιαγιάς να δημιουργεί από το ελάχιστο, τη μύηση σε αυτό της εγγονής της και στη γεμάτη ειλικρίνεια και συναισθηματικό ρεαλισμό εξομολόγησή της για την Άρτεμη, ένα κορίτσι που δεν ευδόκησε να γεννηθεί.
Η κάθε ιστορία των τριών ενοτήτων σχηματοποιείται σε δύο χρονικές στιγμές. Στην πρώτη μεταφέρονται εικόνες της εποχής, ευτυχισμένες ή δυσάρεστες και στη δεύτερη παρουσιάζεται η ενεργητική συμμετοχή της συγγραφέως που σχετίζεται είτε με τη ζωγραφική είτε με την παρακολούθηση ή και συμμετοχή της στη δημιουργία των χειρονακτικών «πρέπσος» της γιαγιάς αλλά και των ευρηματικών φαγητών της. Επίσης, αναφέρεται η επίσκεψη της συγγραφέως σε Μουσεία, για να θαυμάσει τις εικόνες που στο μεταξύ μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα. Τα συγκεκριμένα άλματα στον χρόνο, μέσα από έναν διπλό φακό εστίασης, φέρνουν στον αναγνώστη τα γεγονότα στο παρόν, αφήνοντάς του μια αίσθηση πίκρας μαζί και γλυκύτητας για ό,τι καλό ή αποτρόπαιο μπορεί να κάνει ο άνθρωπος.
Η αφήγηση δεν στέκεται σε πολεμικά γεγονότα, αλλά εξαντλείται σε ρεαλιστικές στιγμές με εναλλαγή στο ύφος που άλλοτε είναι χιουμοριστικό και άλλοτε νοσταλγικό αλλά σε κάθε περίπτωση δοσμένο με έναν ήρεμο αλλά δυναμικό τρόπο. Οι εξιστορήσεις της γιαγιάς -διανθισμένες και με στοιχεία της ντοπιολαλιάς- απαλύνουν τα δραματικά γεγονότα, χωρίς αυτά να ξεφεύγουν από την αλήθεια και την τραγικότητά τους η οποία πολλές φορές αναδύεται έμμεσα. Για παράδειγμα, ο αναγνώστης συναισθάνεται τη δραματική κατάσταση που περιέρχεται κάποιος, όταν αναγκάζεται να δώσει πολύτιμα για εκείνον αντικείμενα: «Στην Κατοχή δώσαμε τα σκουλαρίκια για μια φραντζόλα ψωμί και ήτανε και ευκαιρία» (σελ.20).
Η όλη αφήγηση αναδύεται με απλότητα και κοφτό, άμεσο και ενίοτε ποιητικό λόγο. Οι εικόνες μεταδίδονται «διαχρονικά» στα μάτια του αναγνώστη σαν πίνακες ζωγραφικής. Επίσης, πολλές φορές το απλό και ευρηματικό φαγητό της γιαγιάς, που δημιουργεί με τα ελάχιστα, αποτελεί ένα διάλειμμα ανάμεσα σε χαρούμενα αλλά και θλιβερά γεγονότα: «…Σηκώνεται, μπαίνει μέσα. Κοιτάει το φαϊ. Είχε η μάνα μου τουρλού στην κατασαρόλα […] “Έτοιμο είναι”, είπε, κι έριξε το λάδι. Σε λίγο έσβησε τη φωτιά. Κατέβασε απ’ το ντουλάπι τις ελιές με το μάραθο, έβαλε δυο ουζάκια στα στενά ποτήρια, Το δικό της το γέμισε ως τη μέση. Στο δικό μου έβαλε δυο δάχτυλα, το απογέμισε με κρύο νερό…[…] Φάγαμε με όρεξη […] σαν να της έφυγε ένα βάρος που μου τα είπε, σαν να φύγανε λιγάκι οι τύψεις που είχε καθώς έτρωγε γνωρίζοντας πώς είναι να μην έχεις να φας» (σελ 22-23).
Η συγγραφέας ολοκληρώνει τον χαρακτήρα μιας γιαγιάς θυμόσοφης, θεματοφύλακα της παράδοσης, ευρηματικής, αεικίνητης, ρεαλίστριας, άτυπης εκπροσώπου του κοινωνικού και πολιτισμικού θαύματος που μετέφερε ο ελληνισμός της Μικρασίας στην Ελλάδα. Ο τίτλος του βιβλίου (Τζιέρι μου-1922), δίσημος σημειολογικά, αποτυπώνει τη δίχως όρια αγάπη που είχε η γιαγιά για την εγγονή αλλά και τη νοσταλγική αγάπη απέναντι στη χαμένη πατρίδα. Σε κάθε ενότητα του βιβλίου αποτυπώνονται και οι ανυπέρβλητα δύσκολες στιγμές της περιπλάνησης της οικογένειας, ενίοτε σκληρές, όπως ο θάνατος της πεθεράς της γιαγιάς που τη θάψανε εν μέσω της περιπλάνησής τους, στην έρημο.
«…Χαλασμός γινότανε, κόρη μου. Τι τρένο, δεν υπήρχε τίποτις πια. Αντίς να περιμένομε στη γωνιά μας, πήγαμε μαζί με άλλους Έλληνες που το αποφασίσανε και βρήκαμε και νοικιάσαμε φουργόνια, έτσι τα λέγαμε […] Αλλά στην έρημο ούτε δρόμος δε φαινότανε. Είχαμε κοντά νερό, πεπόνια, γαλέτες, ρύζι. Μέρα τη μέρα σωνόντουσαν, Με κόπηκε το γάλα. Ζάρωνε ο Γιαννιός μου. Η Χρυσή, η πεθερά μου, στο μήνα επάνω μας άφησε χρόνους μέσα στο φουργόνι. Όλοι σκάψαμε στην άμμο…Σταμάτησε. Δάκρυσε μια σταλιά κι άρχισε να μουρμουρίζει μια ψαλμωδία…» (σελ. 21).
Η εικονογράφηση ανάμεσα στις αφηγήσεις και στο τέλος του βιβλίου, μαζί με πληροφορίες για ανθρώπους και τόπους, προσδίδει στο βιβλίο αντικειμενικότητα, αλλά πρωτίστως αποτελεί μια άλλη «σιωπηλή αφήγηση» με ιδιότυπες φωνές. Τα πρόσωπα φαντάζουν ως ιδιότυποι φρουροί της ζωντανής αφήγησης, που κομίζουν στον αναγνώστη και στην αναγνώστρια τεκμήρια ιστορίας, μιας εποχής που αποτελεί μέγιστο τραύμα στην ιστορία του νεώτερου Ελληνισμού.
Καταληκτικά: Η Στεφανίδη προσφέρει ένα βιβλίο το οποίο ανάμεσα σε πλήθος χρωμάτων, γεύσεων και εμβληματικών εικόνων, τοποθεσιών και εικονοποιίας ανθρώπων, αναδύεται το κοινωνικό και πολιτισμικό θαύμα, εν τέλει η ψυχή του ελληνισμού, που έζησε στα εμβληματικά χώματα της αντίπερα ακτής του Αιγαίου. Οι μνήμες της γιαγιάς και η διεισδυτική της απεικόνιση της πραγματικότητας, περιγράφουν τη δραματική όσο και περιπετειώδη ζωή της οικογένειάς της εν μέσω της τραγικότητας της καταστροφής της Μικρασίας, αλλά, προπάντων, αναδύεται το πνεύμα και η μνήμη εκείνης της αλησμόνητης πλην χαμένης πατρίδας.
Φωτεινή Στεφανίδη
Γεννήθηκε το 1962 στην Αθήνα και ολοκλήρωσε σπουδές Ζωγραφικής και Νωπογραφίας στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, το 1986, με καθηγητές τον Γιάννη Μόραλη, τον Δημήτρη Μυταρά και τον Κωνσταντίνο Ξυνόπουλο. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη Χαρακτική και τον σχεδιασμό και εικονογράφηση βιβλίων εικαστικού ενδιαφέροντος. Μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί περισσότερα από εβδομήντα βιβλία για παιδιά και ενήλικες (ανάμεσά τους και συλλεκτικές εκδόσεις) με εικονογραφήσεις της πάνω σε κείμενα σύγχρονων συγγραφέων όπως ο Χρήστος Μπουλώτης, η Άλκη Ζέη, η Φωτεινή Φραγκούλη, ο Παναγιώτης Κουσαθανάς, η Ζωή Βαλάση, η Λίλη Λαμπρέλλη, η Ιφιγένεια Μαστρογιάννη, η Ελένη Σαραντίτη. Έχει ερμηνεύσει εικαστικά ποίηση της Σαπφώς, της Κασσιανής και του Λόρκα, καθώς και λογοτεχνία του Παπαδιαμάντη και του Άνιννου. Το 2010 εικονογράφησε την τετράτομη μυθολογία με τις αφηγήσεις του Διονύση Σαββόπουλου. Από τις είκοσι δύο ελληνικές ή και διεθνείς διακρίσεις που έχει αποσπάσει στον τομέα της εικονογράφησης, ως σημαντικότερες αναφέρονται τα Κρατικά βραβεία του 2003, του 2007 και του 2010, τα βραβεία του ελληνικού τμήματος της Ι.Β.Β.Υ. για το 1995, 2005 και 2011, τα βραβεία εικονογραφημένου βιβλίου του 2006, 2008, 2011, 2012 του περιοδικού «Διαβάζω», η Golden Pen και η Plaquette της Διεθνούς Μπιενάλε Βελιγραδίου 2005, 2009 και 2013, η ΒΙΒ Plaque Μπρατισλάβας 2001 και οι εκπροσωπήσεις της χώρας μας στους διεθνείς διαγωνισμούς Hans Christian Andersen 2004, Astrid Lindgren 2008 και B.N.F. (Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας) 2009.
* Ο Γιάννης Σ. Παπαδάτος είναι πανεπιστημιακός, κριτικός λογοτεχνίας
Πηγή:
In Same Category
- Ο Αναγνώστης / Για ένα ποδήλατο / Εύη Γερασίμου-Καλλιγά / Οκτώβριος 2024
- Σκεπτικό βράβευσης White Ravens 2024 (αγγλικά) / Το κοτσύφι
- Διάστιχο / Ελένη Γεωργοστάθη: «Φίλοι δεμένοι με κλωστή» / Κατερίνα Ζαμαρία / 19 Σεπτεμβρίου 2024
- Ο Αναγνώστης / Μικρά κριτικά εικονογραφημένα… με δυο λόγια / Μαρίζα Ντεκάστρο / Σεπτεμβριος 2024
- efsyn.gr / «Μια φωλιά για μένα» της Βαλεντίνας Παπαδημητράκη / Μαρία Μυστακίδου / 3 Μαρτίου 2024