ΦΡΕΑΡ / Χριστίνα Φραγκεσκάκη: Στο ηφαίστειο / Λίλια Τσούβα / Ιούλιος 2018

Γράφει η Λίλια Τσούβα για το πρώτο βιβλίο της σειράς Μικρές ιστορίες για τον κόσμο, "Στο Ηφαίστειο" της Χριστίνας Φραγκεσκάκη.

Η απέραντη τρίχα του γίγαντα

«Ο πραγματικός κόσμος βρίθει από αντιφάσεις και ξεχειλίζει από παραλογισμούς. Είναι ένα ύφασμα γεμάτο τρύπες, ένας πορώδης ιστός που μπορεί να κλείσει μόνο με τη διαμεσολάβηση της δημιουργικής φαντασίας».

Είναι τα λόγια του Γάλλου συγγραφέα Μισέλ Τουρνιέ. Προσπαθεί να εξηγήσει την τάση των σύγχρονων λογοτεχνών να διαρρηγνύουν τις έννοιες του χρόνου και του χώρου, της αιτιότητας και να καταρρίπτουν τον παραδοσιακό διαχωρισμό του υπερφυσικού από το φυσικό, του φανταστικού από το συμβατικό.

Αυτό πράττει και η συγγραφέας Χριστίνα Φραγκεσκάκη στο τελευταίο της αφήγημα, Στο ηφαίστειο. Μας τοποθετεί σε μια μυθαφήγηση, όπου τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία καταργούνται. Η μνήμη συμφύρεται με την επιθυμία και τα συμβάντα παραχωρούν τη θέση τους στη βαθύτερη λογική του ονείρου.

Η μυθο-ποιητική λογική της φαντασίας δεν είναι βέβαια καινούργια. Έρχεται από πολύ παλιά. Έχει τις ρίζες της στην αρχαιοελληνική παράδοση και την κουλτούρα της ανατολής. Τη συναντάμε στο μεσαίωνα, στο γοτθικό μυθιστόρημα του τέλους του 18ου και 19ου αιώνα, στο Märchen, το γερμανικό παραμύθι για ενήλικες, «ένα σύνολο φανταστικών πραγμάτων και γεγονότων, χωρίς λογική σύνδεση», σύμφωνα με τον Νοβάλις. Τη βρίσκουμε στα παραμύθια και τις λαϊκές αφηγήσεις, όπου ανθούν οι μαγικές πράξεις και οι εξωπραγματικοί χαρακτήρες. Η ίδια παράδοση επανεμφανίζεται κατά την περίοδο του μεταμοντερνισμού στο μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας, αλλά και στη λογοτεχνία του μαγικού ρεαλισμού.

Στο ηφαίστειο, της Χριστίνας Φραγκεσκάκη, «οι νόμοι που διέπουν την αλήθεια θίγονται. Τα γεγονότα αδυνατούν να εξηγήσουν όσα διαδραματίζονται» κι έτσι περνάμε στο χώρο του φανταστικού, σύμφωνα με τον ορισμό που έδωσε για το φανταστικό ο Tzvetan Todorov.

Η όλη αφήγηση κινείται μέσα σ΄ ένα ονειρικό πεδίο. Πρόκειται για μια εγκιβωτισμένη στο παρόν ιστορία του παρελθόντος που αφορά την παιδική ηλικία και την ενηλικίωση. Η συγγραφέας γεννήθηκε στη Ρόδο. Έζησε όμως τα παιδικά της χρόνια στη Νίσυρο, το νησί με το ηφαίστειο και το ιδιόμορφο γεωφυσικό πλαίσιο. Γίνεται σε πρώτο πρόσωπο, στοιχείο που προσδίδει αληθοφάνεια και αυτοβιογραφική χροιά. Βέβαια, πρόκειται για μυθοπλασία, γεγονός που η ίδια η συγγραφέας αφήνει να διαφανεί στην πρώτη ενότητα του διηγήματος με τίτλο, Πώς πίστεψα στο απίστευτο.

 Η συγγραφέας, στην ενότητα αυτή σαν να κάνει ένα μυθοπλαστικό «σύμφωνο» με τον αναγνώστη. Ομολογεί στην αρχή ότι θα διηγηθεί μια ιστορία πραγματική, που συνέβη σε συγκεκριμένο χωροχρόνο και άφησε ανεξίτηλα τα ίχνη πάνω της, στη συνέχεια όμως, προκειμένου να γίνει πιστευτή η ιστορία, παρουσιάζει ως αποδεικτικά στοιχεία όρους μαγικούς. Έτσι, ο αναγνώστης μεταφέρεται στο χώρο του φανταστικού.

«Μα είναι αλήθεια; Τα έζησα;» Ναι, σίγουρα τα έζησα. Είχα και αποδείξεις. Μια τρυπημένη πέτρα ελαφριά σαν πούπουλο, ένα κόκκαλο ελέφαντα στην άμμο, ένα όστρακο στο βουνό, ο κίτρινος αέρας που έβαψε τα βιβλία μου, η πεταλίδα που κόλλησε στο πόδι μου και έμεινε πάνω του ζωγραφιά για πάντα, το αυγό των εκατό χρόνων, το φουστάνι μου που έχασε ένα του κομμάτι στη στιγμή, το παράξενο ατέλειωτο κουβάρι μου, που ακόμη φυλάω στην τσέπη.

Επικαλείται μάλιστα, σε μια ομολογία μοντερνιστικής αυτοαναφορικότητας και προσωπικότητες των γραμμάτων που την επηρέασαν ως αναγνώστρια. Οι ιστορίες τους χαράχθηκαν στη μνήμη βαθιά, σαν γεγονότα πραγματικά, όχι σαν μυθοπλασίες. Έτσι έγινε με τα παραμύθια του λαογράφου Γιώργου Μέγα, τις μυθοπλασίες του Χόρχε Λουίς Μπόρχες από την Αργεντινή, του Εδουάρδο Γκαλεάνο από το Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης, της Ζυράννας Ζατέλη, του Αργύρη Χιόνη. Η ενηλικίωση δεν θα την απομακρύνει από τον κόσμο του φανταστικού. Αντίθετα, θα την οδηγήσει στη μελέτη του λογοτεχνικού είδους αλλά και στη συγγραφή.

Πέρασαν τα χρόνια και μεγάλωσα. Κι ενώ στον κόσμο των μεγάλων αυτά κανείς δεν τα πιστεύει, εγώ σε πείσμα όλων τα πίστευα. Μα αφού τα έζησα. Μετά τα είδα και γραμμένα, τα διάβασα. {…}

Ξεθαρρεμένη από τα βιβλία, άρχισα κι εγώ να λέω σιγά σιγά τα δικά μου θαυμαστά. Και να τα γράφω.

Έτσι συνέβη και με τη δική της προσωπική ιστορία. Η Χριστίνα Φραγκεσκάκη μας προτρέπει να τη διαβάσουμε και να την πιστέψουμε σαν να είναι πραγματική.

Η αφήγηση στο μεγαλύτερο μέρος της είναι ανάδρομη. Επιστρέφουμε στα παιδικά χρόνια, στη Νίσυρο, όταν μικρή παιδούλα παρατηρούσε το ηφαίστειο και φαντάζονταν εξωγήινα όντα να βγαίνουν από τους κρατήρες, γίγαντες και πανέμορφες νεράιδες με μακριά μαλλιά και αραχνοΰφαντα φορέματα.

Εκείνη τη μέρα πήγα μόνη. Θα ΄μουν δέκα, μπορεί και δώδεκα χρονών. Έσκυψα στη λιμνούλα, πήρα νερό στις χούφτες μου και πλύθηκα. Φεύγοντας με περίμενε εκεί έξω, ανάμεσα στις πέτρες και στα βράχια. Τρόμαξα πολύ. Εκείνο με κοίταζε και γελούσε. Ήταν γέλιο συμπάθειας, φιλίας ή γέλιο σαρδόνιο, ειρωνείας; Ποτέ μου δεν κατάλαβα. Ακόμα έχω απορία. Είχε σώμα – κεφάλι ζώου και πρόσωπο ανθρώπου. Είδα έναν εξωγήινο δηλαδή- γιατί σίγουρα δεν ήταν αυτού του κόσμου-, έναν δεν ξέρω τι, έναν από αλλού. 

Στο δεύτερο μέρος με τίτλο Στο ηφαίστειο, η συγγραφέας μας καταβυθίζει στα έγκατα του ηφαιστείου, αυτό που στην παιδική φαντασία είχε πάρει μυθικές διαστάσεις.

Το σπίτι μου ήταν πάνω από το ηφαίστειο. Αλήθεια σάς λέω. Από το παράθυρό μου το ΄βλεπα κάθε μέρα ν΄ απλώνεται μπροστά μου. Έσκυβα, άνοιγα τα χέρια μου και σχεδόν το άγγιζα. Απέραντο σαν τον μεγάλο κόσμο, δυνατό και ήσυχο σαν θηρίο χορτασμένο που, καθώς κοιμόταν, έβγαζε από τα ρουθούνια του υγρά σύννεφα που ξετυλίγονταν σιγά σιγά και με πλησίαζαν. Χρώματα και σχέδια μοναδικά μού φανερώνονταν τότε, και μερικές φορές ξεπετάγονταν ανθρωπάκια με πολύχρωμα ρούχα και αστεία καπέλα, και άλλα ανθρωπάκια από νερό και αέρα που χόρευαν και πετούσαν, έκαναν τούμπες, ανέβαιναν και κατέβαιναν σκάλες, στριφογύριζαν, και καμιά φορά με κοιτούσαν και μου έβγαζαν τη γλώσσα.

Όλες οι  αισθήσεις και τα χρώματα επιστρατεύονται σε ένα πανδαιμόνιο φαντασίας και εικονοποιίας, για να περιγράψουν το ηφαίστειο και τα παράγωγά του. Το θειάφι που μεταφέρονταν με τον αέρα και κιτρίνιζε τα μαλλιά, τα χέρια, τα βιβλία, τα θερμά ιαματικά νερά, την πυρακτωμένη λάβα που μετατράπηκε σε πέτρα και έλαβε ανθρώπινη μορφή, όπως η Καλή Άννα, η αγαπημένη του νησιού.

Ήταν αυγουστιάτικη η μέρα της καθόδου στο ηφαίστειο. Η συγγραφέας, σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων, μας οδηγεί σε ένα σεληνιακό τοπίο, γεμάτο πηγάδια με τρύπες ξεφυσήστρες που ξεφυσούσαν συνέχεια ατμό, ζεστό και καυτό αέρα. Τα πέντε πηγάδια είναι οι πέντε κρατήρες του νησιού. Εκεί η μικρή εξερευνήτρια θα συναντηθεί με εξωγήινα όντα, με ξωτικά του βορρά και καλικατζάρους της ελληνικής μυθολογίας, θα βρεθεί σε ζεστά γαλανά λιβάδια, σε μια κίνηση ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα.

Σαν κάποιος να με σκέπασε με κουβέρτα και σαν να με νανούριζε, γιατί άρχισα να ακούω το τύμπανο από τα έγκατα του Στέφανου, τον ρυθμικό του χτύπο.

Το ηφαίστειο παίρνει τη μορφή ενός ανθρώπαρου με θεόρατα δάχτυλα και μακριά γενειάδα που θα την κρατήσει στην παλάμη του και εκείνη τελικά θα βρεθεί στο χώμα με την απέραντή του τρίχα μέσα στα δάχτυλά της.

Ο αναγνώστης χάνεται μέσα στην ονειρική ατμόσφαιρα του μύθου και του τοπίου. Η πανίδα της περιοχής, τα παιδικά τραγούδια, τα παραδοσιακά παιχνίδια που έπαιζαν τα παιδιά στις γειτονιές, σπηλιές, πέτρες, βράχια, χρώματα, λουλούδια και το ηφαίστειο με τη όλη του τη μεγαλοπρέπεια να βρυχάται χτυπώντας ρυθμικά ένα τύμπανο τα βράδια.

Γέμισε ο κόσμος μουσική, «ρα πα παμ παμ», και ήταν όλα κόκκινα και τα νερά ζεστά. {…}

Το ηφαίστειο, σιγά σιγά, ολόκληρο μπήκε μέσα της και χώρεσε. Οι χαράδρες, οι γκρεμνοί, και οι βαθιές σπηλιές. Ο μεγάλος Στέφανος και ο μικρός, ο Αλέξανδρος και ο Πολυβώτης, με τις ξεφυσήστρες και με τις φουμαρόλες τους, με τις θηριώδεις πέτρες τους και με την Καλή Άννα, που ήταν τώρα κίτρινη από το θειάφι και κόκκινη από το φεγγάρι που τη φώτιζε, με τα ξωτικά και με τον ανθρώπαρο.

Η ενηλικίωση ήρθε. Όμως το ηφαίστειο έμεινε βαθιά χαραγμένο στα βάθη της καρδιάς. Ταυτίστηκε με τη Νίσυρο και τα παιδικά χρόνια που τη διέπλασαν. Η ηρωίδα φυλάει ακόμα τις παιδικές μνήμες και πολύ συχνά τις βγάζει από το συρτάρι όπου είναι καλά φυλαγμένες και μας τις διηγείται.

Σ΄ αυτό το  θαυμάσιο εικονοβιβλίο, με εικονογράφηση της Μάριας Μπαχά, η Νίσυρος δεν κατονομάζεται. Αναφέρονται μόνον τα ονόματα των κρατήρων. Είναι ένα βιβλίο με μοντερνιστική γραφή, υπαινικτικότητα, μουσικότητα, ποιητικότητα. Η πλοκή κινεί πλήρως το ενδιαφέρον. Ο ορθολογισμός παραχωρεί τη θέση του στο όνειρο και τη φαντασία. Η ενηλικίωση περνάει μέσα από τον καθρέφτη όπου η ηρωίδα βλέπει τον εαυτό της, αλλά και ο αναγνώστης τα δικά του παιδικά όνειρα που κρατά βαθιά φυλαγμένα στην καρδιά του και που μόνο μέσα από τον κόσμο της φαντασίας μπορεί να ξαναζήσει, ξεδιπλώνοντας και κείνος την απέραντη τρίχα του γίγαντα σ΄ ένα παραμύθι που ευτυχώς δεν τελειώνει ποτέ.

Πηγή:

http://frear.gr/?p=22280