ΘΕΑΘΗΝΑΙ / Aχιλλέας Ραζής: Εικονογράφος του Μήνα / Μαρία Σούμπερτ / 2 Ιουλίου 2018
Γράφει η Μαρία Σούμπερτ για τον Αχιλλέα Ραζή.
«Γνώρισα» τον Αχιλλέα Ραζή μέσα από τις εικονογραφήσεις των βιβλίων της Αργυρώ Πιπίνη «Μελάκ, μόνος» και του Νεκτάριου Στελλάκη «Είμαι πρόσφυγας από την Κερύνεια». Μου έκαναν αμέσως εντύπωση τα χρώματα που χρησιμοποιεί, η αφαιρετική του ματιά από την οποία οι μικρές λεπτομέρειες δεν χάνονται μέσα στα μεγάλα πλαίσια –ο αλεξιπτωτιστής, τα σωσίβια, τα πρόσωπα κάτω από το δέντρο, πρόσωπα χωρίς χαρακτηριστικά –πρόσωπα απρόσωπα.
Θέλησα να μάθω περισσότερα για αυτόν. Γεννήθηκε στη Μυτιλήνη –τα χρώματα του νησιού που προσπαθεί να κρατήσει τις προσφυγικές ροές του είναι οικεία- και σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας στο Εργαστήριο του Χρόνη Μπότσογλου. Ως εικαστικός έχει πραγματοποιήσει ατομικές εκθέσεις στην Αθήνα και την Λευκωσία, ενώ Νοέμβριο του 2014 επιμελήθηκε και συνδιοργάνωσε τη θεματική έκθεση «Στο Υπόγειο Νησί του: 18 Εικαστικοί για τον Διονύση Σαββόπουλο» στην γκαλερί Ζουμπουλάκη.
Ως εικονογράφος έχει φιλοτεχνήσει εξώφυλλα για βιβλία και free press και το βιβλίο-cd της θεατρικής παράστασης για παιδιά «Οι τρεις βασιλοπούλες που λιώναν τα γοβάκια τους», βασισμένης στο ομώνυμο παραμύθι των Aδελφών Γκριμ, σε διασκευή Στρατή Πασχάλη. Από το 2005 διδάσκει εικαστικά σε σχολεία Ειδικής Αγωγής.
Εικαστικός και εικονογράφος, μαθαίνει σε πολύ δυσκολεμένα παιδιά πώς να εκφράζονται μέσα από τα σχήματα και τα χρώματα, υποστηρίζει την ανάγκη να υπάρξει μια «ελληνική σκηνή» εικονογράφων που να ανταποκρίνονται και να απευθύνονται στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Με τα καλά της και τα κακά της.
«Χαζεύω τα παιδιά μου που παίζουν μπρούμυτα στο πάτωμα. Μιλάνε σαν μικροί οργισμένοι Ντόναλντ Ντακ. Γύρω τους αναποδογυρισμένα αυτοκινητάκια, αχρηστευμένοι σούπερ ήρωες, σκισμένοι χάρτες, χαρτιά ζωγραφισμένα που παριστάνουν γάτες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης που εξοντώνουν η μία την άλλη από άγρια χαρά ή από καθαρή πλήξη και μόνο. Τουλάχιστον εγώ έτσι το ερμηνεύω. Θυμάμαι τον εαυτό μου σ’ αυτή την ηλικία: κι εγώ τα ίδια έκανα, πιο χαμηλόφωνα, με περισσότερη εσωστρέφεια, αλλά και αυτάρκεια. Ως μοναχοπαίδι είχα μάθει να μην βαριέμαι με τον εαυτό μου, να περνάω ωραία μαζί του, αρκεί να είχα κοντά μου πολύ χαρτί κι ένα στυλό. Τίποτα άλλο. Ζωγράφιζα ατέλειωτες ώρες σε κόλλες χαρτί απλωμένες στο πάτωμα, ζώντας κυριολεκτικά με τις ιστορίες που ζωγράφιζα. Συχνά τις συνόδευα με τους σχετικούς ήχους, τους διαλόγους, ακόμα και με το ανάλογο soundtrack. Κανονική υπερπαραγωγή της Warner Bros δηλαδή.
Ο καιρός περνούσε. Τα πακέτα Α4 άδειαζαν και τα θέματα εναλλάσσονταν. Είναι μια συνήθεια που έχω κρατήσει μέχρι σήμερα: τις θεματικές ενότητες. Τότε ήταν η Μυθολογία, ο Ιντιάνα Τζόουνς, η ζωή των Beatles απ’ τα νιάτα τους έως τα γηρατειά τους, μιας και για μένα ο Lennon δεν είχε πεθάνει ποτέ, η Αθήνα όπως θα είναι στο μέλλον και άλλα τέτοια. Τώρα τα θέματα μου είναι λίγο διαφορετικά, οι εμμονές μου όμως παραμένουν οι ίδιες. Μεγαλώνοντας σχεδόν τα παράτησα, στα 17 μου ήθελα περισσότερο να ανήκω σε κάποιο ροκ συγκρότημα της «σκηνής του Μάντσεστερ» παρά να ζωγραφίζω.
Μετά από μια πολύ σύντομη βόλτα στη σχολή Σταυράκου, μπήκα στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, με νέο ενθουσιασμό, σχεδόν φορώντας ακόμα την «ασπιρίνη» στο κεφάλι μιας και λίγο καιρό πριν είχα απολυθεί από το Πολεμικό Ναυτικό. Τα πράγματα άργησαν λίγο να πάρουν μπρος. Δεν μπορούσα να βρω εύκολα τον ζωγραφικό μου κόσμο. Ήξερα, βέβαια, ότι μου ταιριάζει η παραστατική ζωγραφική, αλλά χανόμουν συχνότατα στα διάφορα στυλ και δεν στέριωνα πουθενά. Ουσιαστικά άρχισα να ζωγραφίζω τελειώνοντας τη Σχολή και πηγαίνοντας στην επαρχία, και συγκεκριμένα στην Αλεξανδρούπολη, όταν διορίστηκα καθηγητής καλλιτεχνικών στο εκεί Ειδικό Γυμνάσιο. Εκεί, στη μοναξιά και στη χαλαρότητα, είχα περισσότερο χρόνο να ψάξω και να βρω τα θέματά μου: σύγχρονες καθημερινές σκηνές σε δρόμους, αγορές, πρατήρια βενζίνης, με την ανθρώπινη παρουσία να παίζει κάποιο ρόλο, αλλά σίγουρα όχι τον πρωταγωνιστικό. Το άσπρο φως του ελληνικού βορρά μου θύμιζε παραδόξως το αμερικάνικο φως των έργων του Edward Hopper, αυτός ήταν ο οδηγός μου στα πρώτα μου καλλιτεχνικά βήματα. Μετά ήρθαν οι εκθέσεις, οι συμμετοχές στην Art Athina και οι σταθεροί συνεργάτες, οι αίθουσες τέχνης «Αγκάθι» και «Σκουφά».
Στην εικονογράφηση μπήκα πολύ πρόσφατα, πριν δυο χρόνια, μ’ ένα τηλεφώνημα. Ήταν η Αργυρώ Πιπίνη και μου ζητούσε να δουλέψουμε μαζί για ένα βιβλίο με πρωταγωνιστή έναν μικρό πρόσφυγα ― ήταν το βιβλίο «Μελάκ, μόνος». Θα κυκλοφορούσε από τις Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο. Δέχτηκα αμέσως με ενθουσιασμό, χωρίς να ξέρω πώς θα το κάνω. Τελικά το βιβλίο βραβεύτηκε απ’ το περιοδικό «Ο Αναγνώστης» στην κατηγορία Εικονογραφημένο Βιβλίο για Παιδιά, συμπεριελήφθη στη λίστα των White Ravens από τη Διεθνή Παιδική Βιβλιοθήκη του Μονάχου και κυρίως αγαπήθηκε από παιδιά κάθε ηλικίας αλλά και ενήλικες.
Έχω συγκεκριμένα πράγματα ως αρχές στο μυαλό μου κάθε φορά που ξεκινώ να εικονογραφώ ένα βιβλίο. Η εικονογράφηση δεν είναι πάρεργο για έναν ζωγράφο. Είναι συνέχεια της ζωγραφικής του. Είναι σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Δεν πρέπει να θυσιάζει κανείς τις εμμονές που έχει ως ζωγράφος, χάριν συμβιβασμού. Στο βιβλίο σου δίνεται περισσότερος χώρος να εντάξεις στοιχεία αφηγηματικά, που ίσως δίσταζες να χρησιμοποιήσεις σ’ ένα ζωγραφικό έργο. Ο πειραματισμός με τα ελαφρά υλικά, την ακουαρέλα, το κολάζ, τα μολύβια, σου δίνει νέες «λύσεις» που περνάνε στη συνέχεια σε όλη τη δουλειά σου. Και επίσης, όταν κανείς δουλεύει ένα παιδικό βιβλίο, δεν πρέπει να πέφτει στην παγίδα του δήθεν παιδικού σχεδίου και του δήθεν απλού ανεπεξέργαστου χρώματος. Συχνά φοβούμενος ότι τα παιδιά δεν θα σε καταλάβουν, καταλήγεις να κάνεις μια στείρα, φορμαλιστική εικονογράφηση, που εγκλωβίζει ακόμη περισσότερο τα παιδιά, αντί να τα απελευθερώνει. Η σχέση της εικόνας με το κείμενο πρέπει να είναι αρμονική και όχι καταπιεστική. Σ’ ένα καλό εικονογραφημένο βιβλίο τα δύο αυτά στοιχεία συμπορεύονται, αφήνοντας χώρο το ένα στο άλλο ώστε να «αναπνέουν» κι από μόνα τους.
Για το τέλος θα πρόσθετα και κάτι που με απασχολεί τελευταία. Μου αρέσουν οι εικονογράφοι που δεν ντρέπονται ν’ αντλήσουν τα θέματά τους απ’ τον περιβάλλοντα χώρο τους. Είναι ωραίο να φαίνονται στη δουλειά σου στοιχεία από το κλίμα, τη χλωρίδα και την πανίδα, τις ιδιαιτερότητες του τόπου σου. Έχουμε ανάγκη από μια «ελληνική σκηνή» εικονογράφων βασισμένη στο σύγχρονο ελληνικό τοπίο με όλα τα καλά και τα ευτράπελα που εμπεριέχονται σ’ αυτό. Έτσι κι αλλιώς, κάτω απ το φως του ήλιου όλα δείχνουν πιο χαριτωμένα και πιο παιδικά».
----------------------------------------------------------------------------------------------------
«Οι Ωραίοι Έχουν Χρέη / και 44 ακόμα τραγούδια που καθρεφτίζουν την Ελλάδα από το 1990 εως το 2017» / του Βύρωνα Κριτζά /Εκδόσεις Πατάκη/ 2018 / Εικονογράφηση
«Ιστορίες για Ατρόμητα Κορίτσια / 40 Μοναδικές Ελληνίδες» της Κατερίνας Σχινά / Εκδόσεις Παπαδόπουλος / 2017 / Εικονογράφηση Πορτραίτων Ρόζας Ιμβριώτη, Κυράς της Ρω, Μαρίας Κάλλας
«Είμαι Πρόσφυγας απ την Κερύνεια» του Νεκτάριου Στελλάκη / Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο / 2017 / Εικονογράφηση
«Bob Dylan,100 Τραγούδια» του Βύρωνα Κριτζά /Εκδόσεις Πατάκη/ 2016 / Εικονογράφηση
«Μελάκ,μόνος» της Αργυρώς Πιπίνη / Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο / 2016 / Εικονογράφηση
«Το άλλο μου ολόκληρο» της Τασούλας Επτακοίλη / Εκδόσεις Πατάκη / 2016 / Εξώφυλλο
«Σεραφείμ και Χερουβείμ» του Μένη Κουμανταρέα / Εκδόσεις Κέδρος / 2014 / Εξώφυλλο
Πηγή:
http://www.theathinai.com/tauepsilonchinuepsilonsigma--piomicronlambdaiotatauiotasigmamuomicronsigma/1461630
In Same Category
- Ο Αναγνώστης / Για ένα ποδήλατο / Εύη Γερασίμου-Καλλιγά / Οκτώβριος 2024
- Σκεπτικό βράβευσης White Ravens 2024 (αγγλικά) / Το κοτσύφι
- Διάστιχο / Ελένη Γεωργοστάθη: «Φίλοι δεμένοι με κλωστή» / Κατερίνα Ζαμαρία / 19 Σεπτεμβρίου 2024
- Ο Αναγνώστης / Μικρά κριτικά εικονογραφημένα… με δυο λόγια / Μαρίζα Ντεκάστρο / Σεπτεμβριος 2024
- efsyn.gr / «Μια φωλιά για μένα» της Βαλεντίνας Παπαδημητράκη / Μαρία Μυστακίδου / 3 Μαρτίου 2024