Στο σχολείο ξεχνώ τη φυλακή, της Σ. Βούλγαρη

Ενα παιχνίδι με ιστορίες χωρίς τέλος για τη φυλακή.

Ενα παραμύθι γραμμένο από οκτώ μαθητές μετανάστες από το Πακιστάν

Της Σαντρας Βουλγαρη

«Το χρυσό πουλί» είναι ένα παραμύθι διαφορετικό από τα συνηθισμένα. Μια ιστορία που θα έμενε «φυλακισμένη» μέσα στα τετράδια σημειώσεων των δημιουργών της, οκτώ νέων που κρατούνται στο Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων Βόλου. «Το χρυσό πουλί» είναι μια ιστορία για την ελπίδα, που γράφτηκε μέσα στη φυλακή και βρήκε τον δρόμο της για να τη διαβάσουμε κι εμείς.

ΠOΛITIΣMOΣ Hμερομηνία δημοσίευσης31-08-13
Ενα παιχνίδι με ιστορίες χωρίς τέλος για τη φυλακή

Ενα παραμύθι γραμμένο από οκτώ μαθητές μετανάστες από το Πακιστάν

Της Σαντρας Βουλγαρη

«Το χρυσό πουλί» είναι ένα παραμύθι διαφορετικό από τα συνηθισμένα. Μια ιστορία που θα έμενε «φυλακισμένη» μέσα στα τετράδια σημειώσεων των δημιουργών της, οκτώ νέων που κρατούνται στο Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων Βόλου. «Το χρυσό πουλί» είναι μια ιστορία για την ελπίδα, που γράφτηκε μέσα στη φυλακή και βρήκε τον δρόμο της για να τη διαβάσουμε κι εμείς.

Ολα ξεκίνησαν από το εργαστήρι αφήγησης και γραφής, που πραγματοποιήθηκε στο 33ο Δημοτικό Σχολείο Βόλου το οποίο λειτουργεί μέσα στο Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων Βόλου, και το οποίο συντόνισε ο Κώστας Μάγος, επίκουρος καθηγητής του Παιδαγωγικού Τμήματος Προσχολικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Το Κοινωφελές Ιδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση και οι εκδόσεις Καλειδοσκόπιο πήραν στη συνέχεια τη σκυτάλη και έκαναν πραγματικότητα το όνειρο των παιδιών να δουν την ιστορία τους τυπωμένη.

Μαθήματα ελληνικών

Η ιστορία δημιουργήθηκε στη διάρκεια των μαθημάτων ελληνικής γλώσσας. Αφηγητές και δημιουργοί της είναι τα μέλη μιας ομάδας από οκτώ μαθητές μετανάστες στην Ελλάδα, με καταγωγή από το Πακιστάν. Οι περισσότεροι, λίγο καιρό αφότου έφτασαν, βρέθηκαν στη φυλακή, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. «Ποιος ξέρει να μας πει ένα παραμύθι από το Πακιστάν;», ρώτησα τους μαθητές σε μια από τις πρώτες συναντήσεις μας, λέει ο Κώστας Μάγος εξιστορώντας την πορεία της δουλειάς του μαζί τους. Στην αρχή, σιωπή, κι ύστερα πήρε τον λόγο ο Ιρφάν, που μιλούσε ήδη αρκετά καλά ελληνικά. «Τα παραμύθια έχουν καλό τέλος, όμως εγώ θέλω να πω ένα παραμύθι με κακό τέλος». Ο Ιρφάν ξεκίνησε να αφηγείται μια ιστορία που η αρχή της έμοιαζε με πραγματικό παραμύθι, όμως γρήγορα έγινε φανερό ότι επρόκειτο για την ιστορία της δικής του ζωής. Κανένας στην τάξη δεν διέκοψε τον Ιρφάν, μόλις όμως ολοκλήρωσε την ιστορία του, ζήτησαν και οι άλλοι μαθητές τον λόγο. Ηθελαν κι εκείνοι ν’ αφηγηθούν τις δικές τους προσωπικές ιστορίες.

Οι ιστορίες που ακούστηκαν ελάχιστα διέφεραν μεταξύ τους: πολυμελείς οικογένειες, φτώχεια, παιδική εργασία, εφηβικά όνειρα, η μετανάστευση σαν πρόκληση για μια «άλλη» ζωή και τέλος η φυλακή. Προχωρούσαν σταδιακά μαζί με τα μαθήματα των Ελληνικών. Οι αφηγήσεις τους αποτελούσαν αφορμή για να εξασκήσουν τον προφορικό και τον γραπτό λόγο στην ξένη γλώσσα.

Εγραφαν στα τετράδιά τους λέξεις, φράσεις, μικρά αποσπάσματα ή και περιλήψεις από τις αφηγήσεις τους. Αυτό το «παιχνίδι με τις ιστορίες» κέρδιζε το ενδιαφέρον τους και ήταν -σύμφωνα με τους ίδιους- το μοναδικό θετικό στοιχείο στην καθημερινότητα της φυλακής: «Οταν έρχομαι στο σχολείο, ξεχνώ τη φυλακή», έλεγε ο Τασαβάρ.

Η ιδέα να συγχωνευθούν οι αφηγήσεις των μαθητών σε μια κοινή ιστορία που να απευθύνεται σε παιδιά προέκυψε από την επιθυμία των αφηγητών αναγνώστες της ιστορίας να είναι «κανονικοί μαθητές δημοτικού σχολείου». «Να γράψουμε το τέλος της ιστορίας όταν θα βγούμε από τη φυλακή», πρότεινε ένας. «Για να το διαβάσουμε μια μέρα στα παιδιά μας», έλεγαν όλοι. Κι ας είναι οι ίδιοι λίγο μόνο μεγαλύτεροι από παιδιά.