Ταλκ / Διαβάσαμε το βιβλίο της Μαρίζας Ντεκάστρο “Οι δικοί μου άνθρωποι” / Πελιώ Παπαδιά / 27 Ιανουαρίου 2022

Η δική μου γενιά, των σημερινών σαραντάρηδων, έμαθε αρχικά για το Ολοκαύτωμα από την Άννα Φρανκ. Από το συγκλονιστικό της ημερολόγιο που ορθώς ήταν –και παραμένει– απαραίτητο ανάγνωσμα για παιδιά από 9-10 ετών και πάνω. Και ύστερα, στα 12-13 μας μας περίπου, είδαμε στο σινεμά τη “Λίστα του Σίντλερ”, ένα σχεδόν τετράωρο ασπρόμαυρο (με εξαίρεση το κορίτσι με το κόκκινο παλτό) αριστούργημα. Και κάπου τότε, ίσως και λίγο αργότερα, νοικιάσαμε από το βιντεοκλάμπ την “Εκλογή της Σόφι” (έτσι αποδόθηκε λανθασμένα στα ελληνικά “Η επιλογή της Σόφι”), γιατί όταν είχε βγει στις αίθουσες ήμαστε ακόμη μωρά, και –πέραν από τη μοναδική ερμηνεία της Μέριλ Στριπ− συγκλονιστήκαμε από τη διαπίστωση τού τι συνέβη στους Εβραίους κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τα ερωτήματα που μας γεννήθηκαν δεν έχουν απαντηθεί κι ούτε ποτέ θα απαντηθούν: “Γιατί;” Δεν υπάρχει “διότι”… Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να μην ξεχάσουμε, καθώς περνάνε τα χρόνια, και να μιλήσουμε στα παιδιά μας από μικρή ηλικία για το Ολοκαύτωμα. Δεν θα έχουμε απαντήσεις να τους δώσουμε για την πιο τραγική περίοδο στην ιστορία της ανθρωπότητας. Δεν θα είναι μια εύκολη συζήτηση. Όμως, θα τους δώσουμε να καταλάβουν από νωρίς την τραγωδία που συνετελέσθη και τους λόγους που μας οδήγησε εκεί. Ευτυχώς, πλέον υπάρχουν εξαιρετικά παιδικά βιβλία, πέραν του κλασικού “Ημερολογίου της Άννα Φρανκ”, που θα μας βοηθήσουν να μιλήσουμε για τα ανείπωτα και για να αναδείξουμε τη μνήμη. Ένα από αυτά κυκλοφόρησε πριν από λίγες μόλις ημέρες, από τις Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο. Είναι Οι δικοί μου άνθρωποι, της παιδαγωγού, συγγραφέα, μεταφράστριας, και βιβλιοκριτικού Μαρίζας Ντεκάστρο, σε εικονογράφηση της Χαράς Μαραντίδου.

Οι οικογένειες έχουν πάντα πολλές ιστορίες να διηγηθούν. Κάποιες φορές οι ιστορίες χάνονται μαζί με τους ανθρώπους που τις έζησαν και δεν τις μαθαίνουμε ποτέ. Άλλοτε πάλι, μένουν κρυμμένες για καιρό, ξεπηδούν τυχαία στις κουβέντες και μας σπρώχνουν να τις ψάξουμε. Κάπως έτσι έγινε και έπιασε να γράψει η Μαρίζα Ντεκάστρο, την ιστορία αυτή, την ιστορία μιας κυνηγημένης εβραϊκής οικογένειας που σώθηκε από τους κατοίκους ενός ολόκληρου χωριού της Κορινθίας, του χωριού Μάτσανι, στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής. Την ιστορία που της αφηγήθηκε η ξαδέλφη της, η Ρεβέκκα-Κούλα.

Η έμπειρη συγγραφέας χρησιμοποίησε το πρωτογενές υλικό από μια καθόλα αληθινή ιστορία, που μάλιστα την αφορά άμεσα, καθώς μιλάει για μέλη της ευρύτερης οικογένειάς της, και την έκανε βιβλίο για παιδιά. Η γνώση, από την πρώτη κιόλας σελίδα, ότι το κείμενο που θα διαβάσουν δεν είναι μυθοπλασία φέρνει τους μικρούς αναγνώστες πολύ πιο κοντά στην αλήθεια. Στην αλήθεια μιας από τις εκατοντάδες χιλιάδες ιστορίες διάσωσης συνανθρώπων μας, που είτε έγιναν γνωστές είτε χάθηκαν για πάντα είτε παραμένουν/περιμένουν ακόμα σε κάποιο χαρτί σημειωμένες ή σε κάποιο μυαλό καταχωνιασμένες μέχρις ότου έρθει η ώρα τους να μαθευτούν κι αυτές.

Το 1940, η οικογένεια Καμχή ζούσε στο κέντρο της Αθήνας. Η μικρή αφηγήτρια, η Ρεβέκκα, 4 ετών τότε, λάτρευε τον τόπο της, τα μαγαζιά του, τις μυρωδιές του, τα παιχνίδια της με τον αδελφό της, τη ζωής της. Ήταν ένα παιδί σαν όλα τα παιδιά. Μέχρι που ξέσπασε ο πόλεμος. Τι ήταν ο πόλεμος; Αρχικά κάτι μακρινό για το πιτσιρίκι. Μα όταν μπήκαν οι Ιταλοί και, λίγο αργότερα, οι Γερμανοί στην πρωτεύουσα, όλα άλλαξαν: Συσκοτίσεις, σειρήνες, καταφύγια, βομβαρδισμοί, κλειστά μαγαζιά, καμιόνια και μοτοσυκλέτες με στρατιώτες στους δρόμους… Και η σβάστικα παντού. Η κόκκινη σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό να ανεμίζει καθημερινά στην Ακρόπολη.

Τους φοβούνταν τους Γερμανούς η οικογένεια της Ρεβέκκας. Μικροί και μεγάλοι μάθανε καταρχάς τι θα πει “Φερμπότεν”, βιάζονταν να μην τους βρει έξω το σκοτάδι, προσαρμόστηκαν σε νέες συνήθειες, πείνασαν στον μεγάλο λιμό του χειμώνα του ’41-42. Και η Ρεβέκκα έβλεπε και άκουγε και καταλάβαινε, όσο κι αν προσπαθούσαν να την προστατεύσουν οι γονείς της από την αλήθεια. Οι Καμχήδες ήταν Εβραίοι. Και καθημερινά κινδύνευαν να μπουν στα τρένα εκείνα που οδηγούσαν χιλιάδες όπως εκείνοι στο πουθενά. Όταν εξασφάλισαν ψεύτικα χαρτιά με χριστιανικά ονόματα και η Ρεβέκκα έγινε από Μπέκα Κούλα κι ο αδελφός της, ο Γιεχίελ, έγινε Άκης, και οι γονείς τους από Φρίντα και Αβραάμ, Ειρήνη και Αλέκος, τα παιδιά νόμιζαν ότι όλο εκείνο ήταν σαν παιχνίδι, ένα αστείο. Αλλά δεν ήταν. Διάφοροι συγγενείς τους άλλαξαν τόπο κατοικίας, κάποιοι φιλοξενήθηκαν από Χριστιανούς, κάποιοι ανέβηκαν στο βουνό να αντισταθούν. Ώσπου, ήρθε κι η ώρα η δική τους να εγκαταλείψουν την Αθήνα. Οι γνωριμίες του μπαμπά της με το ΕΑΜ τούς οδήγησαν με οργανωμένο σχέδιο και ασφάλεια, με τη βοήθεια άγνωστών τους ανταρτών, στο Μάτσανι της Κορινθίας, για να κρυφτούν εκεί μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος. Πέντε άνθρωποι, ο μπαμπάς, η μαμά, τα δυο παιδιά και η γιαγιά τους, έφτασαν σε μια καλύβα, χωρίς ρεύμα, νερό, τουαλέτα, σε ένα χαμόσπιτο εντελώς διαφορετικό από το σπίτι όπου ζούσαν μέχρι πρότινος, που θα αποδεικνυόταν, όμως, ο τόπος της σωτηρίας τους.

Ο παπάς του χωριού, στην κυριακάτικη λειτουργία, ζήτησε από το ποίμνιό του να μην αποκαλύψουν ποτέ στους Γερμανούς ότι εκεί κρύβεται μια οικογένεια Εβραίων. “Γιατί στο χωριό μας δεν υπάρχουν προδότες”, είπε. Και ευτυχώς, το χωριό δεν είχε πράγματι ούτε δωσίλογους ούτε φοβισμένους κατοίκους. Η Ντεκάστρο εντάσσει έντεχνα στην αφήγησή της τις μαρτυρίες των παιδιών (τότε) που, γέροντες πια, θυμούνται πώς προστάτεψαν την οικογένεια της ξαδέλφης της. Οι χωριανοί, παρά τα δελέατα και τον φόβο για τη ζωή τους, έγιναν τελικά δικοί τους άνθρωποι και σωτήρες τους. Η Κούλα και οι γονείς της εντάχθηκαν σταδιακά στην καθημερινότητα των Ματσανιωτών. Και αν σε κάποια παιδιά ξέφευγαν κακίες για τα μικρά Εβραιόπουλα στο αυτοσχέδιο σχολείο, στην Εκκλησία, ο παπα-Αθανασούλης, τα συνέτιζε. Και αν πλησίαζαν πολύ στο χωριό οι Γερμανοί, τότε οι χωριανοί τους φυγάδευαν ψηλά, σε μια σπηλιά, απ’ όπου η Κούλα έβλεπε κομματάκια ουρανού. Υπήρξαν φορές που οι ναζί βρέθηκαν κυριολεκτικά δίπλα τους, μα οι Καμχήδες τη γλίτωσαν και επέζησαν και το Μάτσανι δεν έγινε ούτε Δίστομο ούτε Καλάβρυτα. Και, μέσα στον φόβο, αλλά και με στιγμές χαράς, κύλησαν έντεκα μήνες και τέλειωσε το κακό.

Ο Εμφύλιος βρήκε την οικογένεια της Ρεβέκκας συγκεντρωμένη πάλι στην Αθήνα, στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς που άντεξε, στα Πατήσια. Το δικό της σπίτι είχε καταστραφεί. Όμως, οι οδομαχίες δεν τους άφηναν να ξεμυτίσουν και λίγους μήνες αργότερα εγκατέλειψαν την Ελλάδα για την Παλαιστίνη, γνωρίζοντας μια μόνο εβραϊκή λέξη, “Σαλόμ”, ειρήνη. Η Ρεβέκκα μεγάλωσε και έκανε οικογένεια στο Ισραήλ. Το 2018, πάνω από 80 ετών πλέον, επέστρεψε στο Μάτσανι, που σήμερα το λένε πια Κρυονέρι, με τα παιδιά και τα εγγόνια της.  Εκεί βρήκε τους ηλικιωμένους παιδικούς της φίλους, για τους οποίους παρέμεινε πάντα η Κούλα, η κόρη της Ειρήνης. Τους δικούς της ανθρώπους, που κράτησαν το μυστικό και έσωσαν την οικογένειά της· το δώρο που της έκανε ο πόλεμος.

Η Ντεκάστρο, στο τέλος του βιβλίου, παραμένοντας πιστή στον εκπαιδευτικό χαρακτήρα των κειμένων της (“Οι δικοί μου άνθρωποι” είναι μάλλον η πιο “παραμυθένια” της αφήγηση, που αγγίζει, αλλά δεν φτάνει –εν γνώσει και θελήσει της– το fiction), εντάσσει ιστορικές πληροφορίες και φωτογραφικό υλικό για την οικογένεια Σακκή, παππούδες της Ρεβέκκας, που βοήθησε πολλούς Εβραίους να σωθούν, τονίζει τον ρόλο του ΕΑΜ στη διάσωση των Εβραίων συμπολιτών μας, μιλάει για τις χριστιανικές οικογένειες που τους άνοιξαν τα σπίτια τους. Χωρίς όλους αυτούς ποιος ξέρει πόσοι άλλοι θα είχαν βρει φριχτό θάνατο. Ένοχοι δεν ήταν μόνο τα “καρφιά”, οι δωσίλογοι. Ένοχοι, κατά τη γνώμη μου, ήταν και όλοι αυτοί, που έβλεπαν να παίρνουν τους Εβραίους μέσα στη νύχτα και κοιτούσαν από την άλλη, όλοι αυτοί που αρνήθηκαν να τους κρύψουν, όλοι αυτοί που ακολουθούσαν τυφλά τις εντολές της εξουσίας. Έπειτα, μιλάει στα παιδιά για τις ιστορίες διάσωσης, σαν αυτή της οικογένειας Καμχή, δίνοντάς τους να καταλάβουν τι σημαίνει αλληλεγγύη, αυταπάρνηση και ανθρωπισμός. Και βέβαια, εξηγεί τι ακριβώς ήταν το Ολοκαύτωμα και ποιοι είναι οι Δίκαιοι των Εθνών, τίτλος που απέκτησαν και κάτοικοι του Κρυονερίου, ακριβώς επειδή είχαν φιλοξενήσει/κρύψει Εβραίους στο σπίτι τους.

Η εξαιρετική, σαν σκοτεινό παραμύθι με ευτυχισμένο τέλος, αφήγηση απογειώνεται από την εικαστικό Χαρά Μαραντίδου, που χρησιμοποιεί φωτογραφίες, κυρίως ασπρόμαυρη, λιτή, εικονογράφηση και λίγο χρώμα, εκεί όπου χρειάζεται, όταν κάτι μεταβάλλεται, για να δώσει ακόμα μεγαλύτερη ένταση στο γραπτό κείμενο, δημιουργώντας σε κάθε σαλόνι κι από ένα έργο τέχνης. Θα πρότεινα το βιβλίο “Οι δικοί μου άνθρωποι”, για κοινή ανάγνωση με τον γονιό ή τον εκπαιδευτικό για παιδιά από 7 ετών και για κατά μόνας ανάγνωση για παιδιά από 9-10 ετών, ανάλογα με τις προσλαμβάνουσες που έχουν για τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Φυσικά, θα το πρότεινα και για ενήλικους. Φυσικά, το βιβλίο δίνει αφορμή για περαιτέρω “εξερεύνηση” του θέματος, για συζήτηση, για ανάγνωση και άλλων βιβλίων, για θέαση ταινιών, για αναζήτηση και άλλων ιστοριών επιβίωσης. Γιατί ΠΟΤΕ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΧΑΣΕΙ ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ. Και γιατί υπάρχουν, δυστυχώς ακόμα, μισάνθρωποι, αντισημίτες, ομοφοβικοί, ρατσιστές κάθε είδους, που πρέπει να εκλείψουν. Μόνο όπλο μας; Η παιδεία και η αγάπη για τον Άνθρωπο… “Οι δικοί μου άνθρωποι” είναι οι Ματσανιώτες, η οικογένεια της Ρεβέκκας Καμχή, η οικογένεια της Μαρίζας Ντεκάστρο, τα παιδιά μας, οι γονείς μας, τα ξαδέλφια μας, οι φίλοι μας, όλοι όσοι δεν αποδέχονται και θα φροντίσουν να μην σκεπάσει ποτέ ξανά τις ζωές μας το σκοτάδι του φασισμού.

Πηγή:

https://www.talcmag.gr/hot/oi-dikoi-mou-anthropoi/