Από τη μια έχει την ευφυΐα. Μέσα σε ένα σκοτεινό αμάξι, σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, στο αίσθημα της αποξένωσης, η ανθρώπινη ευφυΐα αναζητάει τη θέση της προκειμένου να βρει λύση σε κάτι που την υπερβαίνει. Να κρατήσει τους άλλους γύρω της και να κρατηθεί ζεστή. Aλλωστε, όπως γράφει η Τζούλια Κρίστεβα για τη γυναικεία ευφυΐα στο βιβλίο της «Χάννα Aρεντ» (εκδόσεις Κέδρος), «η ευφυΐα είναι μια θεραπευτική επινόηση που μας βοηθά να μην πεθάνουμε από ισότητα σε έναν κόσμο δίχως επέκεινα». Διότι από τη μια ο όρος «ευφυΐα» ταυτίζεται με παράδοξες περιπέτειες, μοναδικές εμπειρίες και απροσδόκητες υπερβάσεις, που επιμένουν να αναδύονται σε έναν κόσμο που δεν σταματά να τυποποιείται, αλλά πλέον σήμερα, από την αρχή του 21ου αιώνα, θα συμφωνούσε και η Κρίστεβα ότι ζούμε εποχές όπου η ανθρώπινη ευφυΐα καλείται να τραφεί από τη βάση της ανθρώπινης ουσίας. Αλλωστε και εκείνη υποστηρίζει ότι η ευφυΐα θεμελιώνει το νόημα της ζωής, ιδίως στην προσπάθεια που μέσα στο μαζικό βίωμα αναζητούμε την υποκειμενικότητά μας. Και όταν ο πολιτισμός διαρρηγνύεται, έστω και για λίγο επιστρέφουμε σε πιο πρωτόγονες καταστάσεις, εκεί αναζητείται η δυναμική της ανθρώπινης επιβίωσης.
«Ζούσε κάποτε ένας σοφός που είπε ότι ο ανθρώπινος πολιτισμός άρχισε από τότε που ένας άνθρωπος φρόντισε την πληγή του άλλου».
Τι είναι αυτό που μας ζεσταίνει όταν όλα γύρω μας μοιάζουν παγωμένα; Πώς μπορεί εδώ ο άνθρωπος να ενεργοποιήσει μέσα του ρίζες, βότανα, ιστορίες, αγκαλιές, μικρά γιατρικά για τον φόβο και την απελπισία; Μικρά γιατρικά για την ανθρώπινη σχέση;
Εχουμε άραγε κάτι άλλο από τις λέξεις μας; Στην αναζήτηση της εσωτερικής θερμότητας, ο άνθρωπος θυμάται γύρω από τη φωτιά την καταγωγική του ρίζα. Ο πρώτος άνθρωπος που μας έδωσε τη φωτιά μάς πρόσφερε και τη δυνατότητα να «βλέπουμε» τις αναθυμιάσεις και τις σκιές σαν έναν ολόκληρο κόσμο. Μαζί με τον καπνό γεννήθηκαν οι ιστορίες. Οι ιστορίες της προέλευσής μας, παραμύθια που ξορκίζουν τον φόβο, για στοιχειά και ξωτικά που τα καταπίνει το τζάκι μόλις αυτό σβήσει, ιστορίες για αγάπες που χάθηκαν και για αγάπες που επιμένουν. Και μέσα από τις ιστορίες, αυτό που επιβιώνει με τον συγκινητικό τρόπο που το περιγράφει ο Θανάσης Χατζόπουλος στο παραμύθι του «Η γυναίκα με την πέτρινη γλώσσα» (στο βιβλίο περιλαμβάνεται και ο εξαιρετικά επίκαιρος «Κύριος Δαίμων», εκδόσεις Καλειδοσκόπιο) είναι τα λόγια, και μάλιστα τα καλά λόγια. Αυτό που ζεσταίνει την ύπαρξη και τη θεραπεύει είναι η δύναμη να βρεις μέσα στο απόλυτο σκοτάδι την καλοσύνη να δεις τη διαδρομή αυτού που σε κοιτάζει. Να δώσεις μέσα στον χιονιά ένα στασίδι ανάπαυσης μέσα από τον λόγο, να μπορέσει ο άνθρωπος να ξαποστάσει μέσα στη γλύκα της προσμονής και της αποδοχής. Αλλωστε, όπως γράφει ο Χατζόπουλος, «ζούσε κάποτε ένας σοφός που είπε ότι ο ανθρώπινος πολιτισμός άρχισε από τότε που ένας άνθρωπος φρόντισε την πληγή του άλλου».
Σήμερα που ο ανθρώπινος πολιτισμός δείχνει τα όριά του, κανείς δεν εντυπωσιάζεται με τις κατακτήσεις. Η θερμότητα προκύπτει από τη δύναμη να παραμείνουμε ζωντανοί μέσα στο τραύμα μας. Διότι τελικά οι πληγές, οι δικές μας και των άλλων, είναι οι μόνες που έχουμε για να φροντίσουμε.