Elniplex / Γκούρι σημαίνει πέτρα, της Θεοδώρας Κατσιφή / Απόστολος Πάππος / 10 Φεβρουαρίου 2022
Γκούρι σημαίνει πέτρα.
Ήταν το δικό μου βουνό αυτός ο λόφος από σκίνα και πέτρα.
Ο ήλιος έκαιγε το χώμα και οι οχιές άφηναν το δέρμα τους.
Πέτρα, σκίνα, φρύγανα, γαϊδουράγκαθα.
Βουνό ήταν μέσα μου.
Μεγάλο, δυσπρόσιτο.
Σ’ αυτόν τον βραχώδη τόπο άφηνα κάθε καλοκαίρι το δικό μου δέρμα.
Η πρώτη σελίδα του βιβλίου
Ένα χωριό. Κανονικό χωριό. Από εκείνα που είχαν πολλή ζωντάνια από τον πόλεμο και έπειτα και επιβίωσαν μέχρι τα 80′ και 90′, καθώς τα καλοκαίρια επέστρεφαν διψασμένοι για λίγη απόκεντρη ομορφάδα και δράση οι φωτισμένοι «πρωτευουσιάνοι» κι οι μεγαλοπολίτες, δηλαδή τα παιδιά των ντόπιων που είχαν μεταναστεύσει στην Αθήνα και τις άλλες μεγάλες πόλεις. Κι ένα τσούρμο παιδιά. Κανονικά παιδιά. Από εκείνα που έβλεπες να περιμένουν να πάει πέντε το απόγευμα, μη θυμώσουν οι γιαγιάδες και αρχίσουν να φωνάζουν από τα παραθύρια και τους μπαξέδες, για να μαζευτούν στην πλατεία ή στον σταθμό για να παίξουν και να μετρηθούν με τους άλλους, έξω από οθόνες και άλλες σύγχρονες μιζέριες. Και να μυρίσουν, όπου να γύριζες μια άτακτη βλάστηση παντού θα έβλεπες. Και να τρέξουν, μια απλωσιά δεξιά ή αριστερά θα την έβρισκες. Και να εξερευνήσουν. Όπου να γύριζες το κεφάλι μια ιστορία νοτισμένη με ένα μυστήριο, ένα στοιχειωμένο ή εγκαταλειμμένο σπίτι ή μια περίεργη μορφή θα την άκουγες. Είπαμε χωριό. Κανονικό χωριό.
Για ένα τέτοιο χωριό γράφει η Θεοδώρα Κατσιφή στο τρίτο της βιβλίο «Γκούρι σημαίνει πέτρα», αποτίοντας ουσιαστικά φόρο τιμής στα παιδικά καλοκαίρια όλων όσοι είχαμε ένα χωριό να πηγαίνουμε για μπάνια και παιχνίδι και ωραία αυτοσχέδια πράγματα. Ένα χωριό σαν αυτό, γερμένο πάνω σ’ έναν λόφο από σκίνα και πέτρα και με εκείνον τον τεράστιο τσιμεντένιο σωλήνα νερού που γινόταν το παιχνίδι τους. Παιδιά κάπου στην έκτη δημοτικού και την πρώτη γυμνασίου, λίγο πάνω, λίγο κάτω. Εκεί που το κορίτσι μαζεύει το φουστάνι κι ανοίγει το πρώτο μονοπάτι στη γυναίκα. Εκεί που το αγόρι κοιμάται το βράδυ παιδί και το πρωί ξυπνάει λίγος άντρας από μέσα του.
Ένα χωριό γεμάτο μυρωδιές και αλάνες και απλωσιές και φιλίες, πρόσκαιρες και ευκαιριακές, καλοκαιρινές μόνο, συχνά. Γεμάτο αταξίες και σκανταλιές και κανόνες που ψάχνεις να δεις πού μπάζουν για να τους παραβείς και να νιώσεις ότι το κόλπο έπιασε. Και γιαγιάδες που πλέκουν βελονάκι και «δείξε μου κι εμένα, γιαγιά».
Και να που σκάει και μια ιστορία παλιά. Για ένα κορίτσι που ήταν θύμα κακοποίησης και ξάφνου εξαφανίστηκε από το χωριό, δίχως κανείς να ξέρει, δίχως κανείς να μπορεί να αποδείξει τι και πώς. Η μικροκοινωνία ανάστατη κάνει αυτό που ξέρει καλά: υφαίνει σενάρια, κάνει υποθέσεις, ανακατεύει λέξεις, σπέρνει μυθολογίες, διαδίδει εικασίες, ρηχές συχνά.
«Ήταν όμορφη η Γιωργίτσα, γιαγιά;»
«Ποια;»
«Αυτή που χάθηκε, καλέ! Η Γιωργίτσα!»
«Πάλι τα ίδια; Τι σ΄έχει πιάσει και με ρωτάς;»
«Μόνο αν ήταν όμορφη πες μου».
«Πού να θυμάμαι;»
Και το τσούρμο παιδιών που είχε σχεδόν κάθε χωριό, έτσι κι αυτό. Ο Στάθης, ο Γιάννης, ο Σωτηράκης ο Τρίχας, ο Ελπίδος, η Αθανασία, ο Σαράντης, η Θαλασσινή, η Λέτα. Και η Θεοδώρα. Και η γιαγιά της. Και οι τρεις Αμερικάνες, η Μάργκαρετ, η Άντζελα και η Τζώρτζια, δεκαπέντε, δεκατρία κι έντεκα. Και οι άλλοι άνθρωποι του χωριού, οι μεγάλοι. Και ένας αγριάνθρωπος που παλιά δεν ήταν έτσι αλλά μετά… άστα.
Η Μαντόνα, οι Ντουράν-Ντουράν και οι Αχά στο γουόκμαν που είχαν φέρει μαζί. Το γουόκμαν! Θα το έδιναν οι Αμερικάνες, είπαν, «σε όποιον ανακαλύψει τι συνέβη στη Γιωργίτσα«. Ξάφνουμ οι Αμερικάνες τους έβαλαν όλους να τρέχουν γύρω από την ουρά τους. Πού να βρεις τι συνέβη τότε; Και γιατί να ξύσεις τέτοια πληγή; Εκείνοι οι μικροί ντετέκτιβ που έχωναν την ουρά τους παντού, τώρα είχαν μπροστά τους μια άλλη πρόκληση. Τα μεγάλα μυστικά τους περίμεναν…
Βραδύκαυστο, εσωτερικά φλεγόμενο, λεπτοδουλεμένο και, ως φαίνεται, για καιρό χτισμένο, διορθωμένο και επιδέξια δοσμένο, τούτο το μικρό μυθιστόρημα ενηλικίωσης της Θεοδώρας Κατσιφή. Δομημένη σε μικρά κεφάλαια η ιστορία, δημιουργεί την αίσθηση ενός παζλ που τοποθετεί ένα ένα τα κομμάτια του, συνθέτοντας με μικρές ψηφίδες τη μεγάλη εικόνα. Ουσιαστικά η συγγραφέας αφήνει μεστά θραύσματα δω κι εκεί τα οποία σταδιακά σμίγουν συναρμολογώντας το άκρως ενδιαφέρον μικρό σύμπαν του χωριού, μέσα στο οποίο αναφλέγονται η κακοποίηση και η ενδοοικογενειακή βία, ο αποκλεισμός ως αυτοάνοσο της συμπερίληψης, οι στερεοτυπικές αντιλήψεις που ξεφυτρώνουν σε κάθε βήμα, η πρόοδος και ο εκμοντερνισμός, το «όλοι ήξεραν αλλά κανείς δεν μιλούσε» που στοιχειώνει κάθε κοινωνία. Τα μικρά κεφάλαια μοιάζουν με μικρά βήματα ενός περιπάτου μέσα στο χωριό, ένα κατεξοχήν ελληνικό χωριό. Υπό αυτό το πρίσμα, το χωριό αυτό είναι κάθε χωριό της ελληνικής επικράτειας.
Οι χαρακτήρες, πλην της Θεοδώρας, δεν πλησιάζονται σε βάθος. Η συγγραφέας τους τοποθετεί και τους χειρίζεται ως κομμάτια ενός συνόλου, του τσούρμου, που δρούσε ως μια ολότητα στο χωριό, με τα παιδιά να είναι τα διαφορετικά γρανάζια που μπλοκάρουν ή επιταχύνουν τον μηχανισμό του. Δίνοντας το βάθος στην αφηγήτρια Θεοδώρα ουσιαστικά την τοποθετεί πάνω σε ένα βάθρο απ’ όπου κοιτάζει, διόλου υπεροπτικά, αλλά με ανοιχτή την καρδιά και τον νου της προς τον αναγνώστη, ολόκληρο το χωριό εκείνο το καλοκαίρι, γεμίζοντας το μικρό ημερολόγιό της με όσα έγιναν και όσα πέρασαν στον μυ της καρδιάς.
Η κοφτή, απλή, ανεπιτήδευτη, βαθιάς συναισθηματικής έντασης, γραφή, κραδαίνει μπροστά στο βλέμμα του αναγνώστη ένα καλειδοσκόπιο εικόνων που δίνουν το στιβαρό περίγραμμα ενός τόπου που σε μεγάλο βαθμό είναι ο τόπος του καθενός μας. Η γεύση που μένει στο τέλος είναι ότι δεν έχουμε ένα τυπικό παιδικό ή προεφηβικό ανάγνωσμα αλλά μια διηλικιακή νουβέλα που αφήνει διαφορετικό αποτύπωμα στα παιδιά, διαφορετικό στους ενήλικες και ένα πολύ διαφορετικό, ατμοσφαιρικό, νοσταλγικό χρώμα στους τριάντα plus που έζησαν πολλά από αυτά.
Δεν μπορώ να μην αναφερθώ στην ελληνική δεκαετία του 80′ ως το κυρίαρχο χωροχρονικό πλαίσιο της ιστορίας. Όταν πήρα γούοκμαν, ένιωσα σαν να μου είχαν χαρίσει την Αμερική. Όταν άκουσα τη Μαντόνα και τους Ντουράν Ντουράν σε κάποιο ντισκοτέκ της εποχής, πιτσιρικάκι, ήταν σαν να μετείχα ενός φαινομένου που γεννιόταν εκεί και τότε. Διαβάζοντας, λοιπόν, το βιβλίο, εσείς οι 70’+ και 80’+ μεγαλωμένοι θα βρείτε πολύ εαυτό σας μέσα του.
Τέλος, θα ήθελα να σημειώσω ότι η αυτή η γκρι-μπλου (αν βλέπω και καλά) απόχρωση των μολυβιών από την Πατρίτσια-Ευγενία Δεληγιάννη έχει την ατμοσφαιρικότητα, τη νοσταλγία, το ποιητικό φορτίο και την υφή που μια τέτοια ιστορία γύρευε για να έχει ένα αντάξιο οπτικό σύμπαν.
Θεωρώ ότι είναι ένα από τα βιβλία που θα αγκαλιαστούν από τους αναγνώστες.
Για αναγνώστες από 9 ετών δίχως ηλικιακό περιορισμό.
Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο
Πηγή:
In Same Category
- Ο Αναγνώστης / Για ένα ποδήλατο / Εύη Γερασίμου-Καλλιγά / Οκτώβριος 2024
- Σκεπτικό βράβευσης White Ravens 2024 (αγγλικά) / Το κοτσύφι
- Διάστιχο / Ελένη Γεωργοστάθη: «Φίλοι δεμένοι με κλωστή» / Κατερίνα Ζαμαρία / 19 Σεπτεμβρίου 2024
- Ο Αναγνώστης / Μικρά κριτικά εικονογραφημένα… με δυο λόγια / Μαρίζα Ντεκάστρο / Σεπτεμβριος 2024
- efsyn.gr / «Μια φωλιά για μένα» της Βαλεντίνας Παπαδημητράκη / Μαρία Μυστακίδου / 3 Μαρτίου 2024