ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ / Κωστής Γκιμοσούλης / Δημήτρης Αθηνάκης / 7 Αυγούστου 2023

 

Ενας συγγραφέας φτιαγμένος από καλοσύνη, σιωπή και χιλιόμετρα

«Αποθήκη ανθρώπων που μοιάζει με φυλακή. Ενα δωμάτιο όπου πρέπει να μείνεις ζωντανός ώς το τέλος. Απομόνωση όπου κόσμος πάει κι έρχεται. Το νοσοκομείο είναι θορυβώδες τσίρκο και ταυτόχρονα σιωπή. Η σιγή που τα λέει όλα. Μοιάζει ασπρόμαυρο, αλλά κρύβει χρώματα: διχασμό, έρωτα, ζήλια, απογοήτευση και γέλιο. Ο χρόνος παγώνει, αλλά εσύ μεταμορφώνεσαι. Περπατάς αργά και ονειρεύεσαι. Κι αν χρειαστεί, βγαίνεις απ’ τα όνειρά σου και γίνεσαι άλλος. Το νοσοκομείο μοιάζει με ψέμα όπου όλα είναι πραγματικά. Εκτός από το μέλλον. Αυτό δεν το γνωρίζεις, παρά μόνο όταν φεύγεις. Σαν βλέπεις την έξοδο από μακριά. Τότε που χαμογελάς και κλείνεις το μάτι, γιατί κάτι έμαθες. Και αυτό το κάτι θες να το μοιραστείς, γιατί τίποτα πια δεν είναι αποκλειστικά δικό σου».

Κωστής Γκιμοσούλης, «Δύο μήνες στην αποθήκη»


Ενας αναχωρητής των λέξεων και της ζωής· φτιαγμένος από ελευθερία και χιλιόμετρα· ένας ενστικτώδης μπίτνικ με εγγενή, ακαταμάχητη καλοσύνη. Ο Κωστής Γκιμοσούλης, που έφυγε από τη ζωή στα 63 του χρόνια, στη 1.30 το πρωί της Δευτέρας –αφού πάλευε διασωληνωμένος στην εντατική του ΚΑΤ έπειτα από εγκεφαλική αιμορραγία–, ήταν ένας απελεύθερος των λέξεων και ταυτόχρονα ελευθερωτής τους· ένας κάρακτερ της λογοτεχνίας, με τα μακριά του μαλλιά, το μαντίλι, τα στενά του τζιν, τις μπότες, τα άφιλτρα τσιγάρα του.

Γεννημένος το 1960 στην Κυψέλη, γέννημα-θρέμμα του κέντρου των Αθηνών, έζησε στο Κουκάκι, στο υπερυψωμένο ισόγειο σπίτι της Τσάμη Καρατάσου που άλλοτε ανήκε στον Γιάννη Κοντό, και, ώς το τέλος, και στην Καλλιθέα, με τη σύντροφό του, σε μία γειτονιά όπου μιλούσε με όλους – ενδιαφερόταν για καθενός την ιστορία. Σπούδασε Νομική και εργάστηκε στο συμβολαιογραφείο του πατέρα του στην πλατεία Κάνιγγος, όπου απευθύνονταν οι συγγραφείς, ιδίως η «παρέα του Κέδρου».

Συμπυκνωμένες, φιλτραρισμένες, κατασταλαγμένες λέξεις

Κωστής Γκιμοσούλης: Ενας συγγραφέας φτιαγμένος από καλοσύνη, σιωπή και χιλιόμετρα-1 Στο Κουκάκι με την κυρία Ντίνα πάντα στο παράθυρο. (©Αρχείο Εύης Γεροκώστα)

Οι λέξεις του, όμως, όταν πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1979 με ένα διήγημα στα «Νέα», ήταν εκείνες –οι συμπυκνωμένες, οι φιλτραρισμένες, οι κατασταλαγμένες– που τον τραβούσαν από το μανίκι, αλλά με την ελεύθερη αγάπη που έδειχνε κι εκείνος σε αυτές· όπως, άλλωστε, από το μανίκι τον τραβούσε η μηχανή του, με την οποία διέφευγε μακριά για να γνωρίσει τόπους, ανθρώπους, να ενωθεί με το υπερβατικό που τόσο αναζητούσε, σαν άλλος Σαχτούρης· με τη μηχανή του κατέφευγε στο Μεταξοχώρι Κισσάβου, στο σπίτι πάλι του Γιάννη Κοντού, όπου εμπνεύστηκε πλείστα όσα βιβλία, όπως η εμβληματική «Μια νύχτα με την κόκκινη» του 1995 – «το έβδομο βιβλίο μου – το 7 είναι κρίσιμος αριθμός», που «γράφτηκε σε συνεχή κίνηση: Αθήνα, Αλεξανδρούπολη, Μεταξοχώρι, Πάτρα».

Το Μεταξοχώρι και τα χιλιόμετρα της μηχανής

Κωστής Γκιμοσούλης: Ενας συγγραφέας φτιαγμένος από καλοσύνη, σιωπή και χιλιόμετρα-2

Σάββατο πρωί στην Καλλιθέα. (©Αρχείο Εύης Γεροκώστα)

Βέβαια, για το Μεταξοχώρι ειδικά, είχε εκδώσει ομώνυμο βιβλίο από τις εκδ. Καλειδοσκόπιο (2018), με τον υπότιτλο «Αλφάβητο για όρη» και εικονογράφηση του Θοδωρή Κανάκη. «Με αφορμή ένα όμορφο χωριό του Κισσάβου, το Μεταξοχώρι (που μου το σύστησε ο ποιητής Γιάννης Κοντός), ανακαλύπτουμε το μέτρο που δίνει ακόμα και σε μας που γεννηθήκαμε αρουραίοι, δηλαδή γνήσια παιδιά της πόλης, η Φύση. Ενα αλφαβητάρι για ένα βουνό που ξεσκεπάζει τη μικροσκοπική μας φύση και μας φέρνει μπροστά στο θαύμα του καθενός: να ξεπεράσουμε τα όριά μας και να ζήσουμε αληθινά. Ενα βιβλίο ποίημα για ένα ποιητή –στη σειρά Μικρές Ιστορίες για τον Κόσμο– τον κόσμο του Γιάννη που μου τον γνώρισε, τον μοιράστηκε μαζί μου και που “φεύγοντας” μου τον χάρισε. Επειδή τα πιο σημαντικά δωρίζονται», ήταν τα δικά του λόγια.

Το 1983, έρχεται η πρώτη του ποιητική συλλογή, ο «Ξυλοκόπος πυρετός», από τις εκδόσεις Εστία και, αργότερα, από τον Κέδρο, με τον οποίο ταυτίστηκε. Η αναγνωστική και κριτική αποδοχή ήταν πάνδημη. Ο Κωστής Γκιμοσούλης, αυτός ο εσωτερικός, ο μυστικιστής, ο παράδοξος γραφιάς της ποίησης και της πεζογραφίας, στην οποία στράφηκε σχεδόν αποκλειστικά τη δεκαετία του ’90, παρά την αναζήτηση της ίδιας της ζωής και του νοήματος της ύπαρξης, με τρόπο συχνά σκοτεινό καθώς το κοινωνικό περιθώριο τον έθελγε, παρέμενε πάντα ένα «παιδί» της γραφής, όπως, εξάλλου, είχε φανεί και στο τελευταίο του μυθιστόρημα, «Μπιλ ο χλομός» (Καστανιώτης, 2019).

«Με τα μεγάλα του μάτια χάζευε τους πάντες και τα πάντα»

Κωστής Γκιμοσούλης: Ενας συγγραφέας φτιαγμένος από καλοσύνη, σιωπή και χιλιόμετρα-3 Κωστής Γκιμοσούλης και Εύη Γεροκώστα. Στο Φλαμπούρι, Ιούλιος με πανσέληνο. (©Αρχείο Εύης Γεροκώστα)

«Αγαπούσε και ήθελε να μάθει από τα παιδιά και τα ζώα – ιδίως τη θαλάσσια χελώνα, που την είχε παντού γύρω του στην αγαπημένη του θέση, σε ένα μεγάλο μαξιλάρι στο πάτωμα· λούτρινες, πέτρινες, ξύλινες, σε κάθε μορφή», αφηγείται στην «Κ» η επί 17 χρόνια αγαπημένη του, συγγραφέας Εύη Γεροκώστα. «Μετά το πρόβλημα υγείας προ δεκαετίας (σ.σ. κύστη στον εγκέφαλο), ο Κωστής υιοθέτησε ως τρόπο ζωής εκείνον της χελώνας· θαύμαζε την υπομονή της. Και, μάλιστα, τότε είχε γράψει και το “Δύο μήνες στην αποθήκη”. Ηταν παρατηρητής, με τα μεγάλα του μάτια χάζευε τους πάντες και τα πάντα· εκεί που νόμιζες ότι ήταν αφηρημένος, εκείνος απλώς βυθιζόταν σε κάτι που του τραβούσε το βλέμμα. Του άρεσε και η σιωπή – “ας κάτσουμε και ας μη μιλήσουμε”, μου έλεγε· του άρεσε η σιωπή και ο δρόμος. Ο Κωστής ήταν αυτό που έβλεπαν όλοι· ένα κράμα χελώνας και παιδιού, σου μιλούσε και ήθελε να μάθει, ήθελε να σιγουρευτεί για όλα, σαν παιδί. Και καθημερινά μού έλεγε: “Η ζωή δεν είναι πρόβα, Εύη, είναι μια κι έξω”», θυμάται η Εύη Γεροκώστα, που δεν έλειψε στιγμή από το πλάι του και που τον θυμάται να γράφει «στις πιο άβολες θέσεις: σε μια γωνία στο Κουφονήσι ή κάτω από τον ήλιο της Αμοργού, κοντεύοντας να πάθει ηλίαση».

«Εasy rider, ανεξάρτητος, διανοούμενος, αναχωρητής, με μιαν ανδρική γλυκύτητα»

Κωστής Γκιμοσούλης: Ενας συγγραφέας φτιαγμένος από καλοσύνη, σιωπή και χιλιόμετρα-4 Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Κωστής Γκιμοσούλης, Μεταξοχώρι, Σεπτέμβριος 1998. (©Αρχείο Θεόδωρου Γρηγοριάδη)

Με πέντε ποιητικές συλλογές και δέκα πεζά, ο Κωστής Γκιμοσούλης, «ήταν σαν εξαρχής να είναι κατακτήσει το στιλ του, τον τρόπο του να γράφει και να υπάρχει», λέει στην «Κ» ο συγγραφέας Θεόδωρος Γρηγοριάδης, μέλος κι εκείνος της παρέας της πεζογραφικής «γενιάς του ’80», όπου έλαμψε ο Κωστής Γκιμοσούλης. Και αυτό το ρήμα –«έλαμψε»– είναι που τον χαρακτήριζε, όπως συνάγεται από τις συνομιλίες που είχε η «Κ» με συναδέλφους του. «Ηταν κάτι σαν easy rider, ανεξάρτητος, διανοούμενος και αναχωρητής, με μιαν ανδρική γλυκύτητα, που κέρδιζε τους πάντες. Ενας συγγραφέας βιωματικός, κατασταλαγμένος, που δεν είχε πάνω του τίποτα παραδοσιακό. Ηταν εκείνος που είχε κάνει τα συμβόλαια για την αγορά του σπιτιού μου στη Νέα Σμύρνη. Και μάλιστα ήμασταν τότε ένα συγγραφικό τρίγωνο σε αυτό το διαμέρισμα: η Ηρώ Λαμπίρη-Γεωργιάδη (πωλήτρια), ο Κωστής (συμβολαιογράφος) και εγώ», θυμάται ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης, που ανακαλεί ένα διασκεδαστικό ταξίδι με την παλαιά, εμβληματική εκδότρια του Κέδρου, Κάτια Λεμπέση, τη συγγραφέα Ελιάνα Χουρμουζιάδη και τον ίδιο, προς τη Οχρίδα, στα μέσα του ’90, για το θρυλικό λογοτεχνικό φεστιβάλ Balkanika.

«Ηθελε την ελευθερία και τη μηχανή του»

«Από την πρώτη στιγμή, έγινε αναγνωρίσιμος· ήταν από τους πρώτους της γενιάς του ’80 που έκανε άμεση εντύπωση. Στο πρώτο του βιβλίο, οι κριτικές ήταν διθυραμβικές, αλλά εκείνος κρατούσε απόσταση, ήθελε την ελευθερία και τη μηχανή του. Αλώνιζε την Ελλάδα και το εξωτερικό, μάθαινε για τις ανατολικές θρησκείες, είχε όρεξη για ζωή. Οταν τον συναντούσα στην Καλλιθέα και του έλεγα ότι με παίδευε ένα βιβλίο, μου απαντούσε: “Τι παιδεύεσαι με τις λέξεις; Παράτα τες και πάμε μια βόλτα με τη μηχανή. Ας μην είναι σωστή μια λέξη, και τι έγινε;”. Ηταν πάντοτε ένα ποιητής, αυτή ήταν η φλέβα του. Ενας ποιητής του δρόμου. Πρώτα ποιητής και μετά όλα τ’ άλλα», διηγείται στην «Κ» ο συγγραφέας Νίκος Δαββέτας, επίσης μέλος της ίδιας πεζογραφικής γενιάς, που συμπληρώνει: «Είναι τόσο κρίμα που οι δύο καλλονοί της γενιάς μας, ο Γιώργος Κακουλίδης και ο Κωστής Γκιμοσούλης, έλαμψαν και χάθηκαν τόσο γρήγορα».

«Δεν μπορούσες να τον κρατήσεις σε απόσταση»

«Δεν μπορούσες να τον κρατήσεις σε απόσταση και δεν μπορούσε ούτε εκείνος να σε κρατήσει. Ανοιγε η καρδιά σου όταν σου μιλούσε, σε έβαζε σε άλλο μήκος κύματος όταν κάτι σε βασάνιζε. Ο Κωστής, με το εντυπωσιακό του βλέμμα, με κάτι υπερβατικό ζωγραφισμένο στην όψη του, πήγαινε σε ουρανούς απρόσιτους για άλλους – το χάρισμά του ήταν ότι όλο αυτό το μετέφερε στις λέξεις του, ακόμα και στις επαγγελματικές. Είχε μιαν αύρα καλοσύνης», λέει στην «Κ» η συγγραφέας Ελιάνα Χουρμουζιάδου.

«Ισως το τελευταίο μαγικό πλάσμα»

Κωστής Γκιμοσούλης: Ενας συγγραφέας φτιαγμένος από καλοσύνη, σιωπή και χιλιόμετρα-5 Καλαμάτα, μέσα του ’90. Καθιστοί: Γιάννης Κοντός, Τζένη Μαστοράκη, Κωστής Γκιμοσούλης. Ορθιοι: Πέτρος Τατσόπουλος, Αρης Σφακιανάκης, Κλεοπάτρα Δίγκα. (©Αρχείο Τζένης Μαστοράκη)

«Στα σύνορα του χάους, συνάντησα τον Μίκυ Μάους», ήταν ένα από τα τελευταία διαδικτυακά του σπαράγματα· εκείνα με τα οποία, τα τελευταία χρόνια, συμπύκνωνε την κάθε μέρα του· τη ζωή που με τέτοια υπαρξιακή καλοσύνη και συγγραφική λάμψη αγαπούσε. Ο ύστατος αποχαιρετισμός στον Κωστή Γκιμοσούλη –«ένα μαγικό πλάσμα· ίσως το τελευταίο μαγικό πλάσμα που περπάτησε στη λογοτεχνική μας γη», όπως λέει στην «Κ» η ποιήτρια Τζένη Μαστοράκη– θα γίνει την Τετάρτη, στις 10 το πρωί, στον ιερό ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου-«Παναγίτσα» στον Ταύρο.

Πηγή:

https://www.kathimerini.gr/culture/562557541/kostis-gkimosoylis-enas-syggrafeas-ftiagmenos-apo-kalosyni-siopi-kai-chiliometra/