«Η φύση δεν χρωματίζει ηθικά. Έχει κανόνες, που ενίοτε φαίνονται σκληροί κι άλλοτε αρμονικοί»
Καθημερινά κάθε νύχτα και κάθε ώρα δέχεται ένα τηλεφώνημα από άγνωστη γυναικεία φωνή που του λέει απλώς «δέκα και δέκα» και στη συνέχεια το κλείνει. Κάθε νύχτα. Φαινομενικά ακίνδυνο αλλά όταν το κάνεις λίγο εικόνα στο μυαλό σου και ήχο στα αυτιά σου η αγωνία σε κυριεύει.
Το «Δέκα και δέκα» είναι το βιβλίο με το οποίο μας συστήνεται ο Σπύρος Κακατσάκης και το σίγουρο είναι πως το όνομά του θα απασχολήσει τους κύκλους της λογοτεχνίας μυστηρίου αν συνεχίσει έτσι. Γιατί η πρώτη του αυτή συγγραφική προσπάθεια, έχει στηθεί πάνω σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και ιντριγκαδόρικη ιστορία μυστηρίου και ψυχολογικού θρίλερ, και διαθέτει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που διακρίνουν ένα αξιοπρόσεκτο βιβλίο. Σε τρεις μόλις ημέρες το βιβλίο είχε φτάσει στο τέλος του. Απολαυστική ανάγνωση μιας ιστορίας που σε συνεπαίρνει αμέσως δίχως προκαταρκτικά και φλύαρους προλόγους και με χειρουργική ακρίβεια σε οδηγεί στο μονοπάτι που θέλει ο αφηγητής.
Ο Μάριος Μαθιόπουλος είναι ένας γοητευτικός μαθηματικός και αν και στην αρχή αντιμετωπίζει αυτές τις κλήσεις σαν μια κακόγουστη φάρσα, με τον καιρό τα γεγονότα θα τον διαψεύσουν και αναπόφευκτα θα κληθεί να ανατρέξει στο παρελθόν του, στις κρυφές, σκοτεινές πλευρές του, στα ένοχα μυστικά του, αναζητώντας τον άγνωστο Χ της δύσκολης και αγωνιώδους μαθηματικής εξίσωσης που έχει να λύσει. Ποιος ή ποια βρίσκεται πίσω από το τηλέφωνο;
Ο Σπύρος Κακατσάκης, ένας χαρισματικός αφηγητής, γράφει την ιστορία του δίχως να θέλει να «πλασάρει φιλοσοφία και διδακτισμό». Μιλάει για την εγγενή ανθρώπινη αδυναμία, για τα λάθη, τις παραλείψεις και μέσα σε αυτό το πλαίσιο, για την τιμωρία που συχνά έρχεται από τους τρίτους αλλά και εκείνη την πιο τρομακτική, την πιο βαθιά και επώδυνη – την αυτοτιμωρία, τις προσωπικές ερινύες, που καταδιώκουν το μυαλό και μας βυθίζουν στα σκοτάδια των ενοχών. Θίγει τα ανθρώπινα λάθη που συχνά μας κατατρέχουν στη ζωή και δεν μας αφήνουν σε ησυχία και στην απίθανη περίπτωση που η τύχη μας οικτίρει θα μπορέσουμε να διορθώσουμε ακόμα και με δυσβάσταχτο κόστος.
Η ιστορία του είναι συμπαγής, καλά μελετημένη με συνέπεια δομημένη. Δεν αφήνει κενά. Δεν αφήνει τίποτα στην τύχη ακόμα και τις στιγμές που η πραγματικότητα του ήρωα μοιάζει υπερβολική, βγαλμένη από κινηματογραφικό σενάριο. Όχι όμως, υπάρχει λόγος. Ο ήρωάς μας αποκαλύπτεται σταδιακά, με όλα τα πάθη του και τις αδυναμίες.
Γεγονότα και πρόσωπα του παρελθόντος που τον έχουν σμιλεύσει, καταλυτικά για τη διαμορφωμένη του προσωπικότητα και τις σημερινές του επιλογές με την προσωπική του οπτική μέσα από μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση σε τοποθετούν σε θέση ψυχοθεραπευτή. Σκέφτεσαι, αναλύεις από τη δική σου πλευρά, συναισθάνεσαι, τοποθετείσαι σιωπηλά, άλλωστε δεν σου επιτρέπουν οι κανόνες δεοντολογίας να εκφέρεις άποψη και μαζί με τον ήρωα, εξαπολύεις και εσύ ένα ανθρωποκυνηγητό για να ανακαλύψεις το πρόσωπο που κρύβεται πίσω από το μυστήριο.
Οι εσωτερικοί μονόλογοι, διαλογικής μορφής συνιστούν θα έλεγε κανείς μια δραματουργική κορύφωση, ένα συγγραφικό τέχνασμα που αποδεικνύει πόσο εξοικειωμένος είναι με το λογοτεχνικό είδος ο Σπύρος Κακατσάκης:
– Κοιμάσαι;
– Ναι κοιμάμαι; Είναι δυνατόν να με ρωτάς κάτι τέτοιο; Ξέρεις πόσο καιρό έχω να κοιμηθώ Δεν απαντάς έ;
– Ξέρω. Εκείνο που δεν ξέρω είναι το τι καταφέρνεις έτσι
– Τιμωρούμαι
– Τιμωρείς τον εαυτό σου;
– Ναι. Είναι σαν να έχω βάλει τον εαυτό μου σε αυτή την κατάσταση. Να μένω πάντα με ανοιχτά τα μάτια, για να μην μπορώ έστω και μια στιγμή να αφήσω το μυαλό μου να ησυχάσει απ’ όσα συνέβησαν.
– Και τι νομίζεις ότι είσαι; O Θεός ή η Δικαιοσύνη;
– Μόνο εγώ μπορώ να με τιμωρήσω. Μόνο εγώ ξέρω. Αυτό νομίζω. Εσύ πήγαινε να κοιμηθείς.
Χτίζοντας γέφυρες ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, αναζητάμε τον πιθανό ένοχο, ανακαλύπτουμε τις συνδέσεις, τους κώδικες, ενώ πολύ συχνά ένας «από μηχανής θεός» θα διευκολύνει την εξέλιξη της πλοκής, θα συμβάλλει στο επόμενο βήμα.
Τιμωρία και αθώωση την ίδια στιγμή. Αλήθεια πόσο δύσκολο (ή εύκολο) είναι για έναν άνθρωπο να εξορύσσει συνεχώς ελαφρυντικά στοιχεία για τη συμπεριφορά του;
Νιώθω ότι για τον άνθρωπο είναι έμφυτο, ένα είδος ενστίκτου αυτοσυντήρησης για την ψυχική του υγεία, να βρίσκει ελαφρυντικά και να αθωώνει τον εαυτό του για αξιόμεμπτες πράξεις και παραλείψεις του. Μάλλον λειτουργεί ως ριφλέξ, μια αντανακλαστική κίνηση ή αντίδραση στην αμαρτία.
Ο ήρωας του βιβλίου σου, προκαλεί στον αναγνώστη συνεχώς ανάμεικτα συναισθήματα. Άλλες φορές απόλυτης συμπάθειας, κατανόησης, αγωνίας και ίσως λύπης για όσα του συμβαίνουν, ενώ την επόμενη αμέσως στιγμή τον έχεις σταυρώσει για όσα μόλις σου ομολόγησε μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Υπήρχε αυτή η κρυφή, συγγραφική πρόθεση;
Χαίρομαι ιδιαίτερα που ψηλαφήσατε αυτή την υπόσταση του ήρωα, γιατί ήταν πρωταρχικός στόχος να δημιουργήσω έναν πολυδιάστατο ήρωα, ώστε ο αναγνώστης να βρίσκεται σε δίλημμα ως προς την τελική του κρίση για αυτόν. Ο αναγνώστης καλείται να κρίνει αν είναι αθώος ή ένοχος μέσα από όλα τα αντιφατικά στοιχεία που απενοχοποιημένα ο ήρωας του εκμυστηρεύεται. Και είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον για μένα που οι αναγνώστες μου διχάζονται ως προς το αν τελικά η πλάστιγγα για τον ήρωα γέρνει υπέρ ή εναντίον του.
To καλό και το κακό σε μια συντροφική σχέση παρελαύνουν στη συμπεριφορά του ίδιου ανθρώπου. Πιστεύεις ότι από τη φύση του ο άνθρωπος είναι καλός;
Κατά τη γνώμη μου η φύση δεν χρωματίζει ηθικά. Έχει κανόνες, που ενίοτε φαίνονται σκληροί κι άλλοτε αρμονικοί. Και με δεδομένο ότι ο άνθρωπος είναι εγγενές και μάλιστα κυρίαρχο κομμάτι της φύσης, όσο κι αν προσπαθεί να αποσπαστεί από αυτήν, έχει μέσα του το μαλακό και το σκληρό, έτοιμα να αποκαλυφθούν ανάλογα με την περίσταση ή την απειλή.
Σε ποιο βαθμό η επαγγελματική σου δράση και η ενασχόληση χρόνια με τη νομική επηρέασε τη διαμόρφωση του ήρωα αλλά και της πλοκής του βιβλίου;
Η μακρόχρονη επαγγελματική μου ενασχόληση με τη δικηγορία, αλλά και τη διδασκαλία, με έχει φέρει σε επαφή με πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους, αλλά και υποθέσεις, που αποτελούν έμπνευση για πολυάριθμα βιβλία και ιστορίες. Σίγουρα λοιπόν η επίδραση αυτή έχει ποτίσει και το «Δέκα και δέκα», χωρίς όμως να έχω δημιουργήσει ένα αντίγραφο πραγματικών γεγονότων. Αυτά απλώς στάθηκαν αφορμή και ευκαιρία για τη γέννηση και την πλοκή της ιστορίας, καθώς και για τη διάπλαση των ηρώων της.
Το «Δέκα και δέκα» αποτελεί την πρώτη σου συγγραφική προσπάθεια παρά την αγάπη σου για τη συγγραφή στον ελεύθερο χρόνο σου, όπως δηλώνεις στο τέλος του βιβλίου. Τι σε είχε κρατήσει στην εκδοτική απουσία τόσο καιρό; Να περιμένουμε και δεύτερο βιβλίο;
Το «Δέκα και δέκα» είναι το πρώτο έργο μου που εκδόθηκε, όχι όμως το πρώτο δημιούργημά μου. Έχω στη συλλογή μου κι άλλα έργα, διηγήματα, θεατρικά που γράφω κατά καιρούς όλα αυτά τα χρόνια. Απλώς ένιωσα ότι το συγκεκριμένο βιβλίο έχει τα στοιχεία εκείνα που μπορούν να αγγίξουν τις ψυχές των αναγνωστών με τρόπο ευαίσθητο και συνάμα ρεαλιστικό. Και θεώρησα ότι αυτή η κατάθεση της ψυχής μου δεν πρέπει να μείνει στο συρτάρι, πρέπει να επικοινωνηθεί προς τα έξω και να δώσει αφορμή μέσα από μια ιντριγκαδόρικη ιστορία μυστηρίου για μια βαθιά ενδοσκόπηση, που τελικά είναι το ζητούμενο για να προοδεύσουμε και να γίνουμε καλύτεροι.
Όσο για μια επόμενη συγγραφική δημιουργία, αυτήν τη θεωρώ δεδομένη, αφού το μεράκι της συγγραφής δεν σιγάζει μέσα μου και η φαντασία μου με πιέζει για να αποτυπωθεί στο χαρτί. Απλώς αυτό θα συμβεί όταν οι συνθήκες είναι κατάλληλες και το μυαλό καθαρό κι έτοιμο να αποτυπώσει το νέο παραμύθι. Ως τότε άλλωστε έχουμε το Δέκα και δέκα».