Η Άντα Κατσίκη Γκίβαλου γράφει για τον Μελάκ

 

Πεινάει, φοβάται, προς βορράν...

Η τάση της άμεσης ανταπόκρισης των συγγραφέων σε καυτά ζητήματα της επικαιρότητας και η ταυτόχρονη σχεδόν μετατροπή της Ιστορίας σε μυθοπλασία κυριαρχούν τα τελευταία χρόνια, τα χρόνια της οικονομικής, προσφυγικής, πολιτισμικής και υπαρξιακής κρίσης στο χώρο της λογοτεχνίας που απευθύνεται τόσο σε ενήλικο όσο και σε παιδικό- εφηβικό κοινό. Το γεγονός αυτό έχει συχνά ως συνέπεια την επιδερμική αναπαράσταση των γεγονότων συνυφασμένη με τη βιωματική πρόσληψή τους, ενώ απουσιάζει η αποστασιοποιημένη και πιο στοχαστική μυθοπλαστικά απόδοσή τους. 

Στο χώρο της λογοτεχνίας για παιδιά παρατηρούμε την έκδοση βιβλίων που θίγουν σοβαρά ζητήματα και που απευθύνονται πλέον και σε πολύ μικρά παιδιά προσχολικής και πρώτης σχολικής ηλικίας. Ένα τέτοιο ζήτημα είναι και η πρόσφατη προσφυγική κρίση άμεσα συνδεδεμένη με τον πόλεμο, τον εθνικό και κοινωνικό ρατσισμό, την ξενοφοβία και τη βία. Το δράμα των προσφύγων τροφοδοτεί βιβλία γνώσεων, τα περισσότερα των οποίων είναι λογοτεχνίζοντα ή λογοτεχνικά, βιβλία μαρτυρίας που βασίζονται σε / ή καταγράφουν εμπειρίες ανηλίκων προσφύγων, ενώ τα περισσότερα είναι βιβλία αμιγούς μυθοπλασίας.

 

 

Στην τελευταία κατηγορία ανήκει και το εικονογραφημένο βιβλίο της Αργυρώς Πιπίνη: Μελάκ, μόνος σε εικονογράφηση Αχιλλέα Ραζή που απευθύνεται σε πολύ μικρά παιδιά και το οποίο οι Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο φρόντισαν ιδιαίτερα τυποτεχνικά, εκδοτικά, όπως βεβαιώνεται από το ασύνηθες σχήμα του βιβλίου, την ποιότητα του χαρτιού, τη θέση του κειμένου σε σχέση με την εικόνα, που έχουν ως αποτέλεσμα ένα ξεχωριστό βιβλίο.

 

"Η αντιδιαστολή του κόκκινου χρώματος της πυρκαγιάς

που ακολουθεί το μαύρο της καταστροφής

επιτείνει τον τρόμο των μικρών μυθοπλαστικών ηρώων,

του Μελάκ και της αδερφής του, καθώς και του αναγνώστη."

 

Στο εικονογραφημένο αυτό βιβλίο, όπως και στα περισσότερα που ασχολούνται με τους πρόσφυγες, κυριαρχεί το ταξίδι από την κατεστραμμένη από τους πολέμους χώρα, που δεν κατονομάζεται, προς τον δυτικό «πολιτισμένο» κόσμο της ψευδούς ευδαιμονίας. Στην αφήγηση της ιστορίας καθοριστική είναι η συμβολή της εικονογράφησης του Αχιλλέα Ραζή ο οποίος κατορθώνει να αποδίδει με τις κατάλληλες επιλογές χρωμάτων και με την «ασάφεια» ή τη λεπτομέρεια των σχημάτων το κλίμα και το σκηνικό στο οποίο εξελίσσεται η ιστορία. Η συνομιλία λεκτικού και εικονιστικού κειμένου είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική, καθώς η εικόνα ως μια άλλη γλώσσα αφήγησης αρκετές φορές επεκτείνει το κείμενο, προσφέροντας στοιχεία για περαιτέρω συζήτηση ανάμεσα στο μικρό και τον ενήλικο συναναγνώστη. Η γκρίζα εικονογράφηση της εμπόλεμης χώρας με τα κατερειπωμένα σπίτια σαφώς μας παραπέμπει στον πόλεμο της Συρίας, ενώ το παιδί, δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με τον χώρο στον οποίο έχει καταφύγει για να προστατευθεί, επιβάλλεται και εικονιστικά ως ο πρωταγωνιστής της αφήγησης. Σ΄ αυτό συντείνει τόσο ο τίτλος του βιβλίου, όσο και η εικόνα του εξωφύλλου με τον Μελάκ, μόνο να αποχαιρετά την αγαπημένη του πατρίδα και τον κόσμο της παιδικής αθωότητας. Η αντιδιαστολή του κόκκινου χρώματος της πυρκαγιάς που ακολουθεί το μαύρο της καταστροφής επιτείνει τον τρόμο των μικρών μυθοπλαστικών ηρώων, του Μελάκ και της αδερφής του, καθώς και του αναγνώστη. Ακόμη, η εναλλαγή πολυπρόσωπων εικόνων με αυτές που αναπαριστούν τα δυο ασυνόδευτα αδέρφια προσδίδει ένταση στο μοναχικό αγώνα του μικρού πρόσφυγα και προσφέρει στοιχεία που ενισχύουν τις δύσκολες καταστάσεις που αυτός βιώνει. 

 

 

Η Αργυρώ Πιπίνη από την πρώτη σελίδα του βιβλίου προκαλεί πολλά ερωτήματα στον μικρό αναγνώστη ισάριθμα με τις μονολεκτικές ρηματικές προτάσεις που κυριαρχούν και επιβάλλονται με την επανάληψή τους. « Πεινάει. Φοβάται. Προς βορράν. Διψάει. Φοβάται. Προς βορράν. Κρυώνει. Φοβάται. Προς βορράν. Βαδίζει. Φοβάται. Προς βορράν. Τρέμει. Φοβάται. Τρέχει. Φοβάται. Κλαίει. Φοβάται. Φοβάται». Η καταχρηστική επανάληψη του ρήματος «φοβάται» που συνοδεύει κάθε άλλη ενέργεια του Μελάκ αποκαλύπτει την ψυχική καταβολή του στη διάρκεια ενός σκληρού αγώνα ζωής και επιβίωσης. Τα ρήματα αυτά επαναλαμβάνονται και στη συνέχεια της αφήγησης και συμπληρώνονται με άλλα που αποτυπώνουν τις συνθήκες που επικρατούν στην πορεία «προς βορράν», αναδεικνύοντας τον ρεαλισμό του κειμένου. Ακόμη και όταν το ταξίδι φαίνεται να οδηγείται σε σχετικές διεξόδους, όπως όταν το παιδί βρίσκεται κοντά στη θάλασσα και περιμένει τη βάρκα που θα το απομακρύνει άμεσα από την καταστροφή, και τότε ο Μελάκ φοβάται, καθώς αντίθετα συναισθήματα συγκρούονται και κάνουν αισθητή την πολυπλοκότητα των καταστάσεων και των ψυχικών διεργασιών του ήρωα.: «Βλέπει τη θάλασσα. Είναι χαρούμενος. Βλέπει τις βάρκες. Φοβάται. Δεν κλαίει. Περιμένει. Φοβάται». Ακόμη και στο τέλος, όταν πια έχει αρχίσει η ενσωμάτωση στο νέο περιβάλλον ο φόβος ασυνείδητα υπάρχει και εμφανίζεται στα όνειρά του.

Η λιτή και καίρια γραφή της Αργυρώς Πιπίνη αποτελεί υπόδειγμα λογοτεχνικού λόγου ο οποίος μπορεί όχι μόνον να κεντρίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη και να τον κάνει συμμέτοχο στα δρώμενα της ιστορίας, αλλά και να τον μαγέψει με την ποιητικότητα και υποβλητικότητά του. Η εναλλαγή πρωτοπρόσωπης και τριτοπρόσωπης αφήγησης, που διαφοροποιεί την οπτική γωνία πρόσληψης του κειμένου, ο εγκιβωτισμός του λαϊκού παραμυθιού «Η ευτυχία και η ευλογία» ή «Ο γέρος και το άλογο» που διευρύνει τη φιλοσοφία που διατρέχει το κείμενο για τη συνθετότητα της ζωής μέσα από την αλληλοδιαδοχή ή και σύνθεση αντιθέτων καταστάσεων καθιστούν τον Μελάκ τον μόνο ένα από τα αριστουργήματα της παιδικής λογοτεχνίας για μικρά παιδιά.

 

Η Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου είναι Ομότιμη Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Πηγή: bookpress.gr